Η υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα και της επανένωσης του κορυφαίου μνημείου είναι μια μακρόχρονη διεκδίκηση που οφείλει να βασίζεται στις αρχές που τίθενται από την UNESCO στην επιστημονική τεκμηρίωση, την ηθική των μουσείων, στις διακρατικές σχέσεις και στην ενημέρωση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και της διεθνούς κοινής γνώμης, καθώς πρόκειται για ένα θέμα που αφορά την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Η πρόοδος που γίνεται τα τελευταία χρόνια είναι θεαματική. Η ελληνική πολιτεία και η διεθνής αρχαιολογική και μουσειολογική κοινότητα έχουν καταφέρει να μεταστρέψουν ακόμη και τη βρετανική κοινή γνώμη. Το Βρετανικό Μουσείο βρίσκεται υπόλογο για τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τις συλλογές του μετά και το πρόσφατο σκάνδαλο της κλοπής αρχαιοτήτων από τις αποθήκες του. Η μουσειολογική κοινότητα διεθνώς πιέζει τα μουσεία της αποικιοκρατίας
να αλλάξουν τον τρόπο που βλέπουν τις συλλογές τους και να απαλλαγούν από τα κατάλοιπα της αποικιοκρατίας. Πέρυσι είχαμε τη χαρμόσυνη είδηση της οριστικής επιστροφής των χάλκινων τεχνουργημάτων του Μπενίν από βρετανικά μουσεία στη Νιγηρία. Η απόφαση του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης το 2006 να επιστρέψει το θραύσμα της βόρειας ζωφόρου του Παρθενώνα, η απόφαση της Περιφέρειας της Σικελίας να επιστρέψει οριστικά το «θραύσμα Fagan» της ανατολικής ζωφόρου και η πρόσφατη απόφαση του πάπα να επιστρέψει οριστικά τρία θραύσματα που βρίσκονταν στο Μουσείο του Βατικανού είναι τα παραδείγματα που δεικνύουν τον ηθικό και νόμιμο τρόπο για την επιστροφή των Γλυπτών στο μνημείο όπου ανήκουν. Ολα αυτά δείχνουν ότι η οριστική επιστροφή των αρχιτεκτονικών Γλυπτών του Παρθενώνα πλησιάζει.
Κι όμως, η ελληνική κυβέρνηση, αντί να χρησιμοποιήσει τα παραπάνω όπλα, εμμένει από το 2019 να ζητιανεύει κάποια μορφή «δανεισμού» – και μάλιστα με ενέχυρα. Ούτε ένας από την ελληνική κυβέρνηση δεν έχει αναφερθεί στα χάλκινα του Μπενίν ούτε έχουν προβάλλει διεθνώς –ως όφειλαν– την οριστική επιστροφή τριών θραυσμάτων του Παρθενώνα από τον πάπα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Γιατί;
Αντί να εμμένει στην επιστημονική και ηθική επίλυση του θέματος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενδιαφέρεται να υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία, αρκεί αυτό να γίνει στον πολιτικό χρόνο που θεωρεί ότι την ευνοεί για να χρησιμοποιήσει τα Γλυπτά σε ένα κομματικό επικοινωνιακό παιχνίδι. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να αποδεχτεί την κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου στα Γλυπτά του Παρθενώνα, ακόμη και να τα δανειστεί για 5, 10 ή 15 χρόνια, με «ενέχυρο» (εν είδει ομήρων) τα σημαντικότερα αριστουργήματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Πέφτοντας από το ένα λάθος στο άλλο, όπως φάνηκε και με το πρόσφατο φιάσκο στη Βρετανία.
Η σύνδεση ενός σοβαρού διεθνούς θέματος πολιτισμού, όπως είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, με κομματικές και προεκλογικές επιδιώξεις είτε στην Ελλάδα είτε στη Βρετανία μόνο κακό κάνει στην υπόθεση της διεκδίκησης.
* Η Δέσποινα Κουτσούμπα είναι αρχαιολόγος ΥΠΠΟ, Ma στην Αποκατάσταση Ιστορικών Κτιρίων και Συνόλων, αντιπρόεδρος ΣΕΑ