Δεν ξέρω πώς να τον αποχαιρετήσω… Εδώ και κάποιες ώρες πάω πάνω κάτω. Ο Ελισάφ ήταν τόσα πολλά. Ανανέωσε πολιτιστικά τα Γιάννενα, έκανε δομές φιλοξενίας για ανθρώπους και ζώα, ένωσε με πράξεις ανθρώπους από άλλους χώρους, έβαλε την πόλη σε διεθνή φόρα όπως ποτέ πριν, ήταν ευγενής και απαιτητικός στην δουλειά. Όπως πρέπει να είμαστε δλδ. Σε ιδιωτική κουβέντα μου είχε πει πως ήθελε μια ακόμη τετραετία για να ολοκληρώσει το έργο του. Οραματιζόταν ακόμα… κι έφυγε τόσο νέος! Δεν ξέρω πώς να τον αποχαιρετήσω… Θα βάλω τελικά απόσπασμα από ένα κείμενο που μου είχε στείλει για ένα βιβλίο που δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο….
Τη μοιραία Νύχτα, εκείνη του ΄44, που το χιόνι στοιβαζόταν ακόμη και μέσα στην πόλη, εκτός από τους «μεγάλους πρωταγωνιστές» και υπεύθυνους, που άλλωστε όλοι δεν ήταν και παρόντες, υπήρχαν και «οι μικροί τροχοί» «της μηχανής του θανάτου» και που, υποτίθεται, ήταν και «ανεύθυνοι». Ήταν εκεί, καλοντυμένοι και σιδερόφρακτοι. «Αθώοι» και «ανυποψίαστοι». Ο επιλοχίας που σχεδίαζε, ο λοχίας που πρόσταζε, ο δεκανέας που διαμεσολαβούσε. Αλλά και η πληθώρα των στρατιωτών: Αυτός που έβγαζε με αγριοφωνάρες τρομοκρατημένους μέσα στο μισοϋπνι τους, όλους τους «σημαδεμένους». Ο φρουρός του πλαϊνού πεζοδρομίου που στόχευε με αλάνθαστο μάτι το ενδεχόμενο «λανθασμένης κίνησης» του θύματος. Κι ας ήταν ακόμη και μωρό. Ο οδηγός του ασκέπαστου καμιονιού που θα μετέφερε το «φορτίο». Κι ας χιόνιζε ασταμάτητα πάνω από την άναυδη πόλη. Ήταν όλοι τους εκεί. Οι «μικροί τροχοί» που «υπηρετούσαν» με συνέπεια τη μηχανή του θανάτου. Που εκτελούσαν «ευσυνείδητα» το «καθήκον» τους. Και βιάζονταν ανυποψίαστοι να το τελειώσουν. Πριν τους πάρει η μέρα. Η οποία άλλωστε είχε φροντίσει να βγάλει τη νύχτα ασπροπρόσωπη.
Ήταν εκεί όλοι. Βολεμένοι στους εαυτούς τους.
Κι, όμως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ίδιοι άνθρωποι, πριν πέντε ή και περισσότερα χρόνια, ήταν κάποιοι ά λ λ ο ι : Ο ένας κουρέας από το Μόναχο, άλλος λογιστής, από τη Βρέμη, ο τρίτος φοιτητής φιλοσοφίας του …”δικαίου” στο Βερολίνο κ.λπ. κ.λπ. Ήταν κάποιοι άλλοι, που ποτέ δεν είχαν σκεφτεί να αλλάξουν επάγγελμα. Και προπάντων να γίνουν φονιάδες. Άλλωστε ποτέ δεν είχαν γνωρίσει τα τωρινά θύματά τους. Κι ούτε ποτέ είχαν λογαριασμούς μαζί τους. Και με κανέναν.
