Στον εισαγγελέα κρατικοί υπάλληλοι και ο Γκάλγκος της διαφημιστικής για τα λεφτά που μοίρασε η κυβέρνηση σε ΜΜΕ εκτός μητρώου
Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις σε ό,τι αφορά το σκάνδαλο της χορήγησης κρατικής διαφήμισης εκατομμυρίων ευρώ στα ΜΜΕ εν μέσω πανδημίας, γνωστό και ως λίστα Πέτσα. Οπως αποκαλύπτει σήμερα το Documento, οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ που ερεύνησαν τη συγκεκριμένη σύμβαση διαπίστωσαν ότι η εταιρεία Initiative Media, συμφερόντων του διαφημιστή Μιχάλη Γκάλγκου, που ανέλαβε να μοιράσει 15,906 εκατ. ευρώ κρατικού χρήματος, έδωσε παρανόμως διαφήμιση 3 εκατ. ευρώ από τα δημόσια ταμεία σε 270 ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Πρόκειται για εκατοντάδες ΜΜΕ τα οποία δεν είχαν εγγραφεί, όπως ορίζει η νομοθεσία, στο Μητρώο Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να μην πληρούν τις προϋποθέσεις για να λάβουν κρατική διαφήμιση. Την ίδια ώρα οι εισαγγελικές αρχές καλούν σε ανωμοτί κατάθεση (ως υπόπτους δηλαδή) τα μέλη της Επιτροπής Παραλαβής Υπηρεσιών Επικοινωνίας της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης για το αδίκημα της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του δημοσίου, καθώς επίσης και τον νόμιμο εκπρόσωπο της Initiative Μιχ. Γκάλγκο για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απιστία σε βάρος του δημοσίου.
Διαβάστε επίσης – Τι έγραφαν οι «μαϊμού αρθρογράφοι» του Protagon: Από το «τσιτάχ» στους «τάφους του ΣΥΡΙΖΑ»
Τον Μάρτιο του 2020 η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέθεσε την παροχή υπηρεσιών επικοινωνίας και ενημέρωσης στη διαφημιστική εταιρεία Initiative Media, συμφερόντων Μιχ. Γκάλγκου. Η Initiative ανέλαβε να μοιράσει σε ΜΜΕ περί τα 15,906 εκατ. ευρώ κρατικού χρήματος, με σκοπό την επικοινωνία και ενημέρωση των πολιτών για τα μέτρα πρόληψης έναντι του κορονοϊού, στο πλαίσιο των ενημερωτικών εκστρατειών «Μένουμε σπίτι». Στη συνέχεια το ποσό αυξήθηκε σε περίπου 31 εκατ. ευρώ, αλλά τα υπόλοιπα χρήματα της καμπάνιας ανέλαβε άλλη κοινοπραξία εταιρειών.
Τον Απρίλιο του 2021 περί τους 48 πολίτες κατέθεσαν μηνυτήρια αναφορά για τα εκατομμύρια ευρώ της λίστας Πέτσα. Σε αυτήν έκαναν λόγο για «τριπλή απιστία σε βάρος του δημοσίου και κατασπατάληση εκατομμυρίων ευρώ για διαφημιστική δαπάνη». Η Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος ξεκίνησε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τα αδικήματα των συνέργειας σε απιστία, φορολογικών παραβάσεων και παραβάσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Στις 25 Οκτωβρίου 2021 η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (ΔΕΟΕ) εξέδωσε εντολή έρευνας για την περίοδο 01.01.2020 έως 31.12.2020.
Διαβάστε επίσης – Τα 100 σκάνδαλα της κυβέρνησης Μητσοτάκη – Χειραγώγηση του Τύπου και λίστα Πέτσα
Εδωσαν διαφήμιση αντίθετα από τον ν. 4339/2015
Τον Μάιο του 2022 ο έλεγχος ολοκληρώθηκε και η πορισματική αναφορά διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος. Σύμφωνα με αυτήν, από τα εκατομμύρια της διαφημιστικής δαπάνης που διαχειρίστηκε η Initiative Media ενισχύθηκαν 89 τηλεοπτικοί φορείς με συνολικό κόστος 6,498 εκατ. ευρώ καθώς και 246 ραδιοφωνικοί φορείς με 2,082 εκατ. ευρώ. Ακόμη 7,516 εκατ. ευρώ δόθηκαν σε 627 ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Ωστόσο, όπως διαπίστωσαν οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ, από το σύνολο των ηλεκτρονικών ΜΜΕ που επιχορηγήθηκαν τα 270 δεν ήταν εγγεγραμμένα στο Μητρώο Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών ΜΜΕ.
