Οι τηλεοπτικές σειρές «The last of us», «Beef» και «Reservation dogs» θα σας κάνουν να κολλήσετε στη μικρή οθόνη
Εχοντας τη φήμη της καλύτερης μεταφοράς βιντεογκέιμ στη μικρή ή μεγάλη οθόνη, η δημιουργία των Νιλ Ντράκμαν (δημιουργός του παιχνιδιού που σάρωσε την αγορά το 2013) και Γκρεγκ Μέιζιν («Τσερνόμπιλ»), το «The last of us», είναι μια παραγωγή της HBO που δεν πρωτοτυπεί ακριβώς αλλά μάλλον μεταφέρει σύγχρονες αγωνίες. Αναπαράγει πειστικά το κλίμα γενικότερης ανασφάλειας και παγκόσμιας αγωνίας για το μέλλον της ανθρωπότητας που εντάθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και αφηγείται ένα συνεπέστατο ανθρωποκεντρικό δράμα με πρωταγωνιστές έναν άντρα κι ένα κορίτσι. Το χιλιοφορεμένο κοστούμι του ζομπι-τρόμου εδώ δεν είναι το βασικό «πιάτο» αλλά ένα συνοδευτικό που σκοπό έχει να ολοκληρώσει υποδειγματικά την εμπειρία θέασης μιας πλοκής τίγκα στους συμβολισμούς. Ολοι στέκονται και δικαίως στην παρουσία του Πέδρο Πασκάλ (περιζήτητος στο Χόλιγουντ πλέον) στον ρόλο του πληγωμένου άντρα που πρέπει να κρατήσει σώο και αβλαβές ένα κορίτσι το οποίο μάλλον κρατάει στα χέρια του το μέλλον της ανθρωπότητας.
Eνας μύκητας η μεγαλύτερη απειλή
Από το πρώτο κιόλας στιγμιότυπο κύκλου δίνεται η ανατριχιαστική βάση ενός εσχατολογικού σεναρίου που μιλά για το τέλος του ανθρώπου. Δύο επιδημιολόγοι συνομιλούν σε τηλεοπτική εκπομπή της αμερικανικής τηλεόρασης του 1968 για το ποια είναι η μεγαλύτερη απειλή. Συμφωνούν ότι οι πανδημίες είναι ικανές να φέρουν οδυνηρά χτυπήματα στην ανθρωπότητα αλλά δεν γίνεται να προκαλέσουν τον αφανισμό της. Εκτός κι αν η αιτία μιας πανδημίας δεν είναι κάποιος θανατηφόρος ιός αλλά ένας μύκητας. «Οι μύκητες δεν έχουν σκοπό την καταστροφή αλλά τον έλεγχο του μολυσμένου» λέει ο ένας επιστήμονας. Για να καθησυχάσει το τηλεοπτικό κοινό ο συνάδελφός του τονίζει πως αυτό το σενάριο απέχει πολύ από την πραγματικότητα και η βασική προϋπόθεση είναι να αυξηθεί η μέση θερμοκρασία του πλανήτη κατά 2 με 3 βαθμούς Kελσίου στις επόμενες δεκαετίες.
Το σενάριο της σειράς, η οποία παίζεται στη Vodafone TV, δεν είναι πλέον τόσο εξωφρενικό. Σύμφωνα με αυτό, το 2003 στην Τζακάρτα της Ινδονησίας, σε μια εργοστασιακή μονάδα σιτηρών, εμφανίζεται το πρώτο κρούσμα. Ξανά μια ειδική (περί μυκήτων τούτη τη φορά) επιστήμονας δίνει την πρόβλεψη της επόμενης μέρας που αυτήν τη φορά θα είναι όντως εφιαλτική καθώς δεν υπάρχει ούτε θεραπεία ούτε κάποιο εμβόλιο που μπορούν να αποτρέψουν το μοιραίο. Εδώ λοιπόν αρχίζει το θρίλερ. Χάος και εικόνες αποκάλυψης (το καταπληκτικό πρώτο επεισόδιο φημολογείται ότι κόστισε σχεδόν 20 εκατ. δολάρια) απλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Είκοσι χρόνια μετά οι ελάχιστοι αμόλυντοι άνθρωποι έχουν κλειστεί σε πόλεις-φρούρια. Εκεί οι στρατιωτικές κυβερνήσεις τηρούν αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα, τα ελάχιστα αγαθά κυκλοφορούν στη μαύρη αγορά και οι «αντιστασιακοί» αναλαμβάνουν ένοπλη δράση προκειμένου να βάλουν τέλος στη δυστοπία. Ο πρώτος κύκλος της σειράς είναι διανθισμένος με αριστουργηματικά επεισόδια (π.χ. το τρίτο που έθαψαν οι ομοφοβικοί στο διαδίκτυο), πυκνά νοήματα γύρω από τον αγώνα για επιβίωση αλλά και λυρικά ενσταντανέ για την ομορφιά της ζωής που υπάρχει σε κάθε γωνιά δίπλα μας.
