Αντίστροφα μετρά πλέον ο χρόνος για την εκδίκαση – σε δεύτερο βαθμό – της υπόθεσης απαγωγής του Κρητικού επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη. Όπως έγινε γνωστό, η Εισαγγελία Εφετών Ανατολικής Κρήτης προσδιόρισε τη δικάσιμο για τον Νοέμβριο.
Ειδικότερα, η δίκη των “12” προσδιορίστηκε για την Τετάρτη 4 Νοεμβρίου του 2020 στο Πενταμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, στο Ηράκλειο.
Εξάλλου, πριν από μερικά 24ωρα, δημοσιεύτηκε το σκεπτικό της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης), που ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2019. Μετά την εν λόγω εξέλιξη αναμένεται να διαβιβαστούν τα πρακτικά και η απόφαση του δικαστηρίου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τυχόν εμπλοκής στην υπόθεση τεσσάρων ανδρών, τα ονόματα των οποίων είχαν ακουστεί κατά τη διάρκεια της πολύκροτης δίκης.
Μεταξύ άλλων, στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι επρόκειτο για «ένα αριστοτεχνικά οργανωμένο σχέδιο απαγωγής, που παραπέμπει σε επαγγελματίες δράστες». «Σημειωτέον ότι σε ένα από τα καμένα αυτοκίνητα βρέθηκαν χάλκινες πλακέτες, οι οποίες καταδεικνύουν την κατοχή και χρήση ασυρμάτου μέσου επικοινωνίας μεταξύ των δραστών.
Πρόκειται δηλαδή για ένα αριστοτεχνικά οργανωμένο σχέδιο απαγωγής, που παραπέμπει σε επαγγελματίες δράστες, εκπαιδευμένους και με καταφανή εμπειρία σε παρόμοιες έκνομες δράσεις, που διέθεταν την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή (κλεμμένα ή μη καταχωρισμένα αυτοκίνητα, όπλα, ασυρμάτους, κουκούλες κ.λπ.) με συγκλίνουσα δράση, με κατανεμημένους ρόλους και σίγουρα κεντρική καθοδήγηση και συντονισμό.
Το συμπέρασμα αυτό επιρρωνύεται και από τα στοιχεία που έχουμε γύρω από τον τρόπο και τα μέσα επικοινωνίας των δραστών με τα μέλη της οικογένειας του απαχθέντος, κατά τις 32 επιμέρους επικοινωνίες διαπραγμάτευσης που ακολούθησαν», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο σκεπτικό της απόφασης.
Δεν φορούσαν κουκούλες
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, οι δράστες που άρπαξαν τον Μιχάλη Λεμπιδάκη, τον Μάρτιο του 2017, στα Καλέσα Ηρακλείου, δε φορούσαν κουκούλες, γεγονός το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τα όσα είχε ισχυριστεί ο ίδιος ο απαχθείς.
Σύμφωνα με την απόφαση, «περαιτέρω, σύμφωνα με την κατάθεση του Λεμπιδάκη, τα άτομα που ενεπλάκησαν στη σύλληψη και απαγωγή του ήταν τουλάχιστον τέσσερα (4). Ο ίδιος διατείνεται ότι τα άτομα, που αυτός είδε, φορούσαν κουκούλα. Ωστόσο, η θέση του αυτή δε συμπλέει με τις καταθέσεις (προανακριτικές και ενώπιον του δικαστηρίου) των αυτοπτών μαρτύρων, πλην» ενός εξ αυτών.
«Άλλωστε, και αν αναγνώριζαν οι μάρτυρες κάποιον από τους κατηγορουμένους, προφανώς δε θα το κατέθεταν ενώπιον του δικαστηρίου φοβούμενοι για τη ζωή τους, ενώ ο Λεμπιδάκης πιθανότατα φοβούμενος για τη ζωή του αναφέρει ότι οι δράστες φορούσαν κουκούλες.
Άλλωστε, η πράξη της απαγωγής συντελέστηκε μέρα μεσημέρι, σε πολυσύχναστο δρόμο-κόμβο, επομένως θα ήταν εντελώς επιπόλαιο και παρακινδυνευμένο για τους ίδιους τους δράστες να φορούν κουκούλες και να τραβήξουν την προσοχή των διερχομένων, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ερασιτέχνες αλλά για επαγγελματίες κακοποιούς», αναφέρεται, επιπρόσθετα, στο σκεπτικό της απόφασης.
«Δεν παθαίνει κανείς τίποτα»
Στην απόφαση γίνεται αναφορά και στον 10ο κατηγορούμενο της υπόθεσης. Πρόκειται για τον 47χρονο Ρεθυμνιώτη, κάτοικο Αθηνών, ο οποίος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 26 ετών και 4 μηνών. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο 47χρονος πήρε μέρος στην απαγωγή του Λεμπιδάκη, όντας, μεταξύ άλλων, εκ των ατόμων που άρπαξαν τον επιχειρηματία, στα Καλέσα Ηρακλείου. Σύμφωνα, μάλιστα, με την απόφαση, ήταν εκείνος που είπε την ώρα της αρπαγής του Λεμπιδάκη ότι «δεν παθαίνει κανείς τίποτα».
