Ζόρα Νιλ Χέρστον: Ο δρόμος προς την αυτογνωσία

Το πορτρέτο της σπουδαίας Αφροαμερικανίδας συγγραφέα και ανθρωπολόγου με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό»

Η Ζόρα Νιλ Χέρστον υπήρξε από εκείνες τις προσωπικότητες που δεν τις χωράει η εποχή τους. «Εχω τα κότσια να βαδίσω στον δικό μου δρόμο, όσο σκληρός κι αν είναι» έλεγε εξηγώντας ότι προτιμά ακόμη και τη δύσκολη πραγματικότητα από τις ψευδαισθήσεις που θα την καθησύχαζαν παροδικά. Παρότι οι επίσημες πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1891 στη Νοτασούλγκα της Αλαμπάμα, η ίδια δήλωνε ότι είδε για πρώτη φορά το φως του κόσμου το 1901. Καθώς δεν είχε μνήμες από την περιοχή, θεωρούσε γενέτειρά της το Ιτονβιλ της Φλόριντα όπου εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς όταν ήταν τριών χρόνων.

Επρόκειτο για μια πόλη «πέντε λιμνών, τριών γηπέδων κροκέ, τριακοσίων σκουρόχρωμων, τριακοσίων καλών κολυμβητών, πολλών γκουάβα, δύο σχολείων και καμίας φυλακής», όπως έγραφε στο «Mules and men» (1935), την εθνογραφική μελέτη της με θέμα την καθημερινότητα των μαύρων σε περιοχές της Φλόριντα και της Νέας Ορλεάνης. Στο Ιτονβιλ, το οποίο λειτούργησε ως φόντο για πολλές από τις ιστορίες της, οι Αφροαμερικανοί μπορούσαν να ζουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι από την κοινωνία των λευκών.

Η ανθρωπολογία και η Αναγέννηση του Χάρλεμ

Οι οικογενειακές μνήμες από την εποχή της δουλείας (οι παππούδες και οι γιαγιάδες της γεννήθηκαν σκλάβοι) και μια επίσκεψη δασκάλων από τα βόρεια των ΗΠΑ στο σχολείο όταν ήταν δέκα ετών στάθηκαν καταλυτικές εμπειρίες για την εξέλιξή της. Οπως περιγράφουν όσοι τη γνώρισαν, το μυαλό της δεν σταματούσε ποτέ να παράγει ιδέες, ενώ με την ανθρωπιά και το διεισδυτικό της χιούμορ κατάφερνε να μπαίνει αμέσως στην καρδιά των ανθρώπων. Σπούδασε λαογραφία και ανθρωπολογία δίπλα στον Φραντς Μπόαζ και συνεργάστηκε με τις κορυφαίες ανθρωπολόγους Ρουθ Μπένεντικτ και Μάργκαρετ Μιντ.

Στόχος της ήταν να καταγράψει τη ζωή των Αφρικανών του αμερικανικού νότου και της Καραϊβικής, μεταφέροντας στο χαρτί μαζί με τις ιστορίες και τις διαλέκτους τους, ενώ σπουδαίες θεωρούνται οι μελέτες της πάνω στις τελετές βουντού. Συνδέθηκε στενά με το κίνημα της Αναγέννησης του Χάρλεμ, το οποίο αντιστάθηκε στον φυλετικό διαχωρισμό και προώθησε την ισονομία μεταξύ λευκών και μαύρων. Λέγεται ότι το διαμέρισμα της Χέρστον ήταν πάντα γεμάτο κόσμο και σημαντικό σημείο ανταλλαγής ιδεών της εποχής.

«Δεν είμαι τραγικά έγχρωμη. Δεν υπάρχει κάποια τεράστια θλίψη που να βασανίζει την ψυχή μου ούτε να παραμονεύει πίσω από τα μάτια μου» έγραφε η Χέρστον στο «How it feels to be colored me» (1928). Το θάρρος της την έφερε πολλές φορές αντιμέτωπη με τη μαύρη κοινότητα, καθώς αυτό που διεκδικούσε δεν ήταν η προνομιακή αλλά η ισότιμη μεταχείριση. Πέθανε το 1960 στο Ιτονβιλ χτυπημένη από εγκεφαλικό. Ζούσε σε ένα πράσινο σπίτι-κουτί, πανομοιότυπο με τα άλλα της περιοχής. Μόνο που ο δικός της κήπος ήταν πολύχρωμος, γεμάτος αζαλέες και καμπανούλες που φρόντιζε η ίδια.

Η συνεισφορά της Αλις Γουόκερ

Πολυγραφότατη παρά την έντονη κοινωνική της ζωή, έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα, περισσότερα από 50 διηγήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια. Πριν από δύο χρόνια κυκλοφόρησε στα ελληνικά το «Barracoon – Η ιστορία του τελευταίου σκλάβου» (εκδόσεις Παπαδόπουλος, μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης).

Πρόκειται για την αφήγηση του τελευταίου εν ζωή σκλάβου (τον συνάντησε το 1927), ο οποίος μεταφέρθηκε από την Αφρική στις ΗΠΑ με το τελευταίο δουλεμπορικό πλοίο που διέσχισε τον Ατλαντικό. Πρόσφατα εκδόθηκε στα ελληνικά το μυθιστόρημά της «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό» (εκδόσεις Αίολος, μτφρ. Μυρσίνη Γκανά), ένα από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Η σκέψη της Χέρστον επηρέασε σημαντικά συγγραφείς όπως η Μάγια Αγγέλου, η Ζέιντι Σμιθ, ο Πολ Μπίτι και η Τόνι Μόρισον. Δεν θα μαθαίναμε ποτέ για εκείνη, καθώς τα βιβλία της είχαν πέσει για δεκαετίες στη λήθη, αν δεν είχε ενδιαφερθεί να φέρει το έργο της στο φως η Αλις Γουόκερ, συγγραφέας του «Πορφυρού χρώματος». «Μου μιλά μ’ έναν μοναδικό τρόπο που κανένα μυθιστόρημα, παλαιότερο ή νεότερο, δεν καταφέρνει» γράφει η Γουόκερ για το έργο της «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό» και πραγματικά συγκινεί με το άρθρο της «Αναζητώντας τη Ζόρα» (δημοσιεύτηκε το 1975 στο περιοδικό «Ms» και περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση), στο οποίο περιγράφει την περιπέτειά της να εντοπίσει τον τάφο της, όπως και ανθρώπους που τη γνώριζαν προσωπικά.

Το μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1937. Είναι η ιστορία της Τζέινι, η οποία γεννήθηκε μετά τον άγριο βιασμό της μητέρας της. Το κορίτσι μεγαλώνει με τη γιαγιά του, η οποία προκειμένου να την προστατεύσει από τους άντρες την παντρεύει με το ζόρι με έναν 60χρονο κτηματία. Σύντομα θα αναζητήσει τον έρωτα, ως μέσο διεκδίκησης της ανεξαρτησίας της. Ο δρόμος της δεν θα είναι εύκολος, όμως θα καταφέρει να κατακτήσει την αυτογνωσία μέσα από τα δύο πράγματα που κατά τη γνώμη της πρέπει να κάνει κάθε άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του: να φτάσει μόνος του στον Θεό και μόνος του να μάθει πώς να ζει. Αυτά δηλαδή για τα οποία πάλεψε μια ολόκληρη ζωή και η ίδια η Χέρστον.

Info

Το βιβλίο «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό» της Ζόρα Νιλ Χέρστον κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος σε μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά.