ZEN.com: Η μεγάλη ευκαιρία του ελληνικού ηλεκτρονικού εμπορίου

ZEN.com: Η μεγάλη ευκαιρία του ελληνικού ηλεκτρονικού εμπορίου

Η πανδημία και η αλλαγή της ευρωπαϊκής (και, κατά συνέπεια, και της ελληνικής) νομοθεσίας σε ότι αφορά στη φορολόγηση των προϊόντων που παραγγέλνονται ηλεκτρονικά από τις αγορές των τρίτων χωρών, συνιστούν μια μεγάλη ευκαιρία για την ανάπτυξη του ελληνικού ηλεκτρονικού εμπορίου, σύμφωνα με σχετική ανάλυση της πλατφόρμας πληρωμών ZEN.com, που δραστηριοποιείται στις 31 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Σύμφωνα με την ανάλυση της εταιρείας, αρχής γενομένης από την 1η Ιουλίου 2021, τροποποιείται και εκσυγχρονίζεται η κοινοτική οδηγία σε θέματα ΦΠΑ για τις διασυνοριακές δραστηριότητες ηλεκτρονικού εμπορίου από επιχείρηση προς καταναλωτή (B2C), υπό το πρίσμα της εξάλειψης των εμποδίων στις εξ αποστάσεως πωλήσεις και του αθέμιτου ανταγωνισμού, σηματοδοτώντας το τέλος στις εξαιρέσεις επιβολής και την κατάργηση τυχόν απαλλαγής ΦΠΑ στα εισαγόμενα αγαθά.

Λόγω της επερχόμενης επιβάρυνσης με τον ΦΠΑ που εφαρμόζεται στη χώρα προορισμού ακόμα και στα εμπορικά είδη μικρής αξίας (τα επονομαζόμενα «μικροδέματα» αξίας έως 22 ευρώ) από τις χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, το e-shopping από τις ασιατικές αγορές, με την Κίνα ως παγκόσμια πρωταθλήτρια του eCommerce, ενδέχεται σύντομα να ακριβύνει και να καταστεί λιγότερο συμφέρον. Άπαξ και παρέλθει η χρυσή εποχή των φθηνών αποστολών από την Κίνα, τα επώνυμα και ιδιαίτερα δημοφιλή marketplaces της Ασίας ενδέχεται να χάσουν έδαφος στο διασυνοριακό εμπόριο, σύμφωνα με την ανάλυση.

Είναι αναμενόμενο ότι οι καταναλωτές θα εκτιμήσουν το γεγονός ότι για την αγορά προϊόντων από ηλεκτρονικά καταστήματα και πλατφόρμες εκτός ή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο εφαρμοστέος συντελεστής ΦΠΑ θα είναι πλέον ο ίδιος με αυτόν που ισχύει στη δική τους χώρα (24% για την Ελλάδα), με το σκεπτικό ότι ο νέος κανονισμός θα καταστήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ εταιρειών της ΕΕ και τρίτων χωρών περισσότερο δίκαιο και ισορροπημένο.

Πώς μπορούν, λοιπόν, οι Έλληνες e-επιχειρηματίες να επωφεληθούν από τις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες που προκύπτουν από τις επικείμενες νομοθετικές τροποποιήσεις και τις απλουστευμένες υποχρεώσεις ΦΠΑ που θα τεθούν σύντομα σε ισχύ, με στόχο την ενιαία ψηφιακή αγορά;

Οι νέες καταναλωτικές τάσεις στη μετά-κορoνοϊό εποχή

Χωρίς ουδεμία αμφιβολία, η πανδημία λειτούργησε ως μία ιδιαίτερα σημαντική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το Α’ τρίμηνο του 2020, σχεδόν οι μισοί (47,8%) Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ηλικίας 16-74 πραγματοποίησαν online αγορές αγαθών ή υπηρεσιών, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 15,2% σε σχέση με το Α’ τρίμηνο του 2019, το 65% από τους οποίους αγόρασε είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ, ενώ 4 στους 10 ξόδεψαν κάτω από 100 ευρώ.

