Ζωζώ Σαπουντζάκη: «Δεν μπορεί να βγαίνουν βασίλισσες κάθε τόσο. Μία είναι η βασίλισσα»

Ζωζώ Σαπουντζάκη: «Δεν μπορεί να βγαίνουν βασίλισσες κάθε τόσο. Μία είναι η βασίλισσα»

Η «βασίλισσα της νύχτας» σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της τα τελευταία χρόνια.

Οφείλω αυτήν τη συνέντευξη στον συγγραφέα-ποιητή Θανάση Ν. Νιάρχο και τον συνθέτη Ανδρέα Λάµπρου, ο οποίος µε ενηµέρωσε προ ηµερών πως κυκλοφορεί ένα δικό του ολοκαίνουργιο τραγούδι σε στίχους του Σταύρου Σταύρου για τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Η ακρόασή του ισοδυναµούσε µε σοκ, καθώς η φωνή της Σαπουντζάκη διατηρείται αναλλοίωτη από τον χρόνο, σαν να την ακούς στα τραγούδια του Μίµη Πλέσσα από τη δεκαετία του 1960.

Συνάντησα τη «βασίλισσα της νύχτας» στο σπίτι της και διαπίστωσα κατευθείαν πως η ιδιωτική εικόνα της δεν έχει καµία σχέση µε τη δηµόσια. Είδα µια ήρεµη γυναίκα, εντυπωσιακά όµορφη, µαζί µε τον Πύρρο, τον σύζυγό της, µε τον οποίο µοιράζονται τα πάντα. Η Ζωζώ Σαπουντζάκη δεν δίνει συνεντεύξεις, όπως η ίδια δήλωσε. Κουράστηκε να λέει τα ίδια και τα ίδια επί σειρά δεκαετιών και γι’ αυτό η δική µας ήταν ένα απρόσµενο δώρο.

Το περιµένατε ότι θα βγάζατε νέο τραγούδι ή σας εξέπληξε η πρόταση του συνθέτη Ανδρέα Λάµπρου;

∆εν τον ήξερα τον Λάµπρου. Μου τηλεφώνησε, µου είπε «έχω γράψει ένα τραγούδι για σένα», ήρθε εδώ µε ένα CD και έβαλε να το ακούσουµε. Μάλιστα µου έφερε και έναν πιτσιρίκο, τον γιο του, που είχε µεγάλη πλάκα. Το άκουσα το τραγούδι, µου άρεσε και µου κάνει: «Αύριο θα µπούµε να το γράψουµε». Κατευθείαν! Πήγαµε στο στούντιο, ζήτησα από τον ηχολήπτη να το ξανακούσω άλλη µία προτού το τραγουδήσω και άρχισα να το λέω. Κάπου δεν µου άρεσε ο εαυτός µου, ενώ σε όλους άρεσε. Είπα: «Θα το ξανατραγουδήσω», το ξανατραγούδησα και αυτό ήταν όλο. Στην ουσία είπα µία κι έξω ένα τραγούδι που δεν το ήξερα.

Πού οφείλεται το ότι η φωνή σας σήµερα ακούγεται όπως το ’60;

Στο ότι βγήκα από εφτά χρονών στη δουλειά αυτή και σε όλη µου τη ζωή είχα µια µάνα για µάνατζέρ µου. Εκανα ήσυχη ζωή. Τελείωνα δύο παραστάσεις στο θέατρο, µετά κέντρο και το πρωί γυρίσµατα. Πώς να σηκωνόµουν στις εφτά το πρωί όταν τελείωνα η ώρα πέντε; Θυµάµαι που ήταν η µάνα µου άρρωστη στο νοσοκοµείο κι εγώ σκεφτόµουν: «Τώρα άµα µε πάρει ο ύπνος, θα το ακούσω το ξυπνητήρι, θα µπορέσω να πάω στον ∆αλιανίδη που µε περιµένει;». Καθόµουν ανασηκωµένη στο µαξιλάρι, έφτανε η ώρα πέντε, πεταγόµουν, έκανα ένα ντους και πήγαινα τελείως άυπνη στο γύρισµα.

