Τα τελευταία χρόνια βιώνουµε ένα ιδιόµορφο «καθεστώς εξαίρεσης» στη διακυβέρνηση της δηµόσιας πολιτικής που επιβάλλει διά της ισχύος την υφαρπαγή του δηµόσιου πλούτου από µικρό αριθµό επιχειρηµατικών οµίλων, συρρικνώνει τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώµατα και καλλιεργεί τον ηθικό πανικό και τον γενικευµένο φόβο.
Πρόκειται για διεθνές φαινόµενο που χαρακτηρίζει τις περισσότερες χώρες του αναπτυγµένου καπιταλισµού αλλά στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες που είναι εξαρτηµένες από τις ΗΠΑ και τη Γερµανία, τα αντιδηµοκρατικά του χαρακτηριστικά είναι εντονότερα.
Αυτό το «καθεστώς εξαίρεσης» αντιµετωπίζει τα αιτήµατα που αρθρώνουν ευάλωτες και εν γένει λαϊκές οµάδες και τάξεις ως επικίνδυνα για το δηµόσιο συµφέρον χαρακτηρίζοντάς τα συλλήβδην «λαϊκίστικα». Χάρη στον ολιγοπωλιακό έλεγχο των ΜΜΕ αξιοποιεί στον µέγιστο βαθµό εξελιγμένες τεχνικές προπαγάνδας και µετασχηµατίζει τη µεταπολιτευτική δηµοκρατία σε απλή τεχνική ολιγαρχικής διακυβέρνησης.
Το βασικό µοτίβο των κυβερνητικών αξιωµατούχων για την αιτιολόγηση της εµβάθυνσης του προαναφερόµενου µεταδηµοκρατικού αυταρχισµού είναι το επικοινωνιακό κατασκεύασµα που συµπυκνώνεται στο επιχείρηµα: «Αλλού τα πράγµατα είναι πολύ χειρότερα».
Παράλληλα και χωρίς κανέναν ενδοιασµό προπαγανδίζεται µια νέα ιδεολογία περί του επιθυµητού και αποδεκτού εκθειάζοντας την ηθική κατάπτωση της διεθνούς πλουτοκρατίας. Για παράδειγµα, προβάλλεται ως αξιοθαύµαστο επίτευγµα η δαπάνη 15.000 – 20.000 ευρώ για τρεις τέσσερις ώρες νυχτερινής διασκέδασης ή και 100.000 ευρώ για να πλυθούν µε σαµπάνια τα πόδια και τα σώµατα συνοδών στη Μύκονο, ενώ η αύξηση του µισθού και των κοινωνικών επιδοµάτων κατά 50 – 100 ευρώ τον µήνα ανακηρύσσεται σε εθνικό κίνδυνο διότι «εκτρέπει τη δηµοσιονοµική πολιτική».
Επίσης, διακόπτεται βίαια η παραγωγή και εκποιούνται µε ευτελή αντίτιµο κρίσιµοι τοµείς της ελληνικής οικονοµίας, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας µε λιγνίτη και η ΛΑΡΚΟ, και ταυτόχρονα επιδοτούνται γενναιόδωρα και άκριτα οι επενδυτικές επιλογές των εγχώριων και διεθνών ολιγοπωλίων στην ενέργεια ενώ η µείωση των φόρων στα βασικά αγαθά χαρακτηρίζεται ως κίνδυνος για την πορεία της εθνικής οικονοµίας.
Κοντολογίς δαιµονοποιούνται τα δικαιώµατα των εργαζοµένων και καθαγιάζονται τα συµφέροντα των πλουτοκρατών.
H «ύβρις» των οικονοµικών και πολιτικών ελίτ απέναντι σε κάθε αίσθηµα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης δεν προκαλεί ακόµη τη λαϊκή «νέµεσι». Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν διασφαλίζει τη µη εκδήλωσή της στο εγγύς µέλλον. Ο προσανατολισµός της, όµως, δεν θα είναι εκ των ων ουκ άνευ προοδευτικός.
Οπως συνέβη και κατά το παρελθόν, χωρίς τη σθεναρή παρουσία προοδευτικών κινηµάτων και κοµµάτων είναι πιθανό να καταλήξει στον εκφασισµό και στην κατίσχυση της ακροδεξιάς.
Αν και οι διαφωνίες των κοµµάτων της ελληνικής Αριστεράς είναι πολλές και σε ορισµένα στρατηγικά θέµατα θεµελιωδώς διαφορετικές, η κρισιµότητα της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας που βιώνει ο ελληνικός λαός δεν επιτρέπει τη δογµατική εµµονή σ’ αυτές.
Εκ των πραγµάτων, οι επικείµενες εκλογές και η εκδήλωση της λαϊκής απαίτησης για κυβερνητική αλλαγή θα οδηγήσουν τα κεντρώα και αριστερά κόµµατα στην αναζήτηση άµεσων πολιτικών και κυβερνητικών συµµαχιών. Αν και ο περιορισµένος χώρος δεν επιτρέπει την παρουσίασή τους εδώ, τα σηµεία σύγκλισης είναι πολλά και θεµελιώδη για τις συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών τάξεων.
Οταν η κοµµατική σύνθεση των κυβερνήσεων επαφίεται αποκλειστικά στα κελεύσµατα της κάλπης, τα αποτελέσµατα είναι οδυνηρά για τον µεσοµακροπρόσθεσµο προοδευτικό µετασχηµατισµό της ελληνικής κοινωνίας όπως κατέδειξαν τα αποτελέσµατα των καιροσκοπικών συνεργασιών του Ενιαίου Συνασπισµού (ΚΚΕ – ΕΑΡ) µε τη Ν∆ το 1989 και του ΣΥΡΙΖΑ µε τους ΑΝΕΛ το 2015.
Η προοπτική σχηµατισµού µιας προοδευτικής-αριστερής κυβέρνησης, µετά τις επικείµενες εκλογές, απαιτεί σχέδιο, προετοιµασία και οργάνωση που µόνο εάν δροµολογηθούν άµεσα µπορούν να προσδώσουν ρεαλιστικό χαρακτήρα σε µια εναλλακτική κυβερνητική πολιτική.
* Του Κώστα Δημουλά, Αναπληρωτή καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος του επιστημονικού δικτύου για το σοσιαλισμό και τη δημοκρατία