Υπόθεση ‘Σύντροφοι Συντρόφισσες’: Σαθρό κατηγορητήριο και παράλογη παραπομπή των τεσσάρων σε δίκη

Υπόθεση ‘Σύντροφοι Συντρόφισσες’: Σαθρό κατηγορητήριο και παράλογη παραπομπή των τεσσάρων σε δίκη

Μία γυναίκα και τρεις άντρες συνελήφθησαν τον Μάρτιο του 2020 κατηγορούμενοι για 57 επιθέσεις μιας φερόμενης τρομοκρατικής οργάνωσης με το όνομα «Σύντροφοι και συντρόφισσες». Δεν προφυλακίστηκε κανείς, αφού τα στοιχεία ήταν ελλιπέστατα, ενώ τους επιβλήθηκαν εξοντωτικοί περιοριστικοί όροι οι οποίοι τους κρατούν σε ομηρία ακόμη και σήμερα, με κάποιους εξ αυτών να εμπλουτίζονται με τα χρόνια. Μάλιστα ο ένας από τους τέσσερις κατηγορούμενους είναι αντιμέτωπος με τον εξωφρενικό αριθμό των εννέα περιοριστικών όρων, μεταξύ των οποίων να μην οδηγεί και να μην ανεβαίνει σε μοτοσικλέτα και να μην εισέρχεται στην Αττική, αφού του έχει επιβληθεί υποχρεωτική μετεγκατάσταση από την Αθήνα στον χώρο καταγωγής του κ.ά.

Η ανάκριση διήρκεσε δύο ολόκληρα χρόνια, τα οποία ωστόσο δεν απέδωσαν καρπούς, αφού μέχρι και σήμερα δεν έχει προκύψει κανένα απτό στοιχείο ενοχής των κατηγορουμένων. Αυτό καταδεικνύεται από την πλήρως και για όλους απαλλακτική εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο ωστόσο δεν την υιοθέτησε και παρέπεμψε τους τέσσερις κατηγορούμενους να δικαστούν στις 6 Φεβρουαρίου για τρεις από τις 57 επιθέσεις του κατηγορητηρίου. Οι δύο από αυτές αφορούν επεισόδια με αστυνομικούς των ΜΑΤ στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο και τον Μάιο του 2019 και η τρίτη αφορά την επίθεση στο Ιδρυμα Μητσοτάκη τον Ιανουάριο του 2020.

Ένας εκ των τεσσάρων κατηγορουμένων μιλώντας στο Documento κάνει λόγο για «μια ξεκάθαρα πολιτική και φρονηματική δίωξη», ενώ προσθέτει ότι «διώκεται η αναρχική ταυτότητα και τιμωρούμαστε που δεν μετανοήσαμε και συνεχίζουμε να έχουμε τις ίδιες πολιτικές θέσεις». Οπως λέει, πρόκειται για «μια δικογραφία που στήθηκε με σκοπό την αποδυνάμωση ενός πολιτικού χώρου», ενώ όλα δείχνουν ότι στόχος είναι η συνηθισμένη τακτική της «απενεργοποίησης» ανθρώπων συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης με σκοπό να ενισχυθεί η… καραμέλα του εσωτερικού εχθρού. Η δικογραφία έχει κύριο πρωταγωνιστή μια τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία «Σύντροφοι και συντρόφισσες», προσφώνηση τόσο κοινότοπη που εγκυμονεί κινδύνους.

Στο παραπεμπτικό βούλευμα αναγνωρίζεται ότι «το προσωνύμιο υπό το οποίο εμφανίζεται η τρομοκρατική οργάνωση παραπέμπει πράγματι σε κοινή προσφώνηση», όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να μην κρίνουν ότι είναι υπογραφή οργάνωσης, επειδή αυτό «συνάδει με την αυτονόητη επιδίωξη απόκρυψης της ταυτότητας των μελών» καθώς «δεν δύναται να αναδειχθεί στοιχείο ικανό να οδηγήσει σε ταυτοποίηση των μελών δραστών, αφού παραπέμπει σε άδηλο αριθμό προσώπων ποικίλων ιδεολογικών κατευθύνσεων». Ωστόσο καμιά τρομοκρατική οργάνωση δεν αναφέρει τον αριθμό των μελών της στο προσωνύμιό της και συνήθως ούτε την ιδεολογία της.

