Ζαν-Μπερνάρ Πουί & Καρίλ Φερέ: Δύο Γάλλοι συγγραφείς ποδοπατούν τη σοβαροφάνεια

Ζαν-Μπερνάρ Πουί & Καρίλ Φερέ: Δύο Γάλλοι συγγραφείς ποδοπατούν τη σοβαροφάνεια

Ο Ζαν-Μπερνάρ Πουί και ο Καρίλ Φερέ εκτός από φίλοι καρδιακοί είναι ατακαδόροι από τους λίγους, οι οποίοι χαίρονται να ποδοπατούν το στερεότυπο του μετρημένου διανοούμενου. Ευτυχώς! Το ραντεβού μας είναι κλεισμένο για τη μέρα που θα παραβρεθούν μαζί με τον Ερβέ λε Κορ στο βιβλιοπωλείο του Ιανού για να μιλήσουν για το νέο γαλλικό νουάρ.

Συνέντευξη στην Εμυ Ντούρου

Φωτογραφίες Γιάννης Λιάκος/InTime News

Καταφτάνουν εν μέσω βροχής, με μια μικρή καθυστέρηση, στα γραφεία των Εκδόσεων Άγρα. Συστηνόμαστε. «Καλώς τη Βάσκα» λέει ο Πουί ξεκινώντας τα πειράγματα και παίρνοντας αφορμή από το επώνυμό μου που του φάνηκε από άλλα μέρη. Ξεκινάμε τη φωτογράφιση πριν από τη συνέντευξη. Χωρίς δεύτερες σκέψεις και αναστολές ποζάρουν όπως τους έρχεται και λένε ό,τι τους αρέσει, κάνοντας όλους γύρω τους να γελούν μέχρι δακρύων. Η συζήτηση ξεκινάει στην κατάφυτη αυλή, κάτω από την ομπρέλα, με το ψιλόβροχο να σιγοντάρει τα λόγια τους.

Αλήθεια, πώς γνωριστήκατε;

Καρίλ Φερέ: Το 1994-95 πήγα για πρώτη φορά σε φεστιβάλ νουάρ λογοτεχνίας. Εκεί ήταν καμιά εκατοστή συγγραφείς. Δεν ήξερα κανέναν. Κάποια στιγμή στάθηκε μπροστά σε έναν συγγραφέα ένας αναγνώστης. Του είπε: «Εσύ είσαι ο τάδε;». Απάντησε ο άλλος «ναι». Και τότε ο τύπος τού άστραψε ένα χαστούκι που του έφυγαν τα γυαλιά. Ενθουσιάστηκα. Σκέφτηκα «αυτός εδώ είναι ροκ». Εκείνη την ώρα έφτασε στο σημείο ο Πουί. Με περιεργάστηκε –φορούσα ένα πέτσινο μπουφάν‒ και είπε: «Είσαι δικός μας εσύ, είσαι ροκ. Άντε και έχουμε βαρεθεί με τους γέρους που ακούνε τζαζ». Αρχίσαμε να μιλάμε και κάποια στιγμή μου είπε: «Εδώ δεν υπάρχουν αυθεντίες, εδώ είμαστε μπιστρό», δηλαδή όλοι ακουμπάμε τον αγκώνα μας στην ίδια μπάρα, όλοι είμαστε ίσοι. Σκέφτηκα αμέσως ότι βρήκα την οικογένειά μου. Ο Ζαν-Μπερνάρ ήταν ο διοργανωτής των φεστιβάλ νουάρ λογοτεχνίας στη Γαλλία και από τη μέρα εκείνη ήμουν καλεσμένος παντού. Μου έδειξε τρόπους να εξελίξω και να προωθήσω τη δουλειά μου. Αυτή η παρέα των συγγραφέων αποδείχτηκε πολύ αλληλέγγυα. Είμαστε μαζί στη ζωή και στον θάνατο.

Έχω ακούσει ότι έχετε κάνει πολλά οι δυο σας. Ποιο είναι το πιο τρελό πράγμα που κάνατε παρέα;

Κ.Φ.: Μια μέρα ο Ζαν-Μπερνάρ είχε μαζί του μεθαμφεταμίνη και ήθελε να την πάρουμε παρέα. Ομως εκείνη τη μέρα φυσούσε πολύ και δεν μπορούσαμε να σταθούμε έξω γιατί θα μας την έπαιρνε ο αέρας. Εκεί κοντά υπάρχει ένα είδος ιδρύματος που νοικιάζεις ταινίες και βιβλία, όμως κι αυτό ήταν κλειστό, είχε πάει 7 το βράδυ. Οπως πήγαμε να φύγουμε είδαμε ότι στην περιοχή υπήρχε μια εκκλησία. Εκείνη την ώρα είχε λειτουργία, οπότε μπήκαμε μέσα. Αρχίσαμε να μοιράζουμε στα δύο τη μεθαμφεταμίνη πάνω στις πλάτες των καθισμάτων της εκκλησίας. Αφού την πήραμε, πήγαμε να φύγουμε. Ο Ζαν-Μπερνάρ τότε γύρισε εν μέσω λειτουργίας και φώναξε δυνατά: «Καριόλη!»