Τι άλλαξε στο μεταξύ και άλλαξαν τόσο. Κι έγιναν οι μαριονέττες του θανάτου. Και το δέχονται. Τι είναι εκείνο που έθεσε σε κίνηση, τι διαβολικές δυνάμεις που έφεραν μέσα τους και ποια ενστικτώδης παρόρμηση τους εξώθησε σε υποταγή άνευ όρων στον …ηγέτη. Τι συνέβη και οι απλοί αυτοί «άνθρωποι», «οι μικροί τροχοί της μηχανής του θανάτου» έγιναν τέρατα. Και εξαφάνισαν, μέσα σε μια Νύχτα, κάθε ίχνος, έστω και δισταγμού ακόμη, που θα υποδήλωνε ότι κάποτε ήταν και αυτοί άνθρωποι. «Η διαταγή είναι καθαυτή ιερή. Ιερή για κάθε Γερμανό» θα δηλώσει χρόνια μετά ο Μπλούμε, ένας από τους πρωταγωνιστές της τραγωδίας. «Η διαταγή είναι ιερή». Κι ας έβλεπαν πως το «έργο» τους έρχεται κατ’ επιταγή του πυρήνα της Κόλασης. Το «εκτελούν», όμως, με γυάλινα και αδιάφορα μάτια. Σαν να περιποιείται τον πρωϊνό του πελάτη ο χτεσινός κουρέας. Σαν να συμπληρώνει αλάνθαστα τα νούμερά του ο λογιστής. Κι ο φοιτητής της φιλοσοφίας του δικαίου την πραγματεία του. Δηλαδή, καθημερινά πράγματα. Ήταν γεννήματα ιστορικών στιγμών, θα σπεύσει επιπόλαια να υποστηρίξει κανείς. Μόνο που άνθρωπος δεν είναι μόνον γέννημα της Ιστορίας, αλλά και τη διαμορφώνει. Και τι οβιδιακή μεταμόρφωση στη συνέχεια: Οι ίδιοι υπάνθρωποι αργότερα και πολύ όψιμα, θα ξαναγυρίσουν στους παλιούς εαυτούς τους. Θα μεταμορφωθούν και πάλι. Και όταν πολλοί από αυτούς, πολύ όψιμα, θα ρωτηθούν για το ειδεχθές καθήκον τους, όπως ο Μπλούμε, ο Λίνεμαν και ο Χάβρανεκ, και τότε θα απαντήσουν με «ήσυχη» πάλι τη συνείδησή τους: «δεν είδα τίποτε», «δεν άκουσα τίποτε», «δεν «έκανα τίποτε». Απλώς το «καθήκον».
«Μόνον αυτό ….θυμούμαι». Και, θωρακισμένοι πίσω από ένα τείχος υποκριτικής άγνοιας, θα συνεχίσουν την ….καριέρα τους, σαν να μη συνέβη τίποτε. Η «επίσημη» Ιστορία ικανοποιημένη θα γυρίσει σελίδα.
Για πρώτη φορά στην Ιστορία του ανθρώπινου γένους, οι αρχαίοι Έλληνες καθιερώνουν δύο θεότητες, αλλά και αφηρημένες έννοιες, την Ύβρι και τη Νέμεση. Η πρώτη αφορούσε στο ξεπέρασμα του μέτρου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεπερνά τους καθολικά αποδεκτούς κανόνες, δηλαδή, το ανθρώπινο μέτρο, διαφορετικά διαταράσσει την κοινωνική ισορροπία, την οποία προστατεύουν οι θεοί και άρα διαπράττει Ύβριν εναντίον τους. Για τούτο οι θεοί επεμβαίνουν. Καλούν τη Νέμεση και τιμωρούν την Ύβριν. Και επαναποκαθιστούν την κοινωνική ισορροπία. Και διευθετούν την ανθρώπινη συνύπαρξη. Ολόκληρο το μετέπειτα παγκόσμιο δ ί κ α ι ο, μέχρι το σημερινό, στηρίζεται στις θεμελιώδεις αυτές «θεότητες». Που σημαίνει ότι τις αρχές της Ύβρεως και της Νέμεσης τις σεβάστηκαν και τις σέβονται όλοι οι λαοί και όλοι οι αιώνες. Οι μικροί τροχοί, όμως, που ύβρισαν με τον πλέον εφιαλτικό τρόπο, όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά το ανθρώπινο είδος στο σύνολό του, επέστρεψαν αμέριμνοι στον ύπουλα προσχηματικό εαυτό τους και όμοια με τον καβαφικό Νέρωνα, «ασυνείδητοι, ήσυχοι κι ευτυχείς». Και συνέχισαν να ζουν ως άνθρωποι της διπλανής πόρτας.
