Η πρεμιέρα του έργου «Όχι Εγώ» του Σάμουελ Μπέκετ, έτσι όπως το προσέγγισαν ο συνθέτης Ζήσης Σέγκλιας και ο σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος – μία ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, έχει προγραμματιστεί για το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου. Αν βέβαια δεν ενταθούν οι απεργιακές κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών μαζί με των τεχνικών και των εργαζόμενων σ’ όλες τις κρατικές σκηνές. Συνάντησα τον έναν από τους δύο βασικούς συντελεστές της παράστασης, τον συνθέτη Ζήση Σέγκλια, εν μέσω των εξαντλητικών προβών του. Πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο, με καταγωγή από τη βόρειο Ελλάδα, με σοβαρές σπουδές στο εξωτερικό και με ακαδημαϊκή καριέρα σήμερα στον τόπο του. Ο Σέγκλιας μιλάει καλά ελληνικά, έχω να πω, μέσα από τα οποία μού εξήγησε το πώς πλησίασε μουσικά τον συγκεκριμένο «κατά ριπάς» μονόλογο του Μπέκετ πάντα στο πλαίσιο του αντικειμένου του, αυτό της σύγχρονης αφαιρετικής μουσικής. Μια μουσική γλώσσα, που ο ίδιος δεν θεωρεί τόσο δύσκολη ή απροσπέλαστη για το μεγάλο κοινό, αφού σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό απευθύνεται.
Καταρχάς θέλω να σχολιάσω κάτι πολύ θετικό που γίνεται αυτόν τον καιρό στην Εθνική Λυρική Σκηνή: Τόσο με την ανάθεση της όπερας «Στρέλλα» στον Μιχάλη Παρασκάκη, όσο και τώρα με το «Όχι Εγώ» του Μπέκετ σε εσάς, γνωρίσαμε δύο νέους Έλληνες συνθέτες σύγχρονης μουσικής, που συστήνονται στο κοινό μέσα από τη δουλειά τους.
Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο αυτό που λέτε και χαίρομαι πάρα πολύ, ακόμη περισσότερο που εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς. Εύχομαι να υπάρξει συνέχεια, αφού έχουν προηγηθεί κι άλλα ωραία πράγματα στη Λυρική με νέους συναδέλφους. Κατά τη γνώμη μου, είναι κάτι που πρέπει να υπάρχει σε ίση ποσόστωση με το ρεπερτόριο, γιατί μιλάμε για έναν πολιτιστικό οργανισμό που δεν έχει καμία σχέση με τα μουσεία. Η μουσική είναι μια ζωντανή τέχνη και όχι μουσειακό είδος, αποτελούμενη από συνθέτες, εκτελεστές και τραγουδιστές. Δίνεται χώρος σε νέους συνθέτες και, μάλιστα, σε μία ευρεία γκάμα – προς τιμήν και των δύο διευθυντών της ΕΛΣ, και του Κουμεντάκη, αλλά και του διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής, του Ευκλείδη. Δεν πηγαίνουν με βάση το προσωπικό τους αισθητικό κριτήριο, αλλά φροντίζουν να καλύψουν μια ευρύτερη γκάμα, όπως είπα. Εύχομαι το όραμα του Κουμεντάκη να προωθήσει τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία να έρχεται πάντα σε σύμπνοια και με τους νέους συνθέτες, μια και έτσι είναι κι ο ίδιος. Μόνο καλό είναι που οι νέοι βρίσκουν βήμα σε φορείς που’ναι πιο θεσμικοί και ίσως πιο συντηρητικοί.
Ένα πολύ απλό πρώτο ερώτημα: Πως σας έγινε αυτή η ανάθεση για το συγκεκριμένο project;
Κινούμαι εδώ και χρόνια στο χώρο του μουσικού θεάτρου, έχοντας κάνει κάποια πράγματα στο παρελθόν. Είχα στο μυαλό μου, όπως και η Λυρική είχε κατά νου μία συνεργασία μεταξύ μας. Προέκυψε αβίαστα κατά κάποιο τρόπο ως εξής: Ήρθα σε επικοινωνία με τον Σάββα Στρούμπο, τον σκηνοθέτη και ιδρυτή της ομάδας «Σημείο Μηδέν», έχοντας δει παραστάσεις τους. Πήρα την πρωτοβουλία μέσα στην πρώτη καραντίνα, το 2020, να επικοινωνήσω μαζί του με αφορμή και κάποιες παραστάσεις που είχαν ανεβάσει on line. Εξέφρασα στον Σάββα τον θαυμασμό μου και την εκτίμηση μου γι’ αυτό που κάνει, αλλά και την εντύπωση που είχα ότι κινούμαστε προς μία παρόμοια κατεύθυνση παρόλες τις διαφορές στην αφετηρία μας, εκείνος δηλαδή από το θέατρο κι εγώ από τη μουσική. Προς μεγάλη μου τύχη συμφώνησε, οπότε η ανταπόκριση ήταν αμοιβαία.