Κύριε Πουί, έχω διαβάσει αρκετές συνεντεύξεις σας στις οποίες καταφέρεστε σχεδόν με οργή εναντίον της τζαζ. Γιατί τέτοια αντιπάθεια;

Ζαν-Μπερνάρ Πουί: Γιατί είναι βαρετή. Ούτε να χορέψεις μπορείς ούτε να ακολουθήσεις τον ρυθμό. Είναι ένα πράγμα γερασμένο, παλιό. Οταν διαβάζω ένα νουάρ και φτάνω στο σημείο που περιγράφει τον ήρωα να μπαίνει σε ένα μπαρ όπου η ορχήστρα παίζει Μάιλς Ντέιβις κλείνω το βιβλίο, το παρατάω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλο αυτό είναι ψεύτικο. Ποιος μπαίνει σε ένα μπαρ και οι μουσικοί παίζουν Μάιλς Ντέιβις; Συνήθως παίζουν κάτι μαλακίες. Επίσης πώς θα περιγράψεις το σήμερα γράφοντας ότι κάποιος μπαίνει σε ένα μαγαζί που παίζει τζαζ; Δεν λέω, μπορεί να πας στο σπίτι φίλων σου και να έχουν βάλει και να ακούν τζαζ. Αυτό μπορεί να συμβεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι φίλοι σου δεν είναι ηλίθιοι. Για δέκα ολόκληρα χρόνια σε όποιο φιλικό σπίτι πήγαινα έπαιζαν «Το κονσέρτο της Κολωνίας» του Κιθ Τζάρετ. Ηθελα να τους πυροβολήσω όλους.

Εσείς τι ακούτε;

Ζ.-Μπ.Π.: Ακούω πανκ. Με την τζαζ αποκοιμιέμαι. Ακούω επίσης πολλή μογγολική μουσική, αυτή με τους λαρυγγισμούς. Οταν την ακούω νιώθω ότι βλέπω μπροστά μου άλογα να καλπάζουν στη στέπα. Αν ακούσω για πέντε ολόκληρα λεπτά με πιάνει δίψα.

Πού γράφετε;

Ζ.-Μπ.Π.: Μη δίνεις σημασία σε αυτά που σου λένε οι συγγραφείς. Κάνουν ό,τι να ’ναι και μετά λένε ότι κάνουν άλλα. Γράφουν ενώ χέζουν και λένε ότι κάθονται στο τακτοποιημένο γραφείο τους και γράφουν ενώ ακούν μουσική. Καθένας γράφει όπου μπορεί. Εγώ γράφω αφού γυρίσω από το σουπερμάρκετ. Δεν υπάρχει συνταγή. Θα ήταν τραγικό να υπήρχε συνταγή.

Κύριε Πουί, συχνά σας κατηγορούν ότι αποφεύγετε τις ερωτικές περιγραφές στα βιβλία σας.

Ζ.-Μπ.Π.: Δεν βλέπω γιατί αυτό είναι κατηγόρια, για μένα είναι ευτύχημα. Είναι πολύ ωραίο να έχεις ένα βιβλίο που μιλάει για έναν τύπο που δεν πέφτει με τα μούτρα πάνω σε μια γκόμενα αλλά κάνει άλλα πράγματα. Δεν μου αρέσει να περιγράφω ερωτικές σκηνές αλλά μου αρέσει να τις διαβάζω από άλλους. Επίσης δεν μου αρέσει να περιγράφω βίαιες σκηνές. Αυτό που γράφει κανείς πρέπει να το απολαμβάνει ο ίδιος. Δεν αντέχω με τίποτε τους συγγραφείς που μιλάνε συνεχώς για τον πόνο της γραφής ή για τον τρόμο της λευκής σελίδας. Αν νιώθεις κουρασμένος και δεν μπορείς να γράψεις πήγαινε να παίξεις βόλεϊ καλύτερα. Στη Γαλλία η γραφή πρέπει να είναι κάτι οδυνηρό και δύσκολο, επικρατεί δηλαδή μια τρομερά ηλίθια αντίληψη.

