O Ζαχαρίας Μαυροειδής, δημιουργός της ελληνικής ταινίας «Απόστρατος» που βραβεύτηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μας μιλάει για το πως μπορεί να συνδεθεί η μεταεμφυλιακή Ελλάδα με την σημερινή Ελλάδα της κρίσης.
Το θέμα του εμφυλίου φαινόταν ότι είχε κλείσει για το ελληνικό σινεμά ώσπου το επανέφερε στο προσκήνιο ο Παντελής Βούλγαρης με δύο πολιτικά φιλμ, το «Ψυχή βαθιά» και το «Τελευταίο σημείωμα». Εσείς όμως επιλέξατε να παρουσιάσετε τον Εμφύλιο από μια άλλη, πιο μοντέρνα και όχι τόσο αμιγώς πολιτική ματιά. Για ποιο λόγο;
Η αφετηρία του σεναρίου ήταν η κρίση ταυτότητας ενός σύγχρονου νέου που για πρώτη φορά στη ζωή του, λίγο μετά τα τριάντα, ζορίζεται πραγματικά. Πήγε να πιάσει την καλή ανοίγοντας μια εταιρία εισαγωγών μηχανών εσπρέσο και έφαγε τα μούτρα του. Κι έτσι αναγκάζεται να εγκαταλείψει την χλιδή της Γλυφάδας και να μετακομίσει στο σπίτι του παππού του στου Παπάγου ο οποίος ήταν αξιωματικός του στρατού. Αυτή η συνθήκη πυροδοτεί ένα ταξίδι ενηλικίωσης στο οποίο η Ιστορία παρεισφρέει αποσπασματικά και πάντα από την οπτική ενός σημερινού άνδρα χωρίς διαμορφωμένη πολιτική ταυτότητα. Η ταινία δεν προσεγγίζει το θέμα με ιδεολογική στράτευση αλλά μέσω του προσωπικού βιώματος. Αλλά, όπως λέει και το φεμινιστικό σύνθημα, το προσωπικό είναι πολιτικό.
Είχατε αμφιβολίες ή και επιφυλάξεις ακόμη ότι η προσέγγιση ενός τέτοιου «ιερού ιστορικού ζητήματος» από την σκοπιά που επιλέξατε- δεν μπορώ να πω περισσότερα για να μην αποκαλύψω πολύτιμα μυστικά του σεναρίου-θα δημιουργούσε έντονες αντιδράσεις;
Οι μέχρι τώρα αντιδράσεις του κοινού στις προβολές στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν ιδιαίτερα θετικές. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στα δύο βραβεία που απέσπασε η ταινία, το βραβείο Κοινού και το βραβείο Νεότητας της επιτροπής φοιτητών της πόλης. Οπότε περιμένω με πολλή περιέργεια να δω πως θα εισπράξει την ταινία το ευρύ κοινό, πολιτικοποιημένο και μη, όλων των ηλικιών και όλου του πολιτικού φάσματος.
Σε ποια ιστορικά κείμενα βασιστήκατε για να έχετε όσο το δυνατόν πιο πλήρη εικόνα του εμφυλίου;
Ο «Απόστρατος» δεν είναι ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ για τον Εμφύλιο. Είναι μια μυθοπλασία τοποθετημένη τον χειμώνα του 2011 προς 2012. Το παρελθόν είναι μια ηχώ που φτάνει αποσπασματικά στον πρωταγωνιστή μέσω της μνήμης των χαρακτήρων και όχι μέσω της ιστορικής επιστήμης. Γι’ αυτό όσο ερευνούσα για το σενάριο εστίασα περισσότερο στις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων. Οι μαρτυρίες του Χρόνη Μίσσιου επηρέασαν το σενάριο πολύ πιο ουσιαστικά απ’ ότι οποιοδήποτε ιστορικό κείμενο διάβασα. Μεταξύ άλλων, επισκέφθηκα το Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων Μακρονήσου στο Θησείο. Όσο ήμουν εκεί έτυχε να περάσει ένας πρώην Εξόριστος και πιάσαμε την κουβέντα. Ήταν ένας πολύ ευγενικός κύριος που κουβαλούσε πάντα μαζί του στην δερμάτινη τσάντα του ένα ντοσιέ με φωτοτυπίες ενός άρθρου που αναφερόταν στην προσωπική του ιστορία. Με μεγάλη χαρά μου έδωσε ένα αντίτυπο. Αυτό το βαρύ ντοσιέ με τις φωτοτυπίες έμεινε στη μνήμη μου σαν μια γλαφυρή αλληγορία για το προσωπικό βίωμα. Στο μουσείο υπάρχουν επίσης διάφορες χειροτεχνίες των εξόριστων. Ένα τασάκι από τσιμέντο και κοχύλια που είδα ανάμεσα στα εκθέματα πέρασε στην ταινία ως ενθύμιο ενός συγκρατούμενου του χαρακτήρα του Βάσου τον οποίο ερμηνεύει ο Θανάσης Παπαγεωργίου.