Ζούσατε µέσα σε παρατεταµένο άγχος.

Το άγχος εγώ το δηµιουργούσα, γιατί έκανα κάτι που το αγαπούσα από παιδάκι. Ηταν έτσι η ζωή µου. Αλλες κάνανε φλερτ ή πήγαιναν και χόρευαν, εγώ δούλεψα πολύ, δούλευα σαν εργάτης δηλαδή. Κάποια στιγµή στο καµαρίνι µου ήταν ο Οικονοµίδης µε τον Λειβαδίτη και εγώ φορούσα ένα πολύ ωραίο κοστούµι µε αλυσίδες που µε πάγωνε. Εκανε τον σταυρό του ο Οικονοµίδης: «Πώς αντέχεις, ρε παιδάκι µου, τόση δουλειά;». Σκεφτείτε ότι υπήρχαν τρία µαγαζιά στην Πλάκα, ο Βράχος, το Κάστρο και η Παλιά Αθήνα. Τη µια χρονιά ήµουν στο ένα, µετά στο άλλο και µετά φτου κι απ’ την αρχή. Στον κινηµατογράφο πάντως είπα πολλά όχι. Λόγω της αϋπνίας µου δεν άντεχα πια.

Μήπως η αιτία που δεν κάνατε πολύ σινεµά οφειλόταν στις υπέρογκες οικονοµικές απαιτήσεις της µητέρας σας;

Αυτό το είχε. Τότε, ξέρετε, εγώ ήµουν ήδη γνωστή, δεν περίµενα το σινεµά για να µε µάθουν. Ολες οι άλλες κοπέλες έβγαιναν στον κινηµατογράφο για να τις µάθουν. Εµένα µε ξέρανε από το κέντρο και από το θέατρο, δεν τα είχα σταµατήσει. Μάλιστα όταν ο Φίνος µε προόριζε για πρωταγωνίστρια σε µια άλλη ταινία τού είπα: «Με συγχωρείτε, αλλά έχω να πάω στον Καναδά». Επρεπε όµως να την είχα κάνει την ταινία.

Ποια ταινία ήταν;

Μια όπου θα είχα συµπρωταγωνιστή τον Γιάννη Βογιατζή τον κωµικό. ∆εν γυρίστηκε ποτέ τελικά, αφού εγώ θα έφευγα. Τι να έκανα, κοίταζα τα δολάρια.

Καλά κάνατε, εδώ που τα λέµε.

Ναι, δεν έχω παράπονο. Εκανα καλές επιλογές στη ζωή µου, αλλά νοµίζω ότι σηµαντικό ρόλο έπαιξαν ο χαρακτήρας µου, η µάνα µου που µε συµβούλευε πάντοτε και το ότι δεν κοίταζα να διασκεδάσω. Πέρναγα από τη Φωκίωνος Νέγρη που ήταν κάτι τραπέζια τεράστια και τους πέτυχα όλους ένα βράδυ: την Καραγιάννη, τον Βουτσά, τον ∆αλιανίδη. «Τι ώρα θα φύγετε;» τους ρωτάω. Κάνει η Μάρθα: «Πέντε το πρωί». «Α, Παναγία µου» λέω και έφυγα γιατί µε περίµενε η µάνα µου. Εµενα στην οδό Λήµνου τότε κι αυτό εδώ που είµαστε τώρα το είχα δώσει στον µεγάλο µου αδερφό. Η µάνα µου µε περίµενε µε το φιλέτο, µε τη σαλατούλα µου και µετά έπεφτα για ύπνο. Το πρωί χτυπούσε το τηλέφωνο και εγώ κοιµόµουν, αφού ξύπναγα κατά τις τρεις. Το σήκωνε η µάνα µου, ζητούσαν τη Ζωζώ κι έλεγε: «Ναι, εγώ η ίδια είµαι, πείτε µου». Την άκουγα καµιά φορά µες στον ύπνο µου να παζαρεύει την τιµή και να µου κλείνει συµβόλαιο. Το µεσηµέρι µου έλεγε: «Σου έκλεισα δουλειά».

