Μιλάει στο Documento επιφανής Γάλλος πανεπιστημιακός που ζει και διδάσκει στο Χονγκ Κονγκ από το 2007.
Την περασμένη Τετάρτη η Κάρι Λαμ, επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ, έκανε μια σημαντική υποχώρηση: απέσυρε οριστικά το νομοσχέδιο για την έκδοση πολιτών του Χονγκ Κονγκ ώστε να δικάζονται στην Κίνα. Είναι όμως αρκετή αυτή η παραχώρηση για να δώσει τέλος στην κλιμακούμενη κρίση με τις βίαιες διαδηλώσεις εναντίον του Πεκίνου; Η άποψη του Γάλλου πολιτικού αναλυτή και συνομιλητή μας είναι αρνητική.
Παρά την αστυνομική καταστολή οι διαδηλωτές στο Χονγκ Κονγκ δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα τους, ο οποίος φαίνεται να αποφέρει καρπούς. Μήπως το πάθημα του 2014, οπότε και εγκατέλειψαν με άδεια χέρια τη λεγόμενη «επανάσταση των ομπρελών» (ειρηνικές διαδηλώσεις στις οποίες οι πολίτες κράταγαν ομπρέλες για να προστατευτούν από το σπρέι πιπεριού), τους έγινε μάθημα;
Το κίνημα παραμένει πολύ αποφασισμένο να κερδίσει περισσότερα, κυρίως τη σύσταση μιας ανεξάρτητης επιτροπής για να ερευνήσει τα περιστατικά της αστυνομικής βίας. Σε αυτό το στάδιο είναι λίγες οι πιθανότητες το Πεκίνο, το οποίο βρίσκεται ξεκάθαρα πίσω από την παραχώρηση της Κάρι Λαμ, να δεχτεί μια τέτοια έρευνα. Εχει πολλά να κρύψει για τις σκοτεινές σχέσεις της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ με τις κινεζικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Επίσης, εδώ και πολλές εβδομάδες η κεντρική κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα δεχόταν αλλαγή του εκλογικού νόμου που θα επέτρεπε ένα πραγματικό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στο Χονγκ Κονγκ. Το Πεκίνο έχει συμφέρον να διατηρήσει το τωρινό σύστημα, καθώς του επιτρέπει να ελέγχει την επιλογή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Επίσημα αυτό το πρόσωπο εκλέγεται από μια επιτροπή το 80% των μελών της οποίας είναι φιλικά προσκείμενο στο καθεστώς και από ένα κοινοβούλιο στο οποίο οι 30 από τις 70 έδρες προκύπτουν από ένα σώμα εκλεκτόρων που εν πολλοίς ανήκει στο Πεκίνο. Επίσης, το Πεκίνο χρηματοδοτεί εμμέσως στις εκλογές τα ευνοϊκά προς αυτό κόμματα, όπως είναι η Δημοκρατική Συμμαχία για την Πρόοδο, μέσω εταιρειών του Χονγκ Κονγκ.
Πιστεύετε ότι η πολιτική πρακτική «μία χώρα, δύο συστήματα» έχει μέλλον;
Πιστεύω ότι το Πεκίνο δεν θέλει να δώσει τέλος σε ένα σύστημα που του επέτρεψε να επανακτήσει ομαλά τον έλεγχο του Χονγκ Κονγκ και το οποίο του δίνει τη δυνατότητα να το διοικεί μέσω μιας τάξης υπάκουων μόνιμων υπαλλήλων οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα τη μεγαλούπολη από το ίδιο και μέχρι σήμερα μπορούσαν να τη διευθύνουν χωρίς πολλά προβλήματα. Η πρόκληση για το Πεκίνο είναι ότι μια άμεση διακυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ θα δημιουργούσε ακόμη περισσότερα προβλήματα, θα προκαλούσε ακόμη περισσότερη αντίσταση σε μια κοινωνία η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες και η οποία τίθεται έντονα κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος. Πολλών οι γονείς ήταν πρόσφυγες από την ηπειρωτική χώρα οι οποίοι έφτασαν στο Χονγκ Κονγκ μετά το 1949, αφού πρώτα είχαν χάσει τα πάντα εκεί μετά την άνοδο του Μάο Τσετούνγκ στην εξουσία.