Του στείλατε μουσικές σας, φαντάζομαι.
Του έστειλα και μου είπε ότι συμφωνεί απόλυτα και άμεσα ξεκινήσαμε κουβέντες ώστε να κάνουμε κάτι μαζί. Μάλιστα το «Όχι Εγώ» ήταν από τα πρώτα κείμενα που συζητήσαμε ότι θα μας ενδιέφερε να το μεταφέρουμε σ’ έναν άλλο χώρο κι έτσι κάναμε από κοινού πρόταση στην ΕΛΣ. Ξέραμε κι οι δύο ότι είμαστε στη λίστα των ανθρώπων που ήθελε η Λυρική να συνεργαστεί, άρα ήταν για όλους μας μια καλή περίπτωση. Σε αρχικό στάδιο παρουσιάσαμε μία όχι έτοιμη πρόταση, αλλά σε πλήρες στάδιο.
Πως το ξέρατε ότι ήσασταν μέσα στη λίστα των προσώπων, για τα οποία ενδιαφερόταν η ΕΛΣ;
Για τον Σάββα, απ’ ότι μου’χει πει ο ίδιος, ήξερα ότι του είχαν γίνει κάποιες προτάσεις. Εγώ ήμουν ήδη σε επικοινωνία με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, τον διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής, και είχαμε πει να του στείλω μία πρόταση. Είχαμε βρεθεί στο περιθώριο άλλων εκδηλώσεων και το είχαμε συζητήσει. Αυτό μετουσιώθηκε σε μία κανονική πρόταση, την οποία και του την κάναμε. Αρχίσαμε κατευθείαν να μιλάμε για το χρονοδιάγραμμα, το οποίο απλώθηκε – ελέω covid – μέσα στο χρόνο, κάτι που όμως δεν μας επηρέασε ιδιαίτερα, αφού η διαδικασία έπρεπε να πάρει καιρό. Κατατέθηκε η πρόταση την άνοιξη προς καλοκαίρι του 2020, εγκρίθηκε άμεσα, αλλά η πρεμιέρα μετατοπίστηκε κάπως. Πάντως, εμείς τη δουλειά την ξεκινήσαμε το καλοκαίρι του ’20 μέσα από πολλά στάδια. Αυτά τα δυόμισι χρόνια είχαμε σταθερή επαφή και με τον Σάββα και με την ομάδα, καταλήγοντας να μιλάμε τώρα δύο μέρες πριν την πρεμιέρα.
Δώστε μου έναν ορισμό της μουσικής που φτιάχνετε.
Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να το απαντήσω…Αισθητικά και τεχνικά τοποθετούμαι σ’ αυτό που ορίζουμε σύγχρονη κλασική και κατά κάποιο τρόπο πειραματική μουσική, όχι τόσο με την έννοια του πειράματος, ότι δηλαδή κάνω κάτι και δεν ξέρω τι θα γίνει. Το όλο project, εννοώ, περνάει μέσα από μια διαδικασία σχετική με τα όργανα και με τον ήχο. Στην περίπτωση του μουσικού θεάτρου υπάρχει και μία ενασχόληση σε δραματουργικό επίπεδο. Δεν θα έλεγα πως αυτό που πρόκειται να ανεβάσουμε είναι όπερα, συνεπώς το κείμενο δεν αντιμετωπίζεται όπως ένα λιμπρέτο, δεν έχουμε δηλαδή μελοποίηση, καταλαμβάνει όμως τον κεντρικότερο ρόλο. Ακούγεται, έχει σημασία να γίνεται κατανοητό και νομίζουμε ότι γίνεται. Ως προς το δικό μου μουσικό ιδίωμα, δεν είναι ούτε συγκεκριμένο, ούτε σταθερό, αλλά πρόκειται για ένα δυναμικό υλικό που μεταμορφώνεται και με τη δική μου εξέλιξη. Προέρχεται από την αβάν γκαρντ από τον ευρωπαϊκό χώρο και τον βορειοαμερικανικό, αλλά πλέον ζώντας στο 2023 έχει και πολλά διαφορετικά στοιχεία. Είναι μια δημιουργία που δεν θέλει να υπηρετεί ή να ταυτίζεται με κάποιο συγκεκριμένο είδος και που έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα συμφώνως με τις καταβολές μου, τις σπουδές μου και τελικά με την προσωπικότητα μου.