Εξαιτίας της µητέρας σας παντρευτήκατε σε πολύ νεαρή ηλικία.

Από δώδεκα χρονών µου ’λεγε: «Θέλω να σε παντρέψω». Ηθελε να φύγω από την αγκαλιά της και να µε δώσει σε άλλο άνθρωπο. Επειδή λοιπόν γνώριζε έναν γιατρό, που της άρεσε το επάγγελµά του, παντρεύτηκα κι εγώ τον γιατρό. Στα 18-19 ήµουν και σε είκοσι µέρες έφυγα… Είχε έρθει η αδερφή µου, παντρεµένη ήδη µε τον αεροπόρο, για να δει πώς περνώ στον έγγαµο βίο µου. Πήγαµε σε µια φίλη µας και της λέω σε µια φάση: «Πω πω, Βάσω, αργήσαµε! Θα γυρίσει ο γιατρός και δεν θα µε βρει στο σπίτι». Γυρίζουµε, ξεκλειδώνω, µπαίνουµε µέσα και µετά πέντε λεπτά χτυπάει το κουδούνι. Ηταν ο γιατρός. Του λέω: «Καλά, βρε Γιώργο, αφού έχεις κλειδί, γιατί δεν ανοίγεις;». Μου είπε κάτι υποτιµητικό, που νευριάζω και τώρα που το θυµάµαι, ότι τάχα µου µε παντρεύτηκε και µε έσωσε. Εκεί τρελάθηκα, γιατί όταν µε πήρε ήδη είχα µεγάλο όνοµα. Προσβλήθηκα, γιατί ήξερε κιόλας πως ήµουν ηθικό άτοµο. «Πού ήσουν, Ζουζούκα;» µε ρωτούσε, «σου ’πιασαν και το χέρι;» και του απαντούσα: «Ε αφού µε χαιρετούσαν, να µη µου πιάσουν το χέρι;». Φώναξα τη µάνα µου, τα µαζέψαµε και σηκώθηκα κι έφυγα. Κι αφού πήρα το διαζύγιο µε ένα δικηγόρο που εκείνος δεν τον χώνευε καθόλου, έρχεται εδώ και µου λέει: «Ηρθα για να ξαναπαντρευτούµε». «Αντε πήγαινε από δω» του απάντησα, «εγώ φεύγω για την Αµερική», που την έβλεπα εκείνη τη στιγµή σαν σανίδα σωτηρίας.

Στον δεύτερο γάµο σας ωστόσο ευτυχήσατε.

Με τον Ανδρέα περνούσα καλά, είχα καλή ζωή. Καθόµουν σε µια καρέκλα στην ακροθαλασσιά και έκλαιγα. Ερχεται και µου λέει: «Εχεις κάτι; Να σε πάω σε ένα γιατρό έξω;». Ηµουν και έγκυος τότε. ∆εν ήθελε να δουλεύω, νόµιζε ότι θα σταµατήσω, αλλά ένα βράδυ χτυπάει το τηλέφωνο και µε ζήτησαν για δουλειά. Ηρθε εδώ ο επιχειρηµατίας, µου έφερε τεράστια προκαταβολή, πήρε τη φωτογραφία µου και έκανε τον σταυρό του. Πάµε µε τον άντρα µου, πέφτουµε να ξαπλώσουµε λίγο –κάπου επαρχία ήµασταν– κι ακούµε έναν µε την ντουντούκα έξω να φωνάζει: «Η γυναίκα-θρύλος, η γυναίκα-πειρασµός στην πόλη µας». Πω πω, τ’ άκουγε κι ο Ανδρέας, τι να του έλεγα…

Ερχεται ταξί, µας παίρνει κι εγώ να φοβάµαι µη µας πήγαινε σε κάνα σκυλάδικο. Κάθε τρεις και λίγο ρώταγα τον οδηγό: «Εδώ είναι το Ροµέο;» και µου έγνεφε αρνητικά. Φτάνουµε σε ένα µαγαζί που απέξω ήταν σταµατηµένα φορτηγά, ταξί, ιδιωτικά ΙΧ και τότε µίλησε ο ταξιτζής: «Αυτό είναι το Ροµέο». Εγινε µια τροµερή βραδιά κι έτσι ξεκίνησα πάλι στη νύχτα. Ηταν όλη η οµάδα της ∆όξας ∆ράµας σε ένα πελώριο τραπέζι, µου άνοιγαν σαµπάνιες και γινόταν χαµός. Τα ’πα όλα τα τραγούδια, δεν είχα άλλα κι άρχισα ιστορίες απ’ το παρελθόν. Μέχρι τον εθνικό ύµνο τους είπα (γέλια). Τι να έκανα; ∆εν φεύγανε µε τίποτε.