Ο ν. 4339/2015 ορίζει ρητά πως η καταχώρηση διαφημιστικών μηνυμάτων του δημοσίου μπορεί να ανατεθεί μόνο σε επιχειρήσεις εγγεγραμμένες στο μητρώο. Στην προκειμένη περίπτωση τα 270 ηλεκτρονικά ΜΜΕ «δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να λάβουν τη σχετική δαπάνη των 3,055 εκατ. ευρώ», με «αποτέλεσμα να ζημιωθεί το ελληνικό δημόσιο».
Στο πλαίσιο αυτό οι εισαγγελείς ζήτησαν από τον αρμόδιο πταισματοδίκη να κληθούν να καταθέσουν ανωμοτί, ως ύποπτοι δηλαδή, τόσο ο πρόεδρος όσο και τα μέλη της Επιτροπής Παραλαβής Υπηρεσιών Επικοινωνίας και Ενημέρωσης της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης για τη διάπραξη του αδικήματος της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του δημοσίου. Οπως υπογραμμίζεται στο διαβιβαστικό έγγραφο της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος προς τον πταισματοδίκη, τα πρόσωπα αυτά «κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο εξέδωσαν το 18/08/2020 Πρωτόκολλο Οριστικής Παραλαβής, αποφασίζοντας ομόφωνα την οριστική παραλαβή των υπηρεσιών της από 26 Μαρτίου του 2020 σύμβασης παροχής υπηρεσιών επικοινωνίας και ενημέρωσης», η οποία καταρτίστηκε μεταξύ Initiative και προεδρίας της κυβέρνησης.
Στην ίδια εισαγγελική παραγγελία ζητείται επίσης να ληφθούν ανωμοτί εξηγήσεις για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απιστία σε βάρος του δημοσίου σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας Μιχ. Γκάλγκου. Οπως υπογραμμίζεται, ο νόμιμος εκπρόσωπος της Initiative «με πειθώ, παραινέσεις και φορτικότητα προκάλεσε την απόφαση στον πρόεδρο και στα μέλη της Επιτροπής Παραλαβής Υπηρεσιών Επικοινωνίας και Ενημέρωσης να τελέσουν την πράξη της κακουργηματικής απιστίας κατά συναυτουργία».
«Ο υπουργός είχε δώσει έγκριση»
Ο Μιχ. Γκάλγκος όμως είχε ομολογήσει ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής για τη λίστα Πέτσα ότι ουσιαστικά η αναθέτουσα αρχή (τότε ο υπουργός Στέλιος Πέτσας) ενέκρινε τα ΜΜΕ που θα έπαιρναν διαφήμιση. Κατά την εξέτασή του στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 2021 o πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Initiative Media είχε ισχυριστεί πως η εταιρεία πρότεινε τα Μέσα και τη στρατηγική εκτέλεσης της καμπάνιας και η αναθέτουσα αρχή ενέκρινε τις επιλογές. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές ότι προκύπτουν ποινικές ευθύνες και για τον Στ. Πέτσα, τις οποίες όμως φρόντισε να καλύψει η Βουλή με τη συγκρότηση μιας εξεταστικής επιτροπής-παρωδία.
Το Documento επικοινώνησε με τον Μιχ. Γκάλγκο, ο οποίος επιβεβαίωσε την εισαγγελική έρευνα και υποστήριξε ότι έχει επιληφθεί η νομική του ομάδα. Ερωτηθείς αν θα επιμείνει σε όσα κατέθεσε στην εξεταστική επιτροπή, απάντησε: «Ουδέν σχόλιο».