Αν θυμηθούμε τις δουλειές του Γιάννη Χρήστου για το Θέατρο Τέχνης, λόγου χάριν, θα λέγατε ότι εσείς οι συνθέτες σύγχρονης μουσικής δουλεύετε καλύτερα κατόπιν αναθέσεων; Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά μου φαίνεται δύσκολο για έναν συνθέτη σύγχρονης μουσικής να τον επισκέπτεται ξαφνικά η έμπνευση.
Συμφωνώ, η πραγματικότητα είναι αυτή. Είναι καλό για κάθε εργάτη της τέχνης να’χει έναν στόχο κι έναν ορίζοντα, ότι αυτό που θα κάνει θα υλοποιηθεί, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για κάτι που’ναι τέτοιας κλίμακας, όχι για ένα πεντάλεπτο ή δεκάλεπτο κομμάτι, όπου εκεί μπορεί να είναι έμπνευση της στιγμής κι επειδή υπάρχει ο χρόνος και η όποια άνεση, μπορεί να πραγματωθεί χωρίς κάποιο συγκεκριμένο project. Η επαγγελματική σχέση και εξάρτηση με το παραδοτέο υλικό, ωθεί και τα πράγματα ώστε να γίνουν. Σίγουρα βοηθά η ανάθεση, αφού στο συρτάρι μου έχω πολλές ιδέες προς υλοποίηση και μακάρι κάποια στιγμή να μπορέσω να τις κάνω. Σαφέστατα είναι ιδανικό να θες να κάνεις κάτι και εν τέλει να γίνεται.
Ωστόσο αν δεν υπήρχε το κείμενο του Μπέκετ, θα βρίσκατε κάτι άλλο;
Θα βρίσκαμε κάτι άλλο, αλλά επειδή είναι κοινό το καλλιτεχνικό όραμα εμού και του Στρούμπου, θα το κάναμε έτσι κι αλλιώς, υπήρχε – δεν υπήρχε η Λυρική. Απλά η Λυρική επιταχύνει τις διαδικασίες, ξέρουμε ότι έχουμε να κάνουμε κάτι και το κάνουμε με πολύ καλές συνθήκες για τον χώρο μας. Διαφορετικά θα το κάναμε στο θέατρο του Σάββα ή θα βρίσκαμε κάποιον άλλο χώρο. Ήμασταν αποφασισμένοι να το κάνουμε, αλλά να που βρέθηκε η Λυρική με μία ανάθεση που ξεφεύγει απ’ τη λογική της εμπορικής κατεύθυνσης.
Σαφώς. Το έργο αυτό του Μπέκετ είχε πρωτοπαιχτεί με τη Μπίλι Γουάιτλο, την οποία θαύμαζα μέσα από τον κινηματογράφο κυρίως. Οι οδηγίες του Μπέκετ ήταν να αποδίδεται απνευστί το κείμενο απ’ την ηθοποιό σαν ένα παραλήρημα της με διάρκεια που δεν θα ξεπερνούσε το ένα τέταρτο της ώρας. Εδώ τι θα έχουμε από διάρκεια;
Η παράσταση διαρκεί κάπου στη μία ώρα.
Επομένως καταστρατηγείται αυτόματα η οδηγία του συγγραφέα.