Δεδομένου ότι κάνατε μεγάλη ιστορική έρευνα για τον ελληνικό εμφύλιο, πού καταλήξατε όσον αφορά τις πολιτικές αιτίες και τα βασικά χαρακτηριστικά του;
Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια από τις πιο έντονα φορτισμένες ιστορικές περιόδους της χώρας. Γι’ αυτό άλλωστε και αποτελεί ανεξάντλητο αντικείμενο της ιστορικής επιστήμης. Εγώ τον προσέγγισα ως κινηματογραφιστής και όχι ως ιστορικός γιατί με ενδιέφερε ο ρόλος της μνήμης στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας. Στην ταινία ο συνδετικός κρίκος του σήμερα με το παρελθόν είναι οι έννοιες του ηρωισμού και του ανδρισμού. Είναι το υστέρημα αυτοπεποίθησης του πρωταγωνιστή που τον ωθεί προς το ηρωικό παρελθόν.
Είναι ο «Απόστρατος» μια ταινία για τη συμφιλίωση ή θέλει να πει μερικά παραπάνω πράγματα πάνω στον εμφύλιο σπαραγμό; Και αν ναι, ποια είναι αυτά;
Η ταινία μιλάει για το σήμερα, για την κρίση ταυτότητας που προκάλεσε η κρίση και η απώλεια της μέχρι τότε ευμάρειας. Η δεκαετία του ’40 μπήκε στην ταινία γιατί αναβίωσε στον δημόσιο λόγο στα πρώτα χρόνια της κρίσης όταν γίνονταν διαρκώς αναγωγές, π.χ. ανάμεσα στον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ και την Ναζιστική Κατοχή. Αυτό το φαινόμενο της δημόσιας σφαίρας δραματοποιήθηκε μέσα από τη συνάντηση του ανιστόρητου πρωταγωνιστή με τον οικογενειακό μύθο του «ένδοξου» και «ακριβοδίκαιου» παππού Αριστείδη.
Η γνώση της Ιστορίας θεωρείτε ότι είναι βασικό και απαραίτητο εργαλείο στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου;
Η Ιστορία είναι ένα τεράστιο και αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας. Οπότε, στο βαθμό που προσδοκούμε την αυτογνωσία πρέπει να μελετάμε το παρελθόν μας.
Για ποιο λόγο επιλέξατε να κάνετε τον ήρωα σας, τον 30άρη ‘Άρη, ένα απολιτίκ χαρακτήρα;
Γιατί έτσι γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα η σύγκρουσή του με τον «θρύλο» του παππού Αριστείδη και τον Βάσο. Ταυτόχρονα αντανακλά και την πραγματικότητα: Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτής της γενιάς ήταν παντελώς αποξενωμένο από την πολιτική όταν ξέσπασε η κρίση.
Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το φιλμ; Υπάρχουν κομμάτια από την προσωπική σας ζωή; Ρωτάω γιατί κάπου διάβασα – αν δεν κάνω λάθος σε συνέντευξη σας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου- ότι η ταινία αυτή σας έφερε πιο κοντά στον παππού σας.
Η αναφορά δεν ήταν κυριολεκτική. Οι παππούδες μου έφυγαν από τη ζωή όσο ήμουν ακόμη στο σχολείο. Με την ηχώ τους μεγάλωσα, με αυτήν συναντήθηκα ξανά εν μέσω κρίσης και αυτή η συνάντηση γέννησε την ιστορία της ταινίας.
