Τις κρίσιμες πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων αναδεικνύει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε μια σειρά τριών άρθρων που έγραψε για το Documento. Στο πρώτο από αυτά αναλύει τα γεωπολιτικά στοιχεία που σφραγίζουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, σε μια συγκυρία που «η Αθήνα δεν ψάχνει πια συμμάχους για να αντισταθεί στις τουρκικές προκλήσεις αλλά ‘μεσολαβητές’ ώστε να ‘διευκολυνθεί’ να οδεύσει στον δρόμο της ενδοτικότητας και της υποχώρησης».
Σε σειρά τριών άρθρων στο Documento θα προσπαθήσω να αναδείξω τρεις πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων: γεωπολιτικές, ιστορικές και πολιτικές. Ξεκινώ στο πρώτο άρθρο με δύο γεωπολιτικά στοιχεία που σφραγίζουν την εξωτερική δράση της Τουρκίας.
Ανατροπή συσχετισμού ισχύος
Το πρώτο στοιχείο που θα μας χρειαστεί για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις είναι η ανατροπή του συσχετισμού ισχύος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ιδιαίτερα στον τομέα της οικονομίας όπου η ισχύς της Τουρκίας είναι πολλαπλά πιο μεγάλη από εκείνη της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα είναι να έχει η Τουρκία τη δυνατότητα μεγαλύτερης χρηματοδότησης της διπλωματίας και των εξοπλισμών της. Επιπλέον, σε αντίθεση με την Ελλάδα στην οποία ο δικομματισμός και τα μνημόνια διέλυσαν την αμυντική μας βιομηχανία, η Τουρκία έχει αναπτύξει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, συμμετέχει στην παραγωγή αεροπλάνων και τανκ, ντρόουν και μέσων κυβερνοπολέμου. Τέλος, ο πληθυσμός της κοντεύει να είναι οκταπλάσιος από εκείνον της Ελλάδας. Ακόμη η Τουρκία διαθέτει πρόσφατη πολεμική εμπειρία από τις παράνομες δράσεις της στο Ιράκ και στη Συρία, ενώ στη Λιβύη χρησιμοποιεί στρατό τζιχαντιστών. Συνολικά οι αλλαγές συσχετισμού ισχύος «επιτρέπουν» στην Τουρκία να προβάλει τις νέες επιθετικές της δυνατότητες. Το γεγονός αυτό κάνει πιο επιτακτική για την Ελλάδα την πολιτική συμμαχιών.
Από την άλλη, η Τουρκία έχει σειρά από αδυναμίες και αντιθέσεις στο εσωτερικό της που η ηγεσία της δυσκολεύεται να διαχειριστεί. Τέτοιες είναι οι κοινωνικές ανισότητες, οι θρησκευτικές και οι εθνικές αντιπαραθέσεις, η ασυμμετρία ανάπτυξης των διαφορετικών περιοχών της. Επίσης η οικονομία της παρουσιάζει τάσεις κάμψης. Σημαντικό αδύναμο σημείο της Τουρκίας είναι οι θεσμικές δυσλειτουργίες της, η υποβάθμιση της δημοκρατίας. Δυστυχώς τα αρνητικά στοιχεία που συσσωρεύει το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να αξιοποιήσει επαρκώς τους δημοκρατικούς θεσμούς ως στοιχείο ισχύος. Κάτι που επείγει να γίνει με τη διεύρυνση και στερέωση των δημοκρατικών θεσμών και κατακτήσεων.
Η Τουρκία νιώθοντας ισχυρότερη απ’ ό,τι πριν από έναν αιώνα, στη βάση και των πιο πάνω, δείχνει αναθεωρητικές τάσεις και μια μεγάλη νευρικότητα προς τα έξω. Επιδιώκει να εμποδίσει στις χώρες του περίγυρού της, με εξαίρεση ασφαλώς τη Ρωσία, να εξασκούν τα δικαιώματά τους.
Τρεις παράγοντες προβολής ισχύος
Η επιθετικότητα της Τουρκίας είναι προϊόν της ισχυροποίησής της. Της αίσθησης ότι μπορεί να αναθεωρήσει τα αποτελέσματα του παρελθόντος. Της φιλοδοξίας της ηγεσίας της. Αλλά και της παρουσίας τριών ακόμη παραγόντων που θεωρεί ότι τη διευκολύνουν στην υλοποίηση της πολιτικής της.