Εντελώς. Είμαστε σε τετραπλάσια διάρκεια. Εκτός απ’ τη Μπίλι Γουάιτλο, το έργο ανέβηκε και με άλλους ηθοποιούς σε παραστάσεις που έφταναν το μισάωρο, κάτι που ο Μπέκετ δεν ενέκρινε καθόλου. Είχε γίνει και μια πρεμιέρα απ’ άλλη ηθοποιό, στην οποία ο Μπέκετ πήγε και είπε: «Μου κατέστρεψες το έργο»! Εμείς ξεκινήσαμε με τη λογική ότι δεν πάμε ν’ ανεβάσουμε το έργο καθαυτό, διότι σ’ αυτή την περίπτωση εγώ θα ήμουν περιττός. Ο Μπέκετ μες τις σαφείς οδηγίες που είχε αφήσει, συμπεριέλαβε και το να μην υπάρχει καθόλου μουσική. Αυτό ήταν και κάτι που ο Μπέκετ προϋπέθετε σε όλα του τα έργα, να μη θέλει μουσική για πολλούς λόγους με τους οποίους εγώ συμφωνώ απόλυτα. Το ίδιο του το έργο έχει μια μουσικότητα κι αυτό δεν είναι κάτι αφηρημένο. Ο Μπέκετ θεωρεί τη χρήση των λέξεων δομικό στοιχείο, ίσως πιο πολύ κι απ’ το περιεχόμενο του έργου. «Εγώ ασχολούμαι με τους ήχους και δεν φέρω ευθύνη για τίποτα άλλο» – έτσι είχε πει.
Κι εσείς μου λέτε ότι δεν κάνετε πιστή μεταφορά του έργου.
Όχι, δεν κάνουμε θεατρικό με μουσική επένδυση σε καμία περίπτωση. Δεν είναι ούτε και διασκευή. Πήραμε δηλαδή το μπεκετικό κείμενο, κρατήσαμε κάποιες βασικές παραμέτρους που το διατρέχουν, όπως την ταχυγλωσσία, αλλά δεν είναι όλο το έργο τέσσερις φορές το ίδιο με επαναλήψεις κλπ. Υπάρχουν σημεία που ο λόγος απλώνεται, αλλά οι ρυθμικές δομές αναδεικνύονται μέσα απ’ την ταχυγλωσσία, καθώς επίσης και η άλλη οδηγία που είχε αφήσει ο Μπέκετ, για ένα στόμα σ’ ένα μαύρο φόντο, σε ένα σκοτάδι, σε μια άβυσσο. Όπως λέει κι ο Σάββας «κρατήσαμε τον κεντρικό πυρήνα, ο οποίος κάποια στιγμή εκρήγνυται». Απλώσαμε στο χώρο και το χρόνο το στόμα που ξερνάει αυτόν τον λόγο. Ως σκηνικό έχουμε έναν κρατήρα – σκηνική εγκατάσταση της Κατερίνας Παπαγεωργίου και δύο ηθοποιούς, οι οποίες φαίνονται από τη μέση και πάνω, την Έβελιν Σουάντ και τη Νέλλη Γκλιζ. Ταυτόχρονα έχουμε μουσική και ως προς αυτές, ακόμη και στην ταχυγλωσσία του συγγραφέα έχω δώσει οδηγίες για το πότε και πως πρέπει να ειπώνεται. Όλο αυτό φιλτράρεται μέσα από την ψυχοσωματική ενεργοποίηση που έχει η ομάδα του Σάββα. Υπάρχει και το εννιαμελές μουσικό σύνολο, το οποίο σε αντίθεση με μία παραδοσιακή όπερα, ούτε συνοδεύει τις φωνές, ούτε αφηγείται κάτι σ’ έναν άλλο χρόνο, μα ούτε και τη μουσική σχολιάζει. Αυτό που με απασχόλησε πολύ είναι να ανοίξω ηχητικά το χώρο και το χρόνο που εδράζονται αυτές οι δύο φωνές.
Δουλέψατε περισσότερο με ήχους ή με νότες;
Πρακτικά δημιούργησα αντηχήσεις έτσι ούτως ώστε να μπορεί ο θεατής ν’ αφουγκραστεί το κείμενο. Κάνω μία ανάγνωση ως συνθέτης και δίνω σε μία ώρα και όχι δεκαπέντε λεπτά τη δυνατότητα ν’ αφουγκραστούμε όλα αυτά που λέει ο Μπέκετ, χωρίς όμως να μπαίνουμε σε μία εννοιολογική προσέγγιση. Οι ήχοι είναι κάτι σύνθετο που περιλαμβάνουν και τον ήχο με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή και νότες και θόρυβο. Υπάρχει και μία δουλειά με νότες σαφέστατα, η οποία όμως έχει ενορχηστρωθεί με τέτοιο τρόπο που περισσότερο θα έλεγα ότι κυριαρχούν οι ηχητικές δομές και οι επιφάνειες παρά οι συγκεκριμένες νότες.