«Θα είναι μια νομική υπέρβαση να προσπαθήσουν να καταδικάσουν έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο με βάση μία προσφώνηση. Αν για παράδειγμα καταδικαστούμε και το δικαστήριο δεχτεί την ύπαρξη της οργάνωσης με το συγκεκριμένο όνομα, όποιος χρησιμοποιεί το “Σύντροφοι και συντρόφισσες” θα είναι ύποπτος για τρομοκρατική οργάνωση; Από την αναρχία αλλά και από ευρύτερα κομμουνιστικά/αριστερά πολιτικά κινήματα, που χρησιμοποιούν την προσφώνηση και δηλώνουν ανοιχτά σύντροφοι και συντρόφισσες, είναι όλοι ύποπτοι;» απορεί ο κατηγορούμενος και προσθέτει πως θεωρεί ότι ουσιαστικά ο αρχικός σκοπός της δίωξης ήταν αυτός: να είναι όλοι δυνάμει ύποπτοι, καθώς αν καταδικαστούν, «θα είναι σαν να κρέμεται ένα τσεκούρι πάνω από το κεφάλι όλου του κόσμου που χρησιμοποιεί αυτή την προσφώνηση».

Τα παράδοξα και οι αυθαιρεσίες

Παράδοξο είναι και το γεγονός ότι για την επίθεση του Σεπτεμβρίου του 2019 υπάρχει ανάληψη ευθύνης η οποία στην κατακλείδα της γράφει «Αναρχικοί/Αναρχικές» και όχι «Σύντροφοι και συντρόφισσες». Σε ένα λογικό άλμα οι δικαστές έκριναν ότι η μια είναι «υποομάδα» της άλλης, με την αιτιολογία ότι σε μια άλλη επίθεση –για την οποία οι κατηγορούμενοι δεν παραπέμπονται– αναρτήθηκε στο διαδίκτυο ένα κείμενο που στο τέλος του έγραφε «Anarxikoi» και λίγες ημέρες αργότερα αναρτήθηκε αναλυτική ανάληψη ευθύνης, η οποία εμπεριείχε το προσωνύμιο «Σύντροφοι και συντρόφισσες». Με μια λογική μπακάλικου λοιπόν οι δικαστές έκριναν ότι οι «Anarxikoi» είναι οι «Αναρχικοί/Αναρχικές» και αυτοί με τη σειρά τους μια ομάδα που εντάσσεται στους «Συντρόφους και συντρόφισσες».

Τη σαθρότητα του κατηγορητηρίου καταδεικνύει και το γεγονός ότι αρχικά αυτό περιλαμβάνει 57 επιθέσεις στις οποίες υποτίθεται ότι συμμετείχαν –σε όλες– οι κατηγορούμενοι. Εξ ορισμού είναι παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς ότι ορισμένες από αυτές τελέστηκαν ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, σε μόνο μία ημέρα τελέστηκαν 13 επιθέσεις σε διάφορες περιοχές της Αθήνας, σχεδόν όλες στις 14.30, «πράγμα που προφανώς καθιστά εξ αντικειμένου ανέφικτη τη συμμετοχή όλων ή κάποιου εκ των κατηγορουμένων σε αυτές τίποτα δεδομένο μάλιστα απουσίες ευρημάτων που να συνδέουν συγκεκριμένα κάποιον ή κάποιους της επίθεσης» όπως αναφέρουν οι δικαστές.

«Η υπόθεση “Σύντροφοι και συντρόφισσες” αποτελεί κατασκεύασμα της κρατικής ασφάλειας που δεν βασίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κοινή λογική. Η αστυνομία συνέλεξε 57 πράξεις που άλλες φέρεται να πραγματοποιήθηκαν από ολιγομελείς ομάδες δύο ή τριών ατόμων και άλλες από ομάδες 20, 30 ή και 50 ατόμων, αυθαίρετα έκρινε ότι τελέστηκαν από τους ίδιους δράστες με την υπογραφή “Σύντροφοι και συντρόφισσες” και τις απέδωσε σε συγκεκριμένα πρόσωπα βασιζόμενη σε προσωπικές σχέσεις και στο γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά ανήκουν στον αναρχικό χώρο» τονίζει στο Documento ο Γιώργος Κακαρνιάς, ένας εκ των συνηγόρων των κατηγορουμένων, και συμπληρώνει ότι«ήδη από το στάδιο του παραπεμπτικού βουλεύματος το μεγαλύτερο μέρος του κατηγορητηρίου κατέπεσε πανηγυρικά και θεωρούμε ότι το ίδιο θα συμβεί και με τις υπόλοιπες κατηγορίες, περιλαμβανομένης αυτής της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση».