Τελικά έπιασε τόπο η µεγάλη προκαταβολή του µαγαζάτορα.

Ο κόσµος καθόταν σε κασόνια. Με πιάνει ο µαγαζάτορας και µου λέει: «Μ’ εσένα απόψε έβγαλα τόσα που θα φτιάξω το µαγαζί να µην είναι ερείπιο». Σηµειωτέον, πριν από µένα είχε πάει η Τζένη Βάνου, που τη θεωρώ τεράστια τραγουδίστρια, αλλά δεν είχε πάει καλά. Πρέπει να µιλάµε για το 1963-64. Οταν πήγα στο γραφείο του για να µε αποπληρώσει τον ρώτησα: «Οταν ήρθες να πάρεις τη φωτογραφία µου γιατί έκανες τον σταυρό σου φεύγοντας;». Μου απάντησε: «Σταυροκοπήθηκα γιατί ζήτησες τόσο πολλά και πήρες τέτοια προκαταβολή που δεν ήξερα αν θα µου τα έφερνες πίσω».

Θέλω να πάµε στα δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από τη «Στέλλα» του Κακογιάννη. Τα δισκογραφήσατε πρώτη, πριν και από τη Μελίνα Μερκούρη.

Ερχεται µια µέρα η µάνα µου και µε ξυπνάει στις δώδεκα το µεσηµέρι. «Σήκω, βρε Ζωζώ µου, σε ζητάει ένας κύριος Λαµπρόπουλος» – ήταν ο Λαµπρόπουλος της Κολούµπια. ∆εν ήξερα τι µε ήθελε. Μου δίνει ραντεβού στο γραφείο του κι εκεί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. «Να σου συστήσουµε ένα νέο συνθέτη» µου λένε κι εγώ κορόιδευα. «Ωχ, ποιος είν’ αυτός πάλι;» έλεγα… Μετά που γίναµε φίλοι και του το είπα γελούσε πολύ ο Μάνος. Κάθεται στο πιάνο και αρχίζει να παίζει σαν να χάιδευε τα πλήκτρα. «Αυτός δεν ξέρει να παίζει πιάνο» σκεφτόµουν (γέλια). Οταν είπα τα δύο κοµµάτια, το «Αγάπη που ’γινες» και το «Ο µήνας έχει δεκατρείς», γίναµε στενοί φίλοι. Εξαιρετικό παιδί ήταν, κύριος. Η ταινία είχε προηγηθεί, αλλά η Μερκούρη δεν τα ’χε πει ακόµη σε δίσκο. Μπουζούκι έπαιζε ο «Σπόρος», ο Γιάννης Σταµατίου, που ενώ ήταν µεγάλος µπουζουξής εγώ δεν τον ήξερα κι αναρωτιόµουν αν θα έπαιζε καλά στην ηχογράφηση.

Μου είπατε ότι υπηρετήσατε το ελαφρό τραγούδι. Αρα τα δύο αυτά κοµµάτια του Χατζιδάκι ήταν και τα µοναδικά αµιγώς λαϊκά σας ίσαµε τότε, το 1955 δηλαδή;

Σωστά ρωτάτε, γιατί έκανα λάθος πριν. Απ’ αυτό εδώ το σπίτι είχαν περάσει πρωτύτερα όλοι οι συνθέτες που έκαναν βαρύ λαϊκό τραγούδι. Ο τυφλός ο Στέλιος Χρυσίνης, ο Θόδωρος ∆ερβενιώτης και πολλοί άλλοι. Εδώ που κάθεστε εσείς τώρα καθόταν ο Χρυσίνης, που τον κουβαλούσε η κόρη του γιατί δεν έβλεπε. Μου µάθαιναν τα τραγούδια και πήγαινα και τα έλεγα αµέσως. Ετσι είπα κι εγώ πολλά λαϊκά τραγούδια σε δίσκους 45 στροφών.