Τι είναι αυτό που κάνει τόσο σημαντικό τον Σάμουελ Μπέκετ στο παγκόσμιο θέατρο; Νομίζω πως εφάμιλλη ταχυγλωσσία είχαμε με τον Γκίνζμπεργκ στη μπιτ ποίηση.
Χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό ως προς αυτό, θα δώσω τη δική μου ερμηνεία: Αυτό που με γοήτευσε αρχικά στον Μπέκετ ήταν το πόσο δύσκολο ακριβώς είναι να διαβαστεί ένα έργο του, αφού είναι γεμάτο οδηγίες. Θέλει πολλαπλές αναγνώσεις ώστε να μπορέσει ένα μυαλό να καταλάβει και το νόημα και το τι γίνεται επί σκηνής. Με γοήτευσε ιδιαίτερα η ηχητικότητα που προκύπτει από την πρόζα και η αφαιρετικότητα. Αποδομεί τη γλώσσα και την περιορίζει στα απολύτως απαραίτητα, έχουμε να κάνουμε με λέξεις που συντακτικά συνδέονται, αλλά σε αναγκάζουν να ασχοληθείς δομικά και ηχητικά με το κείμενο. Αυτό για κάθε συνθέτη λειτουργεί απ’ την πρωτογενή δημιουργία του Μπέκετ, δηλαδή από τον καιρό που έγραφε. Έδινε καθαρό μουσικό υλικό στους συνθέτες. Εμβαθύνοντας, καταλαβαίνω ότι η έννοια του «τίποτα» και η αδυναμία του ανθρώπου να εκφραστεί, μα που παρόλα αυτά πρέπει να εκφραστεί και να προχωρήσει, ήταν κάτι που σε μένα έδωσε και τον πυρήνα όλης της δημιουργίας του. Τον αγώνα της ανθρώπινης ύπαρξης να εκφραστεί μαζί με τη ματαίωση της προσπάθειας.
Μηδενιστής, λοιπόν, ο Μπέκετ.
Θα λέγαμε, αλλά και αισιόδοξος ταυτόχρονα. Οπτιμιστής μες τον μηδενισμό του. Υπάρχει η έννοια του «προχωράω ότι και να γίνει, παρότι είμαι σ’ ένα κατεστραμμένο τοπίο, στο πουθενά, στο τίποτα, ακόμη και να μη μπορώ». Εμπεριέχει την αισθητική της ματαίωσης, του τίποτα, πράγματα που διαισθητικά από μικρός με ήλκυαν. Τον θεωρώ σαφέστατα τον μεγάλο μοντέρνο του 20ου αι. και σε επαφή με την κλασική λογοτεχνία, την οποία τεχνικά σίγουρα καταργεί. Είναι ορόσημο το έργο του στο θέατρο και ανέγγιχτο. Δεν θα δεχόμουν δηλαδή να βάλω μουσική σε μια παράσταση έργου του.
Τι εννοείτε ακριβώς;
Εννοώ πως αν μου ζητούσαν να γράψω μουσική για άλλο ένα ανέβασμα του «Περιμένοντας τον Γκοντό», θα’ μουν πάρα πολύ διστακτικός. Εδώ, με τον Σάββα, όπως ο ίδιος προσεγγίζει το έργο, έχουμε κάτι άλλο, δεν το ανεβάζουμε ως θεατρικό. Έχουμε τον Μπέκετ σαν το βάθρο, απ’ το οποίο εμείς αναδυόμαστε.
Αν ζούσε ο Μπέκετ κι ερχόταν να δει την παράσταση σας, ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις του; Μπορείτε να φανταστείτε;
Καταρχάς δεν νομίζω να ερχόταν. Ή αν θα δεχόταν να χρησιμοποιήσουμε κείμενο του, ξέροντας πόσο αυστηρός ήταν μ’ αυτό το θέμα. Πιστεύω, όμως, ότι σαν μία συνομιλία με τον Μπέκετ, είτε δεχόταν να χρησιμοποιήσουμε το κείμενο του, είτε όχι, θα το έβρισκε ενδιαφέρον. Είναι μία δημιουργία 51 χρόνια μετά που πατάει σ’ αυτό, συνομιλεί μ’ αυτό και το χρησιμοποιεί σαν ένα εφαλτήριο για κάτι άλλο. Πρόκειται για μια σύγχρονη αναβίωση μιας αρχαίας τραγωδίας, κάπως έτσι. Διότι έχει πολλά τραγικά στοιχεία μέσα στην αφαίρεση του.