Για τούτο είναι επιτακτικό σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, να φέρουμε στην επιφάνεια τις μικρές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Όχι, για να μη ξεχαστούν οι Εφιάλτες. Αλλά, γιατί αν τους ξεχάσει η επίσημη Ιστορία, τότε θα είναι η ίδια η Ιστορία που θα υποδείξει στο εμβρόντητο παγκόσμιο κοινό τούτο το ασύλληπτο:
-Μπορείτε να ξεπερνάτε όλα τα εσκαμμένα. Κα να υβρίζετε ακόμη και τους θεούς. Να αφήνετε το «αυγό του φιδιού» να επωάζεται ανενόχλητα στους κόλπους σας. Οι πολλοί και όμοιοί σας μπορούν να … παραβλέψουν. Και μαζί με αυτούς και εκείνοι με τις ατσαλάκωτες τηβέννους και τα …μισόκλειστα μάτια, για να … βλέπουν καλύτερα.
Γνωρίζουμε πως «το αυγό του φιδιού», στο στάδιο της επώασης, δεν προκαλεί. Λουφάζει. Γίνεται σχεδόν καθημερινό. Κι οι συμπεριφορές μας είτε το αγνοούν είτε το χειρότερο- το υποθάλπουν. Με αθώες ανοχές και αποδοχές. Όταν και δεν το ενθαρρύνουν. Εν τω μεταξύ η επίσημη Ιστορία παραδομένη στις ναρκισσιστικές και αυτό – εγκωμιαστικές ερμηνείες των επίδοξων εφιαλτών του μέλλοντος, αυτομολεί προς τις σκοπιμότητες του παρόντος. Αλλοτριώνει τον φρονηματιστικό της στόχο. Και δεν μεταβάλλεται μόνον σε ανωφελές διήγημα, αλλά γίνεται άκρως επικίνδυνο εγχείρημα. Γιατί έρχεται σε μικρές δόσεις: Με τις μικροφραστικές βιαιότητες εναντίον του διαφορετικού. Με την αυτοανακήρυξη του εαυτού μας σε μοναδικής καθαρότητας είδος. Κάτι σαν τους άριους. Με την κατασκευή εχθρών σε βάρος των
… «ξένων». Τώρα η ανοχή λειτουργεί, όπως ακριβώς το μονοξείδιο του άνθρακα, που σε μικρές δόσεις δεν σκοτώνει. Αποκοιμίζει. Και μάλιστα γλυκά και αυτάρεσκα. Ο θάνατος θα ακολουθήσει, όταν θα συντελεστεί βαθιά και ανεπίστρεπτη υπνηλία.
Οφείλουμε, λοιπόν, να επαναφέρουμε την Ιστορία στον ακριβή και ταυτόχρονα παιδαγωγικό της ρόλο. Η ακριβής απεικόνιση του παρελθόντος εγγυάται την ακριβέστερη αξιολόγησή του, προκειμένου να μη διεισδύσει στο παρόν, αλλά και στο μέλλον η εφιαλτική πλευρά του. Βλέποντας μέσα από τη διάφανη οπτική της πραγματικότητας ο ιστορικός και νοηματοδοτώντας, εκ νέου, το παρελθόν, προστατεύει το παρόν και το μέλλον μας.
Είναι επιτακτική στις μέρες μας η αφύπνιση της κοινής γνώμης σε κοινή συστράτευση. Πριν ακόμη οι δόσεις του μονοξειδίου πολλαπλασιαστούν. Και πριν το αυγό του φιδιού σκάσει. Γιατί οι Εφιάλτες, καθώς και κάθε κρίση δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Σε ανεκτικές ή ευεπίφορες κοινωνίες εκκολάπτεται πολύ καιρό πριν. Και οι λαοί οφείλουν να γρηγορούν .
Διαφορετικά το εφιαλτικό παρελθόν μπορεί να επιστρέψει από το μέλλον.
Μωυσής Ελισάφ 1954-2023