Ο εκδότης του Documento Κώστας Βαξεβάνης είχε υποβάλει μήνυση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης, της παράβασης καθήκοντος και της απιστίας σε βάρος του ελληνικού δημοσίου τόσο σε βάρος του Στ. Πέτσα που έδωσε το όνομά του στην περίφημη λίστα όσο και κατά του Μιχ. Γκάλγκου, ο οποίος καταθέτοντας στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής δεν δίστασε να ισχυριστεί ψευδώς και ανερυθρίαστα ότι η εφημερίδα αποκλείστηκε από τη διαφήμιση γιατί… αμφισβητούσε την πανδημία του κορονοϊού.
Κανένας έλεγχος για τον τρόπο διάθεσης
Από τα αξιοσημείωτα του πορίσματος του ΣΔΟΕ είναι και το γεγονός ότι οι ελεγκτές δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να ελέγξουν εάν η διαφημιστική δαπάνη κατανεμήθηκε στα ΜΜΕ με βάση συγκεκριμένα κριτήρια όπως η αναλογικότητα.
Η Initiative υποστήριξε «ότι η επιλογή της κατηγορίας των Μέσων κατά την υλοποίηση της σύμβασης πραγματοποιήθηκε κατά τον τρόπο που κρίθηκε ο πλέον ενδεδειγμένος για τη βέλτιστη αξιοποίηση και επίτευξη των σκοπών της επικοινωνιακής εκστρατείας». Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε, «ο σχεδιασμός και η πρόταση κατανομής της προϋπολογιζόμενης δαπάνης […] στηρίχθηκε όσον αφορά στην επιλογή των Μέσων σε αντικειμενικές ισχύουσες και αποδεκτές παραμέτρους της αγοράς, στην οποία δραστηριοποιούνται οι εταιρείες με όμοιο αντικείμενο γνωστές και ως media specialists». Κατά την Initiative οι αρχές αυτές «εφαρμόστηκαν χωρίς εξαιρέσεις και αποκλίσεις».
Εδώ όμως τους ισχυρισμούς της Initiative καταρρίπτουν τα αποτελέσματα της έρευνας των ελεγκτών του ΣΔΟΕ. Ποιες είναι οι «αντικειμενικές παράμετροι της αγοράς» που επικαλείται η εταιρεία που οδήγησαν στη χορήγηση διαφήμισης ακόμη και σε ανύπαρκτα σάιτ ή μπλογκ; Ή για παράδειγμα με ποιες «αποδεκτές παραμέτρους της αγοράς» αποφασίστηκε ο αποκλεισμός του Documento αλλά χρηματοδοτήθηκαν δεκάδες ΜΜΕ τα οποία δεν είχαν καν εγγραφεί στο Ηλεκτρονικό Μητρώο όπως ορίζει η νομοθεσία;
Η έρευνα του ΣΔΟΕ δηλαδή διαπιστώνει ζημία 3 εκατ. ευρώ του δημοσίου από τη χορήγηση κρατικού χρήματος σε 270 ΜΜΕ, αλλά δεν εξετάζει καν τον τρόπο διάθεσης της διαφημιστικής δαπάνης.
Πέταξαν την μπάλα στην εξέδρα για το κόστος
Οι ελεγκτές απέφυγαν να δώσουν απάντηση σε συγκεκριμένα ερωτήματα, όπως το ακριβές κόστος της καμπάνιας: «Αναφορικά με την ερώτησή σας σχετικά με το αν το κόστος υλοποίησης ήταν εύλογο σε σχέση με τα ισχύοντα σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ο έλεγχος αναφέρει ότι δεν είχε υλοποιηθεί αντίστοιχο έργο (έως την υπογραφή της σύμβασης) στην Ελλάδα από όσο μπορεί να γνωρίζει και ότι κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο αναφέρουμε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δαπάνησε 184 εκατ. ευρώ το 2020 για σκοπούς επικοινωνίας αναφορικά με την ενημέρωση επί θεμάτων σχετικά με τον κορονοϊό. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν και από τον επίσημο ιστότοπο του γραφείου του υπουργικού συμβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι το ως άνω κόστος δεν μπορεί να είναι άμεσα συγκρίσιμο διότι περιλαμβάνονται διαφορετικοί παράμετροι που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη (πληθυσμός, τεχνολογική ανάπτυξη κ.ά.)».