Καλώς ή κακώς η παράσταση αυτή ετοιμάζεται ν’ ανέβει στην Ελλάδα, στην Αθήνα, σε μια χώρα που το κοινό δεν ξέρει και πολλά από σύγχρονη μουσική και το αισθητικό κριτήριο του λαού είναι σε εντελώς άλλη φάση, ακόμη και σ’ αυτό που ορίζουμε ως καλή ελληνική μουσική. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρεπερτόριο του Μπέκετ, που δεν είναι ένα έυπεπτο θέαμα ή εύκολα καταναλώσιμο. Θα μπορούσε να σας αποδώσει κανείς έναν ελιτισμό ειδικά την τρέχουσα περίοδο με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες;
Θεωρώ πως όχι, αναγνωρίζοντας βέβαια το πρόβλημα, διότι πρόβλημα είναι. Έχουμε φτάσει εκατό χρόνια μετά να συζητάμε τα ίδια.
Ποια ίδια;
Ότι αυτή η σύγχρονη τέχνη έχει έναν ελιτισμό, ότι απυθύνεται σε επαΐοντες, ότι δεν την ενδιαφέρει η αποδοχή ή μη του κοινού. Είναι μία πραγματικότητα που ενδεχομένως ίσχυε τότε και ήταν αναγκαία ως μανιφέστο, αλλά που σήμερα, ακόμη κι αν δεν ισχύει, φέρουμε κάποια τραύματα της. Τα τραύματα προκύπτουν από δύο παράγοντες: Ο ελιτισμός υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό από μεγάλη μερίδα καλλιτεχνών κι έγινε και σημαία, με αποτέλεσμα η τέχνη αυτή να’ναι πολωμένη και να μην επικοινωνεί με το κοινό της. Δεν είχε δηλαδή τον ακροατή ή τον θεατή στο στόχαστρο ως ιδανικό αποδέκτη. Αυτό θεωρώ πως δεν υπάρχει στη δική μας περίπτωση. Παίρνοντας ένα κλασικό κείμενο του μοντερνισμού, απευθυνόμαστε σε κάτι βαθύτατα υπαρξιακό, ανθρώπινο και κοινωνικό. Οι τρέχουσες συνθήκες είναι κάτι που ανά περίοδο αλλάζει και σχετίζεται με την επικαιρότητα, όχι με την έννοια της ειδησεογραφίας. Κάθε άνθρωπος μέσα στο άγχος της καθημερινότητας και τα προβλήματα του, έχει και κάποια διαχρονικά ζητήματα με το Εγώ του και με τη θέση του στην κοινωνία.
Πόσο ασχολούνται οι άνθρωποι σήμερα σε βάθος με το Εγώ τους;
Σε βαθύ βαθμό θεωρώ ότι και στην Ελλάδα γίνεται λίγο περισσότερο απ’ ότι παλιότερα. Έχουμε καταλάβει πως τα πράγματα είναι δύσκολα μόνο μέσα απ’ την κοινωνική οδό. Χρειάζεται και μία ισορροπία σε προσωπικό επίπεδο. Εγώ το κατάλαβα πλήρως την περίοδο της καραντίνας, όπου εκεί όλοι αγαπήσαμε λίγο παραπάνω τους εαυτούς μας. Πλέον αυτό, το να αγαπάμε τον εαυτό μας και να του δίνουμε χρόνο, οφείλουμε να το κοιτάξουμε. Μες την καραντίνα ξαφνικά ο χρόνος διαστάλθηκε και διαπιστώσαμε ότι αυτό το «δεν έχω χρόνο» είναι μια εξωτερική επιβολή. Ξαφνικά είχαμε όλοι χρόνο εκείνη την περίοδο, ενώ μονίμως κυνηγούσαμε τον χρόνο. Όλα αυτά έργα σαν το «Όχι Εγώ» του Μπέκετ, τα φέρνουν στην επιφάνεια. Πάντως, σε σχέση με τον ελιτισμό που είπατε πριν, αυτό το ρεπερτόριο, είτε μουσικό, είτε θεατρικό, ποτέ δεν είχε προσεχθεί από κρατικούς φορείς και οργανισμούς. Μιλάω για τη δύσκολη ή τη σύγχρονη τέχνη, όχι τη λαϊκή, που για μένα λαϊκή είναι κατά κάποιο τρόπο, αφού δεν απευθύνεται σε βασιλιάδες ή στην ελίτ, αλλά σε όλο τον κόσμο. Δεν έχει υπάρξει, ειδικότερα στην Ελλάδα, μια μεθοδευμένη δουλειά ώστε να αναδειχτούν αυτά τα πράγματα και, υπό αυτή την έννοια, θεωρώ πολύ καλή την κίνηση της Λυρικής να φέρει σε επαφή το μεγάλο κοινό με τέτοιου είδους έργα. Δεν το λέω επειδή είμαι εγώ τώρα σ’ αυτή τη θέση, μια κι έχουν υπάρξει και θα υπάρξουν και πολλοί άλλοι.