Στο πλαίσιο της πρακτικής «μία χώρα, δύο συστήματα» το Πεκίνο σκοπεύει να συνεχίσει να αυξάνει την επιρροή του στην περιοχή μέσω του γραφείου συνδέσμου της κεντρικής κυβέρνησης, το οποίο ήδη λαμβάνει πολλές αποφάσεις. Παράλληλα, προσδοκά μια πιο ευρεία και εις βάθος επιρροή στην κοινωνία του Χονγκ Κονγκ, κυρίως μέσω εταιρειών των οποίων ο κύκλος εργασιών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κινεζική αγορά. Ενα παράδειγμα είναι η Cathay Pacific (σ.σ.: εθνικός αερομεταφορέας του Χονγκ Κονγκ). Αυτός ο δεύτερος στόχος είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς ο πληθυσμός του Χονγκ Κονγκ δεν εμπιστεύεται ιδιαίτερα το κινεζικό καθεστώς. Αντιτάχτηκε στην εκστρατεία της «πατριωτικής εκπαίδευσης» το 2012 και την προσπάθεια καθιέρωσης από το Πεκίνο της εκλογής του επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης απευθείας από τον λαό το 2014, επειδή η κεντρική κυβέρνηση απαιτούσε η επιλογή των δύο τρίτων των υποψηφίων να γίνεται από μια επιτροπή διορισμών που της ανήκε (πανομοιότυπη με την τωρινή εκλογική επιτροπή). Αυτό θα σήμαινε ότι κανείς δημοκράτης υποψήφιος (ο οποίος αντιπροσωπεύει περί το 55% των ψηφισάντων στις βουλευτικές εκλογές) δεν θα είχε καμία πιθανότητα να εκλεγεί στο πλαίσιο μιας τέτοιας μεταρρύθμισης. Ετσι γεννήθηκε και το κίνημα των ομπρελών του 2014.
Πού καταλήγουμε λοιπόν;
Οσο η Κίνα είναι μονοκομματική, το Χονγκ Κονγκ δεν θα γίνει δημοκρατικό. Από την άλλη, η διοικητική, οικονομική, χρηματοπιστωτική και δικαστική αυτονομία του Χονγκ Κονγκ εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Πεκίνου: πολιτική σταθερότητα (τουλάχιστον μέχρι στιγμής), ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, σταθερό επιτόκιο μεταξύ του δολαρίου του Χονγκ Κονγκ και του αμερικανικού δολαρίου, νομική ασφάλεια για τις εταιρείες, δυνατότητα εγγραφής των εταιρειών στους φορολογικούς παραδείσους των offshore (κυρίως στην Καραϊβική), ενώ πολλοί Κινέζοι πλούσιοι, συμπεριλαμβανομένης της νομενκλατούρας του κομμουνιστικού κόμματος, ήδη πατάνε με το ένα πόδι στο Χονγκ Κονγκ.
Επομένως, πιστεύω ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να επεκτείνει αυτό το σύστημα και μετά το 2047 (σ.σ.: έτος κατά οποίο λήγει η πρακτική «μία χώρα, δύο συστήματα» βάσει της συμφωνίας μεταξύ Κίνας και Ηνωμένου Βασιλείου), περιορίζοντας την ίδια στιγμή τις πολιτικές ελευθερίες στο μέτρο του εφικτού: απαγόρευση κάθε κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας, παρενόχληση των τοπικιστικών πολιτικών και των επαναστατών.
Φημολογείται ότι το Πεκίνο έχει θέσει ως προθεσμία την 1η Οκτωβρίου, τη γιορτή των 50 χρόνων από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, για να καταστείλει βίαια την εξέγερση στο Χονγκ Κονγκ. Εκτιμάτε ότι μια στρατιωτική επέμβαση είναι πιθανή όταν παρέλθει αυτή η ημερομηνία;
Η απόφαση που πήρε η Κάρι Λαμ στις 4 Σεπτεμβρίου δείχνει ότι η κεντρική κυβέρνηση θα προτιμούσε να διευθετήσει την κρίση πριν από την 1η Οκτωβρίου. Θα τα καταφέρει, όμως; Δεν είναι σίγουρο, παρότι η εναντίωση στο κίνημα εντός της κοινωνίας του Χονγκ Κονγκ έχει αυξηθεί μετά τις βιαιότητες της 31ης Αυγούστου και της 1ης Σεπτεμβρίου. Θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της αποχής από τα μαθήματα στα πανεπιστήμια. Αρκετοί φοιτητές μου έχουν επιστρέψει στις αίθουσες, παρότι παραμένουν κινητοποιημένοι και θα συνεχίσουν αναμφισβήτητα τις διαδηλώσεις τα προσεχή Σαββατοκύριακα.
Η λύση στη σημερινή κρίση παραμένει αμφίβολη καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτική και όχι αστυνομική, και ακόμη λιγότερο στρατιωτική. Το Πεκίνο δυσκολεύεται να βρει αξιόπιστη λύση που θα ικανοποιεί τις προσδοκίες των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ, με δεδομένο τον αυταρχισμό στην ηπειρωτική Κίνα, όπου οι αξίες παραμένουν πολύ σοβιετικές. Στο Χονγκ Κονγκ η κοινωνία χαίρει ακόμη πολλών πολιτικών ελευθεριών (του λόγου, του Τύπου, του συνεταιρίζεσθαι) και είναι ανοιχτή προς τα έξω – ακόμη κι αν το Πεκίνο έχει καταφέρει να επιβάλει ορισμένους περιορισμούς.
Βλέπουμε μια θεμελιώδη σύγκρουση πολιτικών αξιών μεταξύ του Χονγκ Κονγκ και της ηπειρωτικής Κίνας, που δεν μπορεί να επιλυθεί από μόνη της, παρά μόνο στην – απίθανη– περίπτωση που αλλάξει το καθεστώς στην Κίνα. Θα έλεγα ότι μάλλον και τα δύο μέρη θα πρέπει να προσπαθήσουν να συνεχίσουν να ζουν έτσι…