«(…) Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο (…) συμμετείχε στην απαγωγή του Λεμπιδάκη και είναι αυτός που του είπε “δεν παθαίνει κανένας τίποτα”, δράστης της 1ης και της 2ης διαπραγμάτευσης, ενώ δικό του ήταν και το αυτοκίνητο διαφυγής των απαγωγέων και του απαχθέντος μετά τον εμπρησμό των αυτοκινήτων (…) στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται, ακόμη, η επέμβαση της Αστυνομίας σε Ίμπρο και Βρασκά Χανίων, τον Αύγουστο του 2017, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα ο απαχθείς να μεταφερθεί σε άλλο κρησφύγετο.
«Μαντρί χωρίς ρεύμα»
«Στις 6/8/2017 η επέμβαση της Αστυνομίας σε Ίμπρο και Βρασκά προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και βραδινές ώρες οι δράστες μεταφέρουν τον απαχθέντα Λεμπιδάκη στο 5ο κρησφύγετο. Το κρησφύγετο αυτό, στο οποίο διέμενε ο Λεμπιδάκης από 6 έως 10 Αυγούστου, ήταν μαντρί χωρίς ρεύμα με άθλιες συνθήκες διαβίωσης, βρισκόταν δε στην περιοχή των Σφακίων – νότιο Ρέθυμνο. Ο απαχθείς μεταφέρθηκε εκεί εκτάκτως, χωρίς προγραμματισμό, καθώς ο χώρος δεν προσφερόταν για κρησφύγετο, δε διέθετε ούτε τη στοιχειώδη υποδομή, ενώ και οι ίδιοι οι φύλακες δυσανασχετούσαν για τις συνθήκες διαβίωσης.
Συμπερασματικά οι ιθύνοντες της απαγωγής, μετά την επέμβαση της Αστυνομίας στον Βρασκά, έδωσαν εντολή βεβιασμένα για άμεση μεταφορά του Λεμπιδάκη, φοβούμενοι ότι η Αστυνομία θα εντοπίσει το κρησφύγετο, το οποίο προφανώς ήταν σε αυτή την περιοχή. Ο Λεμπιδάκης στην κατάθεσή του σχετικά με το περιστατικό αναφέρει ότι οι φύλακες του ανέφεραν ότι η μεταφορά του εκτάκτως στο μαντρί οφειλόταν σε αστυνομική επιχείρηση που είχε γίνει για την απελευθέρωση του», αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Η επικοινωνία με την οικογένεια – «Παίξαμε και χάσαμε όλοι»
Εξάλλου, στην απόφαση γίνεται αναφορά και στις επικοινωνίες μεταξύ των δραστών και της οικογένειας του απαχθέντος. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι, κατά τη δεύτερη επικοινωνία που πραγματοποιήθηκε στις 3 Απριλίου του 2017, οι δράστες ζήτησαν από τους συγγενείς του Μιχάλη Λεμπιδάκη το ποσό των 100 εκατομμύρια ευρώ, «με τα λύτρα να πρέπει να αποτελούνται από χαρτονομίσματα μεγάλης ονομαστικής αξίας, τα οποία να είναι “καθαρά”, ήτοι να μην είναι προσημειωμένα».
Κατά την έβδομη επικοινωνία μεταξύ δραστών και οικογένειας (19 Απριλίου του 2017), οι δράστες μείωσαν τα λύτρα σε 70 εκατομμύρια ευρώ. «Το χρονικό αυτό διάστημα λαμβάνει χώρα η 14η (12/5/2017) διαπραγμάτευση από σημεία των νομών Ρεθύμνου-Χανίων και η 15η διαπραγμάτευση (17/5/2017) από σημείο του νομού Ρεθύμνου. Στις επικοινωνίες αυτές η οικογένεια ενημερώνει τους δράστες ότι έχει συγκεντρώσει 8 εκατομμύρια ευρώ περίπου, πλην όμως οι απαγωγείς δεν κάμπτονται, αντίθετα ανταπαντούν “παίξαμε και χάσαμε όλοι” και ότι λυπούνται “για το αποτέλεσμα” και διακόπτουν τη διαπραγμάτευση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο απαχθείς δε θα γυρίσει ζωντανός», αναφέρεται ακόμη στην απόφαση.
«Κατά τη 18η επικοινωνία, που έλαβε χώρα την 28η-29η/6/2017 από σημεία του νομού Χανίων, οι δράστες μείωσαν τα απαιτούμενα λύτρα σε 50 εκατομμύρια ευρώ (…). Στην 22η επικοινωνία στις 11/7/2017 οι δράστες με γραπτά μηνύματα απειλούν ρητώς ότι, αν σε τρεις ημέρες δεν κλείσει η συμφωνία για τα λύτρα, “θα πάρουν πίσω τον άνθρωπό τους νεκρό”», αναφέρεται ακόμη στο σκεπτικό της απόφασης, ενώ σημειώνεται ότι κατά την 30ή επικοινωνία (25/9/2017) εστάλη γραπτό μήνυμα στην οικογένεια που ανέφερε ότι οι απαγωγείς μειώνουν την απαίτησή τους στα 18 εκατομμύρια ευρώ.
Πηγή: Νέα Κρήτη