Από τη μεριά της η Άννυ Παπαρούσου, επίσης εκ των συνηγόρων των κατηγορουμένων, υπογραμμίζει στο Documento ότι «η αβασιμότητα των κατηγοριών καταδεικνύεται από το γεγονός ότι η εισαγγελική πρόταση ήταν απαλλακτική για όλους τους κατηγορούμενους. Είναι προφανές ότι πρόκειται για πολιτικές διώξεις που στηρίχτηκαν σε μια έωλη νομική κατασκευή που θα αποδομηθεί στο ακροατήριο. Το ζήτημα που ανακύπτει όμως είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση προτάχτηκε παρά τον νόμο η αρχή της σκοπιμότητας έναντι της αρχής της νομιμότητας. Πιστεύουμε ότι στο δικαστήριο θα καταδειχτεί πλήρως αυτή η αντίφαση και θα λήξει η παράλογη δικαστική ομηρία των κατηγορουμένων».

Τέλος, στο βούλευμα επισημαίνεται: «Είναι γεγονός ότι και προς τις προαναφερόμενες πράξεις (σ.σ.: τις τρεις που παραπέμπονται) δεν υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα σε γεννητικό υλικό ή δακτυλικά αποτυπώματα των κατηγορουμένων, ωστόσο τούτο δεν κρίνεται ότι απομειώνει την αποδεικτική αξία των λοιπών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί και από τα οποία προκύπτουν οι σχετικές επαρκείς ενδείξεις σε βάρος τους». Ποιες όμως είναι αυτές οι ενδείξεις και τι είδαν οι δικαστές που δεν είδε πουθενά η εισαγγελέας;

ΜΑΤ και μεταχρονολογημένα τραύματα

Τον Σεπτέμβριο του 2019 οι τρεις από τους τέσσερις κατηγορούμενους, σύμφωνα με τις απολογίες τους, βρίσκονταν σε σπίτι όπου ο ένας εξ αυτών τραυματίστηκε, με αποτέλεσμα να χρειάζεται άμεση διακομιδή σε νοσοκομείο. Κατά την εισαγγελική λειτουργό Σοφία Καρδάρα «οι εν λόγω ισχυρισμοί κρίνονται πειστικοί» καθώς και από την κατάθεση της διευθύντριας του τμήματος πλαστικής χειρουργικής και μικροχειρουργικής του νοσοκομείου προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος είχε πει από την πρώτη στιγμή στους θεράποντες ιατρούς για το ατύχημα που έλαβε χώρα στο σπίτι, ενώ η ίδια επισημαίνει στην κατάθεσή της ότι «τα τραύματα που έφερε ο κατηγορούμενος ταιριάζουν με τον προαναφερόμενο από τον κατηγορούμενο μηχανισμό κάκωσης».

Μάλιστα από την ιατροδικαστική εξέταση, η οποία έγινε μετά τη σύλληψη, προκύπτει ότι «δεν είναι δυνατός με επιστημονική ασφάλεια ο ακριβής προσδιορισμός του μηχανισμού προκλήσεως με δεδομένο το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει». Ετσι η εισαγγελέας καταλήγει: «Δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις αναφορικά με το ότι ο εν λόγω τραυματισμός προήλθε από τη συμμετοχή στην επίθεση τον Σεπτέμβριο του 2019» η οποία έλαβε χώρα την ίδια ημέρα, ενώ τονίζει τη διαφοροποίηση στο προσωνύμιο της ανάληψης ευθύνης.

Ωστόσο το δικαστικό συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς ούτε του κατηγορουμένου ούτε των μαρτύρων και καταλήγει ότι τα τραύματα «προκύπτει ότι προκλήθηκαν από αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ» κατά την επίθεση που τους αποδίδεται, η οποία έγινε την ίδια ημέρα και σε άλλη περιοχή από αυτή που βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι.