Είναι µεγάλο κεφάλαιο στη ζωή σας η ενασχόλησή σας µε το τραγούδι.

Οταν ήµασταν µικρά στη Θεσσαλονίκη υπήρχε η Ζωζώ Νταλµάς, φίλη του πατέρα µου από την Κωνσταντινούπολη. Ερχόταν σπίτι µας κι έπινε τον καφέ της. Μ’ έβλεπε µωρό να σέρνοµαι στο πάτωµα κι έλεγε του πατέρα µου: «Το παιδί έχει ταλέντο». «Ποιο παιδί;» απαντούσε ο πατέρας µου, «αυτό είναι µωρό και κουνιέται όπως όλα τα µωρά». Η Νταλµάς µας βοήθησε, γιατί ένας σκηνοθέτης και θιασάρχης, ο Οικονόµου, ανέβαζε ένα έργο και ήθελε ένα αγοράκι για ένα ρόλο. «Εχω εγώ το αγοράκι» του είπε η Νταλµάς, επειδή και η φωνή µου ήταν από τότε λίγο βραχνή. Στα εφτά ήµουν κι έβγαινα κι έλεγα: «Μ’ αγαπάς, παππού; Κι εγώ σ’ αγαπώ. Γιατί κλαις, παππού;». Πέθαινε ο παππούς, έπεφτε η αυλαία και ο κόσµος χειροκροτούσε. Μετά βγήκαµε στο Ντελίριο, σε µια οπερέτα µαζί µε την αδερφή µου. Φορούσαµε κοντά φουστανάκια µε κορδελίτσες και λέγαµε «“Αχ” ακούµε σαν περνάµε µαζί/ “Αχ” µας βλέπουν και τις δυο σαν χαζοί/ και µας λένε κάτι λόγια πολύ τσουχτερά/ και στο τέλος µας προτείνουν κάτι τροµερά» και χορεύαµε κανκανάκια µε τα ποδαράκια µας. Από τότε κατάλαβε τι ήθελα στη ζωή µου.

Νοµίζω πως µόνο εσείς και τα Καλουτάκια είχατε βγει ως ντουέτο.

Ισχύει, µόνο εµείς και τα Καλουτάκια ήµασταν, που αυτές είχαν προηγηθεί. Μετά βέβαια τη Βάσω πρόσεχαν, ως λίγο µεγαλύτερη που ήταν. Είχε κάνει στήθος και την πρόσεχαν. Θύµωνα εγώ και της τραβούσα το φόρεµα! «Μην κοιτάς εσύ, µην τον κοιτάς αυτόν» της έλεγα. Παράλληλα πηγαίναµε σχολείο και κάναµε τα µαθήµατά µας. Ενα βράδυ µπαίνουν ξαφνικά στο µαγαζί εφτά αεροπόροι, ωραία παιδιά, τον ένα από τους οποίους παντρεύτηκε τελικά η Βάσω. Λεγόταν Νάσος Μπράτσος και αδερφή του ήταν η ηθοποιός Αννα Μπράτσου. Τα έχασε η Βάσω µόλις τον είδε να µπαίνει µέσα µε τη στολή, κεραυνοβόλος έρωτας. «∆εν ντρέπεσαι µωρή, τι κοιτάς;» να της λέω εγώ, «δεν σκέφτεσαι που έχουµε το πρωί σχολείο;». Ο αεροπόρος έµαθε το σπίτι µας και κάθε µέρα άφηνε απέξω µια τούρτα. Λέει κάποια στιγµή στη µάνα µας: «Εχω να κάνω ένα ταξίδι στη µάνα µου. Να πάρω µαζί µου τα κοριτσάκια» – αυτό σήµαινε ότι θα µπαίναµε σε αεροπλάνο και θα το οδηγούσε αυτός. Μας πήγε απ’ το σπίτι του στο Παγκράτι αρχικά. Εννέα παιδιά ήταν οι Μπρατσαίοι, σπουδαγµένοι όλοι. Ηταν ωραία οικογένεια. ∆εν θα ξεχάσω ένα πάρτι σ’ εκείνο το σπίτι, που είχαν µυριστεί οι φίλοι του ότι γλυκοκοίταζε τη Βάσω και άρχισαν να τραγουδάνε: «Να το πάρεις το κορίτσι/ να το πάρεις, µην το παιδεύεις». Τι χρόνια κι εκείνα…