Η ψυχανάλυση έπαιξε ρόλο; Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα αναζητούν την αυτογνωσία τους μέσα από την σύγχρονη ψυχιατρική.
Όταν είπα πριν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε ασχοληθεί μ’ αυτά, είχα στο μυαλό μου και αυτό που λέτε. Η ψυχανάλυση έχει απενεχοποιηθεί και μπορούμε ν’ ασχολούμαστε χωρίς τύψεις με τον εαυτό μας. Η ψυχανάλυση δεν είναι το ταμπού που ήταν παλιότερα και σίγουρα ανοίγει δρόμο για την επαφή με τον εαυτό μας. Υπάρχουν και αναλύσεις αυτών των κειμένων σαν του Μπέκετ από ψυχαναλυτές. Όπως είχαμε παλιότερα τη θρησκεία, πλέον έχουμε την τύχη να ψυχαναλυόμαστε, κάτι πολύ πιο ζωντανό και σε άμεση σχέση με το Εγώ μας. Το οποίο Εγώ δεν είναι μόνο ατομικό, αλλά και συλλογικό.
Από που κατάγεστε;
Γεννήθηκα στην Έδεσσα πριν από 39 χρόνια. Η μητέρα μου είναι από την Έδεσσα και ο πατέρας μου από τον Βόλο. Πάω συχνά στον Βόλο, κάθε βδομάδα, αφού διδάσκω μουσική σύνθεση στο Παιδαγωγικό τμήμα, οπότε έχω άμεση επαφή. Έχω περάσει όλα μου τα καλοκαίρια στα Λεχόνια, από κει που ήταν ο παππούς μου, μεγάλωσα όμως στην Έδεσσα και εκεί έζησα μέχρι τα 18 μου. Ζω κανονικά στη Θεσσαλονίκη με εξαίρεση τα δυο χρόνια που έκανα στην Αυστρία το μεταπτυχιακό μου.
Μιλήστε μου για τις σπουδές σας.
Σπούδασα μουσική από δέκα ετών στο Δημοτικό Ωδείο Έδεσσας. Αρκετά νωρίς, στα 14 – 15, αποφάσισα ότι θα σπουδάσω μουσική και σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Ήδη απ’ τα 15 σπούδαζα πιάνο, αλλά με τραβούσαν τα θεωρητικά, η αρμονία. Η σύνθεση μπήκε στην καθημερινότητα μου και μάλιστα έχω κρατήσει στον κατάλογο μου ένα έργο που έγραψα στα 17, ένα χορωδιακό σε ποίηση Εγγονόπουλου, την πρώτη μεγάλη αγάπη μου στην ποίηση.