Επίθεση σε ΜΑΤ τον Μάιο του 2019

Αναφορικά δε με την επίθεση του Μαΐου του 2019 ως αποδεικτικό στοιχείο παρουσιάζεται ένα βίντεο που βρέθηκε σε υπολογιστή στο σπίτι ενός εκ των κατηγορουμένων που δείχνει τα επεισόδια. Το βίντεο δεν απεικονίζει κανέναν από τους τέσσερις ούτε αποδεικνύεται ότι το τράβηξε κανείς τους. Ετσι η εισαγγελέας σημειώνει ότι «τυγχάνουν πειστικοί οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι το γεγονός ότι αρχεία βίντεο που βρίσκονται σε έναν υπολογιστή, δεν σημαίνει ότι το οπτικό αυτό υλικό έχει ληφθεί από τον κάτοχο του υπολογιστή, καθώς το εν λόγω βίντεο μπορεί να έχει κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο ή να έχει μεταφορτωθεί με άλλον τρόπο».

Ούτε αυτό έπεισε όμως το δικαστικό συμβούλιο, καθώς αναφέρεται στο βίντεο, στο οποίο μεν δεν φαίνεται ο κατηγορούμενος να συμμετέχει στα επεισόδια ούτε ταυτοποιείται ότι εκείνος τραβάει το βίντεο αλλά, όπως τονίζει, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει γίνει μόνο από πρόσωπο που συμμετείχε στη σχετική επίθεση.

Το «θολό» βίντεο και το Ίδρυμα Μητσοτάκη

Όσον αφορά την επίθεση που πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στις 6 Ιανουαρίου 2020, στην απολογία του ο ένας από τους τέσσερις κατηγορούμενους ισχυρίζεται ότι την επίμαχη ημέρα και ώρα ήταν σε φιλικό σπίτι, γεγονός που επιβεβαίωσαν με τις καταθέσεις τους και μάρτυρες που ήταν μαζί του. Το μοναδικό στοιχείο εναντίον του είναι ένα βίντεο από τις 6 Ιανουαρίου που καταγράφηκε από κάμερες ασφαλείας και δείχνει πέντε δράστες να προσεγγίζουν το σημείο και να τοποθετούν τον εκρηκτικό μηχανισμό. Στις κάμερες καταγράφηκε εν μέρει το πρόσωπο ενός από αυτούς, με τους δικαστές να κρίνουν ότι αυτός είναι ο κατηγορούμενος, καθώς και ότι και οι τέσσερις φαίνονται στο βίντεο. «Το πρόσωπο προκύπτει να ταυτίζεται σε επίπεδο επαρκών και σοβαρών ενδείξεων με εκείνο του ενός κατηγορουμένου» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Η ίδια η έκθεση της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών ωστόσο σημειώνει ότι «η μέτρια ποιοτική επάρκεια του βιντεοληπτικού υλικού καθώς και η μερική κάλυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου δεν επιτρέπουν εντοπισμό και σύγκριση ατομικών χαρακτηριστικών, γεγονός το οποίο δεν καθιστά δυνατή την εξαγωγή περαιτέρω συμπεράσματος». Παράλληλα, μάρτυρας εξεταστής ψηφιακών πειστηρίων και βίντεο κατέθεσε ότι ο φερόμενος δράστης που φαίνεται στο βίντεο «φέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις στα χαρακτηριστικά του προσώπου του σε σχέση με τις εικόνες του κατηγορουμένου». Για τους παραπάνω λόγους η εισαγγελέας στην πρότασή της σημείωσε ότι «είναι επισφαλής η αναγνώριση από τους αστυνομικούς από βίντεο και όχι διά ζώσης και χωρίς να στηρίζεται σε κανένα επιστημονικό δεδομένο», για να καταλήξει πως «δεν υφίστανται κατά την κρίση μας επαρκείς ενδείξεις ενοχής και σύνδεσης του κατηγορουμένου ή οποιουδήποτε άλλου κατηγορουμένου με την επίθεση στις 6 Ιανουαρίου 2020».

Αρχικά υποστηρίχτηκε ότι ο κατηγορούμενος απεικονίζεται σε δύο βίντεο (σ.σ.: 3 και 6 Ιανουαρίου) ύστερα από αναγνώρισή του από δύο αστυνομικούς και αυτή όχι διά ζώσης. Τελικά το ύψος του απεικονιζομένου στο προγενέστερο βίντεο διέφερε κατά πολύ από το ύψος του κατηγορουμένου.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter