Ζαν Λικ Γκοντάρ: Έσβησε το ανήσυχο πνεύμα του ευρωπαϊκού σινεμά

Ζαν Λικ Γκοντάρ: Έσβησε το ανήσυχο πνεύμα του ευρωπαϊκού σινεμά

Ο Πάπας της Νουβέλ Βαγκ παρέμεινε ένας επαναστάτης του ευρωπαϊκού σινεμά και της διανόησης μέχρι το τέλος της ζωής του

Το πόσο σημαντικός ήταν ο Γκοντάρ (γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου 1930) για την ιστορία του σινεμά το γνωρίζουν όλοι. Εκείνο που ίσως δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι ήταν πως παρότι εγκλωβίστηκε σε ένα πολιτικό και καλλιτεχνικό αδιέξοδο από τα μέσα της δεκαετίας των 80ς (μέχρι και γιαούρτι του είχαν ρίξει στις Κάνες για το «Ave Maria»), παρέμεινε πιστός στις αρχές του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Με το «Film Socialisme» του 2010, το «Βιβλίο των εικόνων» και κυρίως το «Αποχαιρετισμός στην γλώσσα» το 2014 που γύρισε όταν ήταν πλέον 83 χρονών, επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει την κινηματογραφική γλώσσα καταργώντας κάθε αφηγηματικό κανόνα και δίνοντας στις σκόρπιες, ασύνδετες εικόνες των τριών αυτών φιλμ την παραληρηματική αίσθηση ενός φιλοσοφικού στοχασμού για τη φύση του σινεμά και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την περίπτωση του γαλλοελβετού δημιουργού ίσως πρέπει να δούμε προσεχτικά το στίγμα που άφησε στο σινεμά με την πιο εμβληματική ταινία του. Το 1960 χάρη στο «Με κομμένη την ανάσα» που αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του ο πρώην κριτικός κινηματογράφου που λάτρευε τον Χίτσκοκ και τα γουέστερν του Τζον Φορντ, εφαρμόζει στην πράξη τις ιδέες της Νουβέλ Βαγκ (ήταν εκ των ιδρυτών της μαζί με τους Φρανσουά Τριφό, Κλοντ Σαμπρόλ, Ζακ Ριβέτ ) που διατυμπανίζει την ανάγκη διαχωρισμού από τον παρωχημένο, κλασικό γαλλικό κινηματογράφο. Η νουάρ προδιαγραφών ιστορία του αντλεί έμπνευση από το «παρεξηγημένο» αμερικανικό σινεμά και οδηγεί την κινηματογραφική αφήγηση σε αχαρτογράφητες περιοχές όπου η σινεφιλία και ο υπαρξισμός δένουν υποδειγματικά σε ένα πειραγμένο love story με τέτοιο τρόπο, που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί ο κινηματογράφος ως τότε.

Ο Γκοντάρ λάτρευε τους πειραματισμούς και αναζητούσε πάντα την ελευθερία που χαρίζουν τα νέα τεχνολογικά μέσα, με όχημα πάντα την πολιτική θεώρηση του μαρξιστή – κάποια στιγμή και μαοϊκού- και την ριζοσπαστική αφήγηση. Με την «Περιφρόνηση» έδειξε ότι μπορεί να συνδυάσει άψογα την φόρμα του εμπορικού σινεμά χωρίς να προδώσει το καλλιτεχνικό όραμα του ενώ ο «Τρελός Πιερό», το «Αλφαβίλ» και το «Ζούσε τη ζωή της» με την αγαπημένη του μούσα Άννα Καρίνα, μπαίνουν σταθερά στη λίστα με τα κορυφαία φιλμ από καταβολής σινεμά.

Ο Γκοντάρ ως αυθεντικός φιλέλληνας δήλωσε στην εποχή των μνημονίων ότι «εμείς χρωστάμε στην Ελλάδα κι όχι εκείνη σε μας αφού μας έδωσε την τραγωδία, τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία» ενώ αρνήθηκε να πάει στα Όσκαρ το 2010 για να παραλάβει το τιμητικό βραβείο του κάτι που συνέβη και με το Φεστιβάλ των Καννών του 2015. Φυσικά δεν κέρδισε ποτέ για κάποιο φιλμ του ένα όσκαρ ή έστω Χρυσό Φοίνικα.  Το 2017 ο σκηνοθέτης Μισέλ Χαζιναβίσους γύρισε μια ταινία για την ζωή και την τέχνη του Γκοντάρ με τίτλο «Γκοντάρ αγάπη μου» με επίκεντρο τον Μάη του ’68 και λεπτομέρειες από το βιβλίο της δεύτερης συζύγου του σκηνοθέτη Αν Βιαζέμσκι.

Διαβάστε επίσης

Πέθανε ο σκηνοθέτης της «νουβέλ βαγκ» Ζαν-Λικ Γκοντάρ

 

Documento Newsletter