Νοµίζω ότι ανεξαρτήτως της βοήθειας που είχατε και από τους δύο γονείς σας, το δικό σας τσαγανό σας έχρισε πρωταγωνίστρια.

Αρρώστια ήταν αυτό το πράγµα. Πηγαίναµε σχολείο και πώς να σηκωθείς το πρωί. Ερχόταν ο Νάσος ο γαµπρός µου και µας διάβαζε τα µαθήµατά µας. «Ζεστή, να πας κατευθείαν στο µάθηµα» µου έλεγε. Με έπαιρνε απ’ το χέρι ο δάσκαλος κι έλεγε: «∆ούλευε το κορίτσι, γι’ αυτό άργησε». Μεγαλώναµε σαν παιδιά και βγήκαµε όπως όλοι στο θέατρο, όχι όπως τα φλισκουνάκια, που λέγανε, που ήταν µες στη φτώχεια και δεν είχαν να φάνε. Εµείς βγήκαµε από ψώνιο, γι’ αυτό µίλησα για κανονική αρρώστια.

Πιστεύετε πως όσο περνάνε τα χρόνια πράγµατα που γίνονται από ευχαρίστηση µετατρέπονται σε καθήκον;

∆εν θα το έλεγα καθήκον, προτιµώ να το πω τρόπο ζωής, αγάπη, συνήθεια γι’ αυτό που προσφέρεις. Το θες και το κάνεις, µαθαίνω τον ρόλο µου γιατί πρέπει να τον µάθω. Σε αντίθεση µε την αδερφή µου, που, όπως απεδείχθη, δεν αγάπησε το θέατρο. Αγάπησε τον αεροπόρο. Εµένα και εκατό αεροπόρους να µου έδινες, κανέναν δεν θα γύριζα να δω. Μέχρι να µε παντρέψει η µάνα µου κοίταζα µόνο δουλειά, κέντρα και θέατρα. Τίποτε άλλο.

Υπήρξατε τόσο πληθωρική και εξωστρεφής στην ιδιωτική σας ζωή όσο και στο θέαµα;

Στην ιδιωτική µου ζωή ήµουν και είµαι πολύ απλή. Ζω εδώ στο σπίτι µε τον Πύρρο τον σύντροφό µου, µιλάµε, τρώµε παρέα, ακούµε µουσική, βλέπουµε ταινίες, βγαίνουµε καµιά βόλτα έξω. Κάνω ήσυχη ζωή, όπως θα έκανε µια οποιαδήποτε γυναίκα. Ισως µάλιστα να µην την έκανε τόσο κλειστή όσο κάνω εγώ τη δική µου ζωή. Το θέλω και µ’ αρέσει. Αλλη η Ζωζώ του θεάτρου και άλλη η Ζωζώ του σπιτιού.

Οταν ήσασταν ερωτευµένη αγωνιούσατε για τη στιγµή που θα έρθει και θα χωρίσετε;

Οχι, γιατί δεν είχα ποτέ πρόγραµµα να χωρίσω. Κι αν ήρθαν έτσι τα πράγµατα, σε άλλους λόγους οφειλόταν. Ο δεύτερος άντρας µου πέθανε από καρκίνο σε σύντοµο διάστηµα. Ο πρώτος γάµος ήταν λάθος της µάνας µου που ήθελε να µου δώσει επιστήµονα, γιατρό, από τον τόπο µου, πολύ µεγαλύτερό µου. Είχα στάνταρ τη µονιµότητα στις σχέσεις µου.