Ο πρώτος είναι ότι νιώθει αρκούντως ισχυρή προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή της είτε διά των πιέσεων, όπως κάνει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, είτε με τα όπλα, όπως πράττει στον αραβικό κόσμο, καθότι εκτιμά ότι τα πιθανά κέρδη θα είναι μεγαλύτερα από κάθε ζημιά.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι αξιολογεί ως αδύναμες τις ηγεσίες που έχει απέναντί της σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη. Μια τέτοια αίσθηση αποκόμισε δυστυχώς και από την ελληνική κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή που «γνωρίστηκε» μαζί της στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβρη του 2019. Ανάλογα εκτίμησε τα χαριεντίσματα στα οποία περιορίστηκε η ελληνική κυβέρνηση στις τουρκικές παραβιάσεις στην ΑΟΖ και στα χωρικά ύδατα της Κύπρου αλλά και το «ανεμολόγιο» που κυριαρχούσε στους στρουθοκαμηλισμούς της ως προς σειρά γεγονότων στο Αιγαίο.
Ο τρίτος παράγοντας είναι η αίσθηση της Τουρκίας ότι αν προχωρήσει σε επιθετικές ενέργειες, επικαλούμενη μάλιστα με στρεβλό τρόπο το διεθνές δίκαιο, θα αντιμετωπιστεί με ανοχή. Καταγράφει δε την ύπαρξη διεθνώς ενός κενού που θεωρεί ότι της επιτρέπει να το παίξει «περιφερειακός ηγεμόνας». Διαπιστώνει ότι η Ρωσία βρίσκεται μέσα από αντιφάσεις σε μια φάση ανάλογη με την προσπάθεια του Λένιν πριν από έναν αιώνα να αποσπάσει την Τουρκία από τη Δύση. Η Κίνα ενδιαφέρεται για τη γεωοικονομία της περιοχής αλλά όχι (ακόμη) εξίσου για τη γεωπολιτική της. Το Ισραήλ είναι μπλεγμένο στα εσωτερικά του προβλήματα με ένα νέο συγκυβερνών κόμμα, ο ηγέτης του οποίου είναι ιδιαίτερα φιλικός απέναντι στην Τουρκία. Η Μεγάλη Βρετανία έχει απορροφηθεί στο Brexit και στην υγειονομική της κρίση. Η ΕΕ παριστάνει τον διαιτητή ανάμεσα σε ένα μέλος της και σε ένα μη μέλος. Κάτι για το οποίο ευθύνεται και η «διπλωματία» (ο Θεός να την κάνει τέτοια) της κυβέρνησης, ενώ το ισχυρότερο κράτος-μέλος της ΕΕ, η Γερμανία, συμπεριφέρεται όπως και στα τέλη του 19ου αιώνα, ως οικονομικός σύμμαχος της Τουρκίας και τροφοδότης της με εξοπλιστικό υλικό.
Τέλος, ο Τραμπ εκδηλώνει έναν «ατομικό» φιλοτουρκισμό. Μόνο μια χώρα προσπαθεί σε αυτήν τη φάση να παρεμποδίσει την Τουρκία να αξιοποιήσει αυτό το κενό: η Γαλλία. Ασφαλώς για τους δικούς της λόγους, αλλά το προσπαθεί.
Η Γαλλία αυτήν τη στιγμή είναι ο «φυσικός» σύμμαχος της Ελλάδας σε μια πολύ δύσκολη καμπή. Σύμμαχος διατεθειμένος να στηρίξει και την Κύπρο με ουσιαστικό τρόπο. Δυστυχώς η κυβέρνηση της ΝΔ εγκατέλειψε την υπό διαμόρφωση συνεργασία με τη Γαλλία κάτω από την πίεση των Γερμανών και πιθανότατα με προτροπή των Αμερικανών. Μια Γαλλία που έχει ισχυρή αμυντική συνεργασία με την Αίγυπτο και στη Λιβύη. Είμαστε δηλαδή σε μια φάση που τα συμφέροντα Κύπρου, Ελλάδας, Αιγύπτου και Γαλλίας συμπίπτουν ως προς την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας.
Η Αθήνα όμως δεν ψάχνει πια συμμάχους για να αντισταθεί στις τουρκικές προκλήσεις αλλά «μεσολαβητές» ώστε να «διευκολυνθεί» να οδεύσει στον δρόμο της ενδοτικότητας και της υποχώρησης. Φαίνεται ότι αποδιοργάνωσε τη συμμαχία με το Παρίσι προκειμένου να παραμείνει στο γερμανικό μαντρί. Με αυτό τον τρόπο οδηγεί τη χώρα σε μια νέα «ευρύτερη Μαδρίτη» (η οποία υπήρξε η κάκιστη υποχώρηση του Σημίτη) και σε ένα είδος «θαλάσσια Ιμια». Υποχωρήσεις που θα αναλύσω στο άρθρο μου της επόμενης Κυριακής («Τα ιστορικά»).