Κ.Φ.: Το γράψιμο είναι απόλαυση. Δεν έχει νόημα να γράφεις και να διαμαρτύρεσαι. Δεν σε πιέζει κανείς να το κάνεις.

Η νουάρ λογοτεχνία αντιμετωπίζεται με τον σεβασμό που της αξίζει;

Ζ.-Μπ.Π.: Σύμφωνα με έρευνες είναι η λογοτεχνία που διαβάζεται περισσότερο αλλά ακόμη θεωρείται παραλογοτεχνία.

Η καλή λογοτεχνία βγαίνει μέσα από θυμωμένες κοινωνίες;

Κ.Φ.: Στα δικά μου βιβλία ασχολούμαι μόνο με χώρες όπου υπάρχει οργή. Είναι κάπως σαν τις ερωτικές ιστορίες. Αν αγαπιούνται οι άνθρωποι μεταξύ τους, δεν έχεις τίποτε να πεις. Αν όμως κάποιον τον έχει βιάσει ο παππούς του, αυτομάτως η ιστορία του παρουσιάζει ενδιαφέρον.

Το νέο μυθιστόρημά σας «Plus jamais seul» εκτυλίσσεται στη Γαλλία και την Αστυπάλαια, με μια στάση στην Αθήνα. Τι αφορά;

Κ.Φ.: Αναφέρεται στην εποχή της κρίσης και στο μεταναστευτικό. Ασχολήθηκα με αυτό το θέμα γιατί είναι το φλέγον ζήτημα της Ευρώπης αυτήν τη στιγμή.

Πώς βλέπετε την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια;

Κ.Φ.: Πριν από 35 χρόνια που θα μπορούσε να αδράξει την ευκαιρία με την άνοδο του σοσιαλισμού δεν το έκανε, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί αργά αλλά σταθερά το νεοφιλελεύθερο ρεύμα και σήμερα να έχουμε φτάσει στον Μακρόν ‒που δεν είναι ούτε αριστερός ούτε δεξιός‒ και στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Στην ανατολική Ευρώπη ψηφίζονται ακροδεξιές κυβερνήσεις. Κατά τη γνώμη μου οδεύουμε στην ευρωπαϊκή αυτοκτονία.

Τι ευθύνη έχει σε αυτό ο μέσος ψηφοφόρος;

Κ.Φ.: Οι πολιτικοί λένε ψέματα ότι ψηφίζουμε για προγράμματα που τελικά κανείς δεν εφαρμόζει. Όταν λοιπόν κάποιος αυταρχικός εμφανίζεται και λέει «εγώ θα αλλάξω τα πάντα», ο κόσμος που ήδη έχει κουραστεί τρέχει και τον ψηφίζει. Η νέα οικονομία των αγορών δεν έχει καμία ανάγκη τη δημοκρατία, γιατί λειτουργεί καλύτερα σε ένα σύστημα αυταρχικό και σκληρό.

Μπορεί να αναστραφεί όλο αυτό;

Κ.Φ.: Είμαι φοβερά απαισιόδοξος. Η Αριστερά είναι πλέον κατακερματισμένη. Και η ακροδεξιά μεταχειρίζεται πλέον τις αριστερές ιδέες και την αριστερή φρασεολογία. Πριν από μέρες έβλεπα στην τηλεόραση έναν βουλευτή της ακροδεξιάς να μιλάει για πέντε λεπτά. Στα πρώτα τέσσερα λεπτά συμφωνούσα με ό,τι έλεγε. Μέχρι που άρχισε να μιλάει για το μεταναστευτικό. Οι κοινωνίες χρειάζονται αποδιοπομπαίους τράγους.

 Κάποτε ήταν οι Εβραίοι, τώρα είναι οι μετανάστες. Είναι πολύ πιο εύκολο για μια κοινωνία να κλειστεί στον εαυτό της και να πειστεί ότι οι «κακοί» έρχονται απέξω από το να δημιουργήσει ένα κοινωνικό πρόγραμμα ένταξης και αφομοίωσης των μεταναστών.

Θερμές ευχαριστίες στην Αργυρώ Μακάρωφ και στον Σπύρο Γιανναρά για την ευγενή συμμετοχή τους στη διερμηνεία της συνέντευξης

Info

Τα μυθιστορήματα «Εθνική 86» του Ζαν-Μπερνάρ Πουί και «Κόνδωρ» του Καρίλ Φερέ κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Άγρα

Το μυθιστόρημα του Καρίλ Φερέ «Plus jamais seul» θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι από τις Εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο «Ποτέ ξανά μόνος»

Ετικέτες

Documento Newsletter