Οργισμένη οδήγηση, φριχτές συνέπειες
Στο «Beef» το αμερικανικό όνειρο χλομιάζει αρκετές φορές και συνήθως με οδυνηρό τρόπο για τους πρωταγωνιστές του. Στη σειρά του Netflix οι Ασιάτες Αμερικανοί δεύτερης γενιάς ψάχνουν να βρουν όχι μόνο τη θέση τους σε μια συντηρητική κοινωνία που δεν έχει αποβάλει πλήρως τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία της αλλά κυρίως το πραγματικό εαυτό τους. Ομως η δημιουργία του Νοτιοκορεάτη Λι Σουνγκ Τζιν (υποψήφιος για Emmy με το «Silicon Valley») δεν επιδιώκει ούτε τον στεγνό διδακτισμό ούτε να ακολουθήσει τα προβλέψιμα κλισέ. Από το εξωφρενικό ξεκίνημα με την καταδίωξη των δύο αυτοκινήτων (λόγω μιας ασήμαντης παρεξήγησης και ενός σηκωμένου μεσαίου δάχτυλου) η πλοκή δείχνει με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι θα κινηθεί σε αχαρτογράφητα νερά. Παρότι το καυστικό χιούμορ δίνει τον κυρίαρχο τόνο, το υπόγειο δράμα κουμπώνει άνετα με κάποιες ψυχαναλυτικές αναφορές που άλλες φορές βγάζουν πολύ γέλιο κι άλλες φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Το περιστατικό «οδικής οργής» ανάμεσα στον Ντάνι (ο Στίβεν Γέουν του «Minari» και του «Ούτε καν») και την απολαυστική Εϊμι, που υποδύεται η γνωστή κωμικός Αλι Γουόνγκ, χρησιμεύει ως πολυπράγμων αρωγός για να θίξει το «Beef» – που κατέκτησε την πρώτη θέση για αρκετές βδομάδες στο Netflix–, μια σειρά από ζητήματα ερωτικών βίτσιων, καταπιεσμένων συναισθημάτων και συσσωρευμένης οργής. Κυρίως όμως το «Beef» είναι μια διεξοδική μελέτη για τη ζωή που ποτέ δεν έρχεται όπως την περιμένεις, κάτι που προκαλεί πόνο και οργή. Πολλή οργή. Αν κάτι εντυπωσιάζει στη σειρά, είναι η ταχύτητα που συνοδεύει τα πάντα. Η χαοτική εισαγωγή δίνει το σύνθημα για μια ξέφρενη κωμωδία σύγχρονων ηθών.
Η πρώτη σειρά για τους Ινδιάνους σήμερα
Στο «Reservation dogs» η καθημερινότητα κάποιων σύγχρονων Ινδιάνων παρουσιάζεται μέσα από μια ανάλαφρη και διασκεδαστική παράφραση του σκηνοθετικού ντεμπούτου του Κουέντιν Ταραντίνο «Reservoir dogs». H σειρά του Hulu, που προβάλλεται στο κανάλι της Disney+, διαδραματίζεται σε μια περιοχή της Οκλαχόμα όπου κατοικούν ομαδικά κάποιοι σύγχρονοι Ινδιάνοι. Κεντρικοί ήρωες είναι μια παρέα απροσάρμοστων εφήβων, που ζουν από μικροκλοπές και ονειρεύονται την απόδραση-φυγή στην Καλιφόρνια. Οσο πλησιάζουν όμως πιο κοντά στην πραγματοποίηση του ονείρου τους τόσο δοκιμάζονται πιο έντονα οι μεταξύ τους σχέσεις. Επιπλέον η παρουσία ενός πνεύματος Ινδιάνου που είχε πάρει μέρος στη θρυλική μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν στο πλευρό του «Τρελού Αλόγου» καθώς και οι νουθεσίες από τους παλιούς –τι υπέροχη στιγμή η εμφάνιση του μέγιστου Γουές Στάντι (ο κακός Μόγκουα του φιλμ του Μάικλ Μαν «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» έχει αυθεντικό αίμα Τσερόκι στις φλέβες του)– περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Το ευφυές και σπαρταριστό σενάριο των Τάικα Γουατίτι («Thor: Ragnarok») και Στέρλιν Χαρτζ κεντάει, οι ερμηνείες των πιτσιρικάδων Ντέιβερι Τζέικομπς, Λέιν Φάκτορ, Πολίνα Αλέξις είναι προσαρμοσμένες πλήρως στο φευγάτο και αντιηρωικό κλίμα, αλλά η διαφορά γίνεται σε κάθε σκηνή που το άναρχο χιούμορ δένει με τον ωμό ρεαλισμό και τις σουρεαλιστικές συνήθειες των Ινδιάνων. Πρόκειται για την πρώτη σειρά στην ιστορία της τηλεόρασης που έχει αποκλειστικά ως θέμα τη ζωή των σημερινών απογόνων των αυτοχθόνων της Αμερικής, παρουσιάζοντάς την χωρίς απλοϊκές αναφορές ή γραφικές πινελιές. Η γραφή των Γουατίτι και Χάρτζο (Μαορί ο πρώτος, Ινδιάνος ο δεύτερος) ποντάρει κυρίως στη ζεστασιά της αφήγησης και στο γλυκόπικρο –και ενίοτε σπαρταριστό– χιούμορ. Η επιτυχία του πρώτου κύκλου έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία και της δεύτερης σεζόν.