Μπέκετ, Εγγονόπουλος, όλα συγκλίνουν…
Ισχύει. Μετά σπούδασα στο ΑΠΘ σύνθεση και πήρα πτυχίο με καθηγητή τον Μιχάλη Λαπιδάκη. Τελείωσα το ΑΠΘ, όπου έφυγα για την Αυστρία για σπουδές πάνω στη σύνθεση και στο μουσικό θέατρο. Υπήρχε από τότε μια έφεση προς τα κει. Επέστρεψα το 2011 στη Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας το διδακτορικό μου με τον Δημήτρη Παπαγεωργίου, το οποίο μετελίχτηκε σε μία σύνθεση, την πρώτη μου μεγάλη για το μουσικό θέατρο, μια όπερα που λεγόταν «To the Light House» και που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ. Είχα την τύχη να δω το έργο μου να παρουσιάζεται στο φεστιβάλ του Μπρέγκεντς στην Αυστρία και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Πρόσφατα τελείωσα και μία μεταδιδακτορική έρευνα πάλι με τον Παπαγεωργίου στο ΑΠΘ που είχε να κάνει με τη διαδικασία σύνθεσης για μουσικό θέατρο, οπότε ένα μέρος της δουλειάς με την ομάδα «Σημείο Μηδέν» από κει ξεκίνησε και όχι από τον Μπέκετ.
Σας αγχώνει η τωρινή παράσταση ως την πρώτη μεγάλη «γνωριμία» σας με το κοινό;
Στην Ελλάδα ναι, αν και στην Αυστρία ήταν αντίστοιχου βεληνεκούς «γνωριμία». Σαφέστατα είναι κάτι πολύ πιο αγχωτικό αυτό τώρα, καθώς πρόκειται για έργο που καταλαμβάνει μια ολόκληρη βραδιά. Προωθείται, διαφημίζεται και δεν με αγχώνει κατά βάθος, αφού υπάρχει μεγάλη σιγουριά και πίστη σ’ αυτό το εγχείρημα. Δεν ξέρουμε αν θα πετύχει, αλλά είμαστε πολύ αισιόδοξοι με τον Σάββα και με όλη την ομάδα. Απ’ την άλλη, σε μία παράσταση πολυπρόσωπη, έχεις το άγχος ως βασικός δημιουργός να πάνε όλα καλά. Ευτυχώς έχουμε πολύ καλούς συνεργάτες σ’ όλα τα επίπεδα. Το πικ του άγχους είναι οι μέρες αυτές πριν την πρεμιέρα. Το άγχος με το που σβήνουν τα φώτα, καταλαγιάζει.
Για τις 17 του Φεβρουαρίου, έχει προκηρυχθεί 24ωρη απεργία.
Το γνωρίζω και αν γίνει 48ωρη, δεν ξέρουμε αν θα κάνουμε πρεμιέρα. Προφανώς θα ματαιωθεί ή θ’ αναβληθεί η πρεμιέρα μας, αλλά δεν το ξέρω…
Σας στενοχωρεί αυτό;
Αν δεν γίνει η πρεμιέρα και το μάθω σήμερα ή αύριο, θα στενοχωρηθούμε όλοι γιατί φτάσαμε πλέον στην πηγή. Πάντως εμείς θα την κάνουμε άλλη μία πρόβα για να τρέξουμε νοητά το έργο. Είμαστε σε καλό σημείο.
Τέλος, θα ήθελα ένα σχόλιο σας για τις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών τις τελευταίες εβδομάδες.
Χαίρομαι πάρα πολύ που γίνονται. Θαυμάζω και χαίρομαι το χώρο της υποκριτικής, γιατί αυτός πρωτοστατεί χωρίς να μπορώ να πω το ίδιο για τον μουσικό χώρο.
Γιατί το λέτε; Τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες μουσικοί στήριξαν τις καταλήψεις στο Εθνικό και στο Rex.
Δεν υπάρχει η ίδια ζωτικότητα και κινητικότητα. Οι μουσικοί αυτοί στηρίζουν, αλλά ο ωδειακός κλάδος δεν έχει απεργήσει. Υπάρχει βέβαια το Κρατικό Ωδείο στη Θεσσαλονίκη, που είναι μια τελείως διαφορετική κατάσταση, γιατί δεν υπάρχει η διαβάθμιση και τρέχουν άλλα προβλήματα εκεί πέρα εδώ και πάρα πολύ καιρό. Χαίρομαι, λοιπόν, που γίνονται οι διαμαρτυρίες τουλάχιστον ως προς αυτό το, τουλάχιστον προχειρογραμμένο, προεδρικό διάταγμα. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία όχι απλά να υπάρξει μια νομοθετική ρύθμιση, αλλά να αποσυρθεί και να τεθεί το θέμα σε μια βάση, η οποία θα φέρει την αναγνώριση και τη διαβάθμιση των σπουδών που αξίζουμε να έχουμε.