Σε πρόσφατες αντίστοιχες έρευνες διαφαίνονται ξεκάθαρα περαιτέρω αυξητικές τάσεις και εντός της τρέχουσας χρονιάς, με την αγορά του ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα μας να εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 15 δισ. ευρώ ετησίως.

Παρά το πρόσφατο πλήρες άνοιγμα των φυσικών καταστημάτων λιανικής, στο πλαίσιο της σταδιακής χαλάρωσης των περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία, κατά τη διάρκεια των lockdowns οι Έλληνες καταναλωτές εξοικειώθηκαν ακόμα περισσότερο με τα ψηφιακά οργανωμένα κανάλια πώλησης και φαίνονται αποφασισμένοι να διατηρήσουν και στο μέλλον τις νεοαποκτηθείσες διαδικτυακές τους  συνήθειες, δείχνοντας την προτίμησή τους στην ευκολία των online αγορών, καθώς και στις μεθόδους πληρωμής χωρίς μετρητά, στα βήματα του επιταχυνόμενου ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας.

Από την άλλη, περισσότερες «παραδοσιακές» μικρές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν και να γίνουν πιο δημιουργικές στο διαδικτυακό οικοσύστημα. Έτσι, άρχισαν να στρέφονται σε διαδικτυακές πρακτικές και σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα ενσωματώνοντας ψηφιακά εργαλεία, προκειμένου να διαχειριστούν κατάλληλα τις επιπτώσεις της Covid-19 και να διασφαλίσουν την ανθεκτικότητα και την ανάπτυξή τους.

Παρόλο που η πλειονότητα των Ελλήνων e-shoppers φαίνεται να προτιμά τους εγχώριους εμπόρους, στην προσπάθεια στήριξης των τοπικών επιχειρήσεων, οι ντόπιοι καταναλωτές δεν έχουν στρέψει την πλάτη τους στις διασυνοριακές αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου, με την Κίνα να είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός για τις αγορές τους στο εξωτερικό – ακολουθούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ – κυρίως χάρη στη μεγάλη γκάμα προϊόντων, τις χαμηλές τιμές και τις ειδικές προσφορές.

Το διασυνοριακό μερίδιο αντιπροσωπεύει το 25,5% των συνολικών διαδικτυακών πωλήσεων στην Ευρώπη κατά το 2020, καθώς οι καταναλωτές – με γνώμονα τις τιμές – συνειδητοποιούν τα πλεονεκτήματα της διαδικτυακής σύγκρισης ενός ευρέος φάσματος προϊόντων σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με τις ελκυστικές διαδικτυακές προσφορές και τους εκπτωτικούς κωδικούς. Το ποσοστό των Ευρωπαίων καταναλωτών που πραγματοποίησε διασυνοριακές διαδικτυακές αγορές ανήλθε στα 220 εκατομμύρια.

Υψηλές καταναλωτικές προσδοκίες

Είναι σαφές ότι οι καταναλωτές έχουν ολοένα και υψηλότερες προσδοκίες, στις οποίες οφείλουν να ανταποκρίνονται οι έμποροι. Για παράδειγμα, για τους περισσότερους Ευρωπαίους online καταναλωτές, ο μέγιστος χρόνος παράδοσης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 3-5 ημέρες. Από την άλλη πλευρά, η δεδομένη δημοτικότητα των ασιατικών marketplaces – όπως η πλατφόρμα AliExpress – με μεγάλους χρόνους παράδοσης δείχνει ότι και οι Έλληνες είναι συχνά πιο ελαστικοί στις απαιτήσεις τους, σε περίπτωση που γνωρίζουν ότι θα λάβουν κάτι «επιπλέον» σε αντάλλαγμα – είτε αυτό είναι χαμηλότερη τιμή ή η πιθανότητα ανάκτησης μέρους του ποσού που καταβλήθηκε με τη μορφή επιστροφής χρημάτων (cashback).