Ποια είναι η ιδανική εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας;

Μάλλον µε ρωτάτε πώς θα ήθελα να είµαι. Οπως είµαι τώρα θέλω να ’µαι, τίποτε διαφορετικό. Κοιµάµαι πολύ δύσκολα τα βράδια και δεν θέλω να παίρνω φάρµακα. Ξέρετε πώς τη βγάζω; Ονειρεύοµαι ρόλους, να βγω στο Ηρώδειο, όλο τέτοια σκέφτοµαι. Ολο τη δουλειά µου σκέφτοµαι. Ρόλους, τραγούδια, παλιές µου επιτυχίες, αλλά και όνειρα για το µέλλον. Τα καλλιτεχνικά όνειρα δεν σταµατάνε και δεν είµαι ψώνιο – έτσι όπως σας τα λέω.

Σας χαρίστηκε η ζωή;

Νοµίζω πως η ζωή υπήρξε ευτυχισµένη µαζί µου. Οπως τ’ όνοµά µου: Ζωή – Ζωζώ – ζω.

Πιο πολύ µας τρέφει το µέλλον ή το παρελθόν;

Το µέλλον. ∆εν ξέρουµε τι θα συναντήσουµε, µπορεί να πέσουµε σε κάτι καλύτερο. Γενικά δεν «πέφτω», δεν αφήνω τον εαυτό µου. Κάνω τον σταυρό µου κάθε βράδυ προτού κοιµηθώ, πάντα όµως. Μια φορά, θυµάµαι, µε έπαιρνε ο ύπνος και πετάχτηκα αµέσως για να κάνω την προσευχή µου. ∆εν κοιµάµαι αν δεν προσευχηθώ, πιστεύω πολύ, αφού η µάνα µου µ’ έστελνε από µικρή ν’ ανάψω κερί στην Παναγία ∆έξια στη Θεσσαλονίκη.

Μιλάτε σήµερα µε παλιούς φίλους σας από το σινεµά και το θέατρο;

Πόσοι έχουµε µείνει; Ο Βουτσάς πέθανε. Με την Καραγιάννη µίλαγα µέχρι πρόσφατα. Ο ∆αλιανίδης µου λείπει. Τον θυµάµαι που έµενε Καρόλου Ντηλ και µας µάζευε µε τη Βάσω και µας έβαζε σε δυο σκαµνάκια. Είχε αγόρια γύρω του και διάβαζαν ποίηση. Ακόµη δεν ήταν µε τον κινηµατογράφο, αλλά το ’χε κι αυτός το ψώνιο του.

Εκτιµώ το ότι ποτέ δεν µιλάτε άσχηµα για συναδέλφους σας.

Το θέατρο, ξέρετε, είχε πολύ κακό όνοµα και µου έµεινε η φράση της µάνας µου: «Μακριά από θεατρίνους». Αυτό µε έκανε προσεκτική στο µε ποιον µιλώ και στο τι θα πω κάθε φορά. ∆ιαφύλαξα την ακεραιότητά µου.

∆ιατηρείτε ατόφιο τον τίτλο «βασίλισσα της νύχτας»;

Ο κόσµος τον διατηρεί. Στον δρόµο ακόµη έτσι µε φωνάζουν. Ετσι µε έβγαλε ο Τώνης Μαρούδας. Ενα βράδυ που καθόταν η µάνα µου κάπου ψηλά και µε παρατηρούσε µου κάνει ο Μαρούδας: «Κοίτα πώς κοιτάει η Σαπουντζάκαινα, να µην της ξεφύγει τίποτε απ’ το παιδί της». Κάποια στιγµή την ώρα που θα έβγαινα µε ανακοινώνει: «Και τώρα η “βασίλισσα της νύχτας”». Εµεινε ο τίτλος αυτός.

Θα έχουµε δύσκολα νέα «βασίλισσα της νύχτας» στην Ελλάδα;

Ε, δεν µπορεί να βγαίνουν βασίλισσες κάθε τόσο. Μία είναι η βασίλισσα (γέλια)!

Documento Newsletter