«Δεν μπορούμε να ελέγξουμε»
Εκεί όμως που οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ δίνουν ρέστα είναι σε ένα από τα επόμενα συμπεράσματά τους. Ουσιαστικά ομολογούν ότι αδυνατούν να προβούν σε «εξειδικευμένο έλεγχο» επειδή δεν διαθέτουν την «απαραίτητη υποδομή».
«Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Υπηρεσία μας δεν διαθέτει την απαραίτητη υποδομή (προσωπικό, υλικό, μέσα κ.λπ.) έτσι ώστε να προβεί σε εξειδικευμένο έλεγχο των αναφερόμενων έργων, διατηρώντας επιφυλάξεις για οποιοδήποτε ενδεχόμενο στο μέλλον έλεγχο από κατά νόμο αρμόδια υπηρεσία, η οποία μπορεί να διαπιστώσει διαφορές στην υλοποίηση των ως άνω έργων ως προς τον τεχνικό τομέα. Ο παρών έλεγχος επιφυλάσσεται για τυχόν διαφορές που ενδεχομένως θα προκύψουν από ενδεχόμενο μελλοντικό έλεγχο άλλων υπηρεσιών σε πεδία που δεν αφορούν τον έλεγχο της υπηρεσίας. Σε περίπτωση που μελλοντικά προκύψει οποιοδήποτε νέο στοιχείο που ενδεχομένως διαφοροποιεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συμπεράσματα του παρόντος ελέγχου – έρευνας η Υπηρεσία επιφυλάσσεται να επανέλθει με συμπληρωματικό πόρισμα ελέγχου» υπογραμμίζεται.
Και άλλαξαν τους «νόμους» της διαφήμισης, και ξεπέρασαν τον «δωρεάν» χρόνο στα σποτ των 40 δευτερολέπτων
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάρκεια των τηλεοπτικών σποτ που δημιουργήθηκαν για τη μετάδοση μηνυμάτων. Συγκεκριμένα, οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ παρέθεσαν το νομοθετικό πλαίσιο για τη «μετάδοση κοινωνικών μηνυμάτων και μηνυμάτων υγείας». Πιο αναλυτικά, στο πόρισμα γίνεται αναφορά σε κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Ψηφιακής Πολιτικής και Υγείας για «δωρεάν μετάδοση μηνυμάτων κοινωνικού περιεχομένου από τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς». Το άρθρο 4 της εν λόγω ΚΥΑ σχετικά με τη μετάδοση κοινωνικών μηνυμάτων επισημαίνει ότι «η διάρκεια της υποχρεωτικής δωρεάν μετάδοσης κάθε μηνύματος κοινωνικού περιεχομένου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 40 δευτερόλεπτα», ενώ θα πρέπει να μεταδίδονται «υποχρεωτικά σε ζώνες με υψηλή ή μέση τηλεθέαση ή ακροαματικότητα».
Ωστόσο τον Μάρτιο του 2020 ο υφυπουργός στον πρωθυπουργό με απόφασή του άλλαξε τη διάρκεια των σποτ που οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί υποχρεούνται να μεταδίδουν δωρεάν, από 40 δευτερόλεπτα σε ένα λεπτό. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε η Initiative ενώπιον των ελεγκτών του ΣΔΟΕ, όλα τα ραδιοτηλεοπτικά σποτ ξεπερνούσαν το ένα λεπτό. Δηλαδή τον δωρεάν χρόνο μετάδοσης που όριζε η σχετική νομοθεσία.
Η εταιρεία δικαιολόγησε τη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, η οποία μάλιστα προβλεπόταν στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών επικοινωνίας και ενημέρωσης μεταξύ Initiative και Προεδρίας της Κυβέρνησης, επικαλούμενη τη «μέγιστη και αποτελεσματική επίδραση κάθε μηνύματος». «Κατά συνέπεια με βάση την εμπειρία μας, αλλά και των αποτελεσμάτων και μετρήσεων εκ της υλοποίησης της σύμβασης, θεωρούμε ότι εάν το οπτικοακουστικό υλικό ήταν μικρότερης χρονικής διάρκειας δεν θα είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα» επισημαίνεται στους ισχυρισμούς της εταιρείας.