Αν και σπουδάσατε αρχιτεκτονική το σινεμά ήταν εκείνο που σας κέρδισε. Περιγράψτε τις αλλαγές που συνέβησαν στο μυαλό και την καρδιά σας στην εποχή των κρίσιμων αποφάσεων που αφορούσαν την επαγγελματική σας καριέρα.
Η μετάβαση από την αρχιτεκτονική στο σινεμά έγινε με πολύ αργά βήματα και σε βάθος χρόνου οπότε δεν υπήρξε κάποια κρίσιμη καθοριστική απόφαση. Η μόνη ίσως δραματική στιγμή ήταν όταν έκλεισα τα βιβλία μου ως μηχανικός και διαγράφτηκα από το ΤΣΜΕΔΕ με 9000 ευρώ οφειλή.
Πού περάσατε τα παιδικά σας χρόνια και την εφηβεία; Κάποιες μνήμες από εκείνες τις εποχές;
Μεγάλωσα στο Χαλάνδρι και πήγα σχολείο στο Μουσικό Λύκειο Παλλήνης. Αυτό που πιο πολύ νοσταλγώ από εκείνη την εποχή είναι το εδώ και τώρα. Το παρόν ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τον χώρο. Τώρα η ζωή μας είναι διασπασμένη στο εδώ και τώρα και στο εκεί, όπου εκεί είναι το διαδίκτυο. Τα πρώτα χρόνια των smartphone ένιωθα μια αδιανόητη δυσφορία με την διάσπαση προσοχής που μου προκαλούσε η διαδικτυακή ζωή. Πλέον νιώθω ότι το συνήθισα. Αυτό μοιάζει περισσότερο με απώλεια παρά με κατάκτηση.
Ο «Ξεναγός», η πρώτη σας ταινία, που συναντιέται ιδεολογικά ή κινηματογραφικά με τον «Απόστρατο»;
Και οι δύο ταινίες διαχειρίζονται την έννοια της ταυτότητας. Και οι δύο έχουν έναν πελαγωμένο κεντρικό ήρωα που παλαντζάρει ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές σφαίρες. Και οι δύο έχουν τον ίδιο καλοπροαίρετο σαρκασμό προς το δράμα των ηρώων τους. Και στις δύο πρωταγωνιστεί ένας μυτόγκας Μιχάλης, ο Οικονόμου στον «Ξεναγό», ο Σαράντης στον «Απόστρατο».
Οικονομική και πολιτική κρίση, συλλογική μνήμη και εμφύλιος, μια ιστορία ενηλικίωσης. Είναι μερικά από τα θέματα του φιλμ που σχολιάζετε άλλοτε πιο χαλαρά (και κωμικά) κι άλλοτε με εμφανή δραματικότητα. Ήταν από την αρχή η απόφαση σας να το προσεγγίσετε με το διττό αυτό τρόπο;
Η ταινία βρήκε σταδιακά αυτό τον διττό τόνο. Είναι μια διαδικασία που περνάω όταν γράφω ένα σενάριο. Περνάω ένα πρώτο στάδιο μελοδραματικό και σταδιακά, μέσω της συγγραφής, η ιστορία αποδραματοποιείται αφήνοντας χώρο για σαρκασμό. Είναι ο τρόπος που βλέπω τον εαυτό μου και τον κόσμο.
Τι σας προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον: το δράμα ή η κωμωδία;
Δεν έχω προτίμηση. Λατρεύω όμως τις ταινίες που πειραματίζονται με τη σύνθεση των δύο, από κάνουν οι Κοέν, ο Ρόι Άντερσεν ή ο Αλμοδόβαρ στις πιο παλιές του ταινίες.
Η τελευταία μεγάλη ταινία που απολαύσατε στο σινεμά ποια είναι;
Μου άρεσε πολύ το «Ένα ψηλό κορίτσι». Και επίσης το MONOS μου φάνηκε φαντασμαγορικό οπτικά και ηχητικά.
Info-
Η ταινία «Ο Απόστρατος» παίζεται από τις 20 Φεβρουαρίου 2020 στις αίθουσες σε διανομή DANAOS FILMS.