«Η φορολόγηση των αγορών από την Άπω Ανατολή μπορεί να αποτελέσει μια μεγάλη ευκαιρία για όσους Έλληνες εμπόρους λιανικής προσπαθούν να προσεγγίσουν πελάτες στο διαδίκτυο. Εάν και μοιάζει ευκολότερο για αυτούς να παρέχουν ανταγωνιστικές τιμές, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αγοραστές λαμβάνουν επίσης υπόψη άλλα σημαντικά στοιχεία και κριτήρια. Νέοι τύποι καταναλωτών κάνουν την εμφάνισή τους στην αγορά – όπως οι Lazy Conquerors – για τους οποίους τα ψώνια δεν περιορίζονται στο απλό πάτημα του κουμπιού «αγορά», αλλά αφορά την αγοραστική διαδικασία στο σύνολό της.

Αυτή η εμπειρία, λοιπόν, επεκτείνεται και σε άλλες πτυχές, όπως τα ελκυστικά προγράμματα ανταμοιβών/επιβράβευσης πελατών (loyalty) ή η εκτεταμένη εγγύηση αγοράς ηλεκτρονικών ειδών», εξηγεί ο Dawid Rożek, συνιδρυτής και CEO της ZEN.com.

Οι Έλληνες έμποροι που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο είναι τελικά ικανοί να ανταγωνιστούν τους Ασιάτες «γίγαντες» ομολόγους τους, όχι μόνο στις τιμές, την ποιότητα ή τους ασύγκριτα ταχύτερους χρόνους παράδοσης, αλλά και με άλλες ενδιαφέρουσες παροχές, με ταυτόχρονες επιλογές χαμηλού κινδύνου, χωρίς κρυφές χρεώσεις, σημειώνεται στην ανάλυση της εταιρείας.

Φθηνότεροι μεν, καλύτεροι δε – Καλύπτοντας τις ανάγκες μιας εξειδικευμένης (niche) αγοράς

«Ο σύγχρονος e-καταναλωτής είναι συνειδητοποιημένος και ευφυής, οπότε ξέρει καλά πως να συγκρίνει τιμές χωρίς να περιορίζει τις ανάγκες του μόνο στις πιο συμφέρουσες προσφορές», αναφέρει ο Dawid Rożek. «Για έναν πελάτη που μέχρι στιγμής κάνει παραγγελίες από την Κίνα, τα ελληνικά e-shops όχι μόνο θα πρέπει να συμπεριλάβουν εξίσου ελκυστικές προσφορές, αλλά και αποτελεσματική εξυπηρέτηση, βοηθώντας στη διατήρηση της οικονομικής ρευστότητας. Το ελληνικό ηλεκτρονικό εμπόριο έχει τα εχέγγυα να γίνει τόσο ελκυστικό όσο και τα αντίστοιχα ασιατικά.

Σε μεγάλο βαθμό, η δυναμική αυτή εξαρτάται και από το πόσο ανοιχτό είναι σε νέες λύσεις πληρωμής», προσθέτει.

Και καταλήγει αναφέροντας: «Η αύξηση της ελκυστικότητας των παρεχόμενων ειδών και υπηρεσιών ενός e-shop, σε μια εποχή που διάφορες ελληνικές επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου θα παλέψουν για να καταλάβουν μια θέση από τις αγορές της Άπω Ανατολής, αποτελεί μια επένδυση στην οποία αξίζει να δείξουν τη δέουσα προσοχή.

Μετά τη χρυσή εποχή των φθηνών αγορών από την Κίνα, η προσέλκυση πελατών θα συνίσταται στο να τονίσουμε πόσο συμφέρουσα είναι μια αγορά στο συγκεκριμένο ηλεκτρονικό κατάστημα σε σύγκριση με άλλα του εξωτερικού. Σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού – κυρίως όσον αφορά στις τιμές – θα είναι ζωτικής σημασίας για πολλούς επιχειρηματίες να μεγιστοποιήσουν ή τουλάχιστον να διατηρήσουν την εμπειρία του καταναλωτή στο καλύτερο δυνατό επίπεδο».

Documento Newsletter