Υποταγμένη Γαλλία επί μακρόν

Το «ουφ!» της ανακούφισης που ακούστηκε το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής δεν ήταν τόσο δυνατό ώστε να τραντάξει από χαρά το Μέγαρο των Ηλυσίων ούτε βέβαια την Αψίδα του Θριάμβου. Γιατί μόνο θρίαμβος δεν ήταν η νίκη του Μακρόν, αφού οι Γάλλοι δεν ψήφισαν με κριτήριο ποιον θεωρούν καταλληλότερο για να κυβερνήσει αλλά ποιος είναι ο λιγότερο επικίνδυνος. Σε αυτό το δίλημμα ανάμεσα σε έναν νεοφιλελεύθερο και μια ακροδεξιά πήρε ανοιχτά θέση ο Εντουάρ Λουί, ο οποίος έγινε γνωστός μόλις στα 21 του χρόνια με το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ». Εκεί περιγράφει με ωμό τρόπο τη σταδιακή εξαθλίωση της εργατικής τάξης, που καταλήγει να ψηφίζει από απόγνωση Εθνικό Μέτωπο με την αυταπάτη ότι θα νοιαστεί γι’ αυτή. Δήλωσε

λοιπόν λίγο πριν από τις εκλογές ο νεαρός συγγραφέας: «Η ανασφάλεια, η κατάργηση των κοινωνικών επιδομάτων, η αμφισβήτηση της εργατικής νομοθεσίας, η μόνιμη ταπείνωση της εργατικής και της μεσαίας τάξης και η κατάχρηση της αστυνομικής βίας αποτελούν φαινόμενα που ξεκίνησαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και επιδεινώθηκαν επί Μακρόν, τα οποία προκαλούν θυμό και δυσαρέσκεια και κάνουν τον φασισμό να δυναμώνει. Βασικά αύριο διαλέγουμε αν θα ψηφίσουμε την αιτία ή τη συνέπεια του ίδιου ακριβώς φαινομένου. Είναι μια φρικτή λύση. Κι όμως, είναι πιο εύκολο να καταπολεμήσεις μια αιτία παρά μια συνέπεια, που κινδυνεύει να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Το μόνο παρήγορο ήταν η άνοδος της Ανυπότακτης Γαλλίας του Μελανσόν και ειδικά στους νέους. Παρότι κι αυτός υπέκυψε στο σενάριο

του ακροδεξιού σκιάχτρου, εισέπραξε μεγάλο μέρος από τα Κίτρινα Γιλέκα και τους αγώνες των συνδικάτων. Μένει να δούμε με ποια ακροβασία θα το εξαργυρώσει στις βουλευτικές του Ιουνίου.

Στις συγκεντρώσεις της Λεπέν δεν υπήρχαν κέλτικοι σταυροί, ξυρισμένα κεφάλια, χρυσά κρίνα των μοναρχικών, λούμπεν μελανοχίτωνες, φυλετιστές και ακάνθινες «ιερές καρδιές» των φονταμενταλιστών καθολικών, όπως είχε συμβεί στην αναμέτρηση του 2002 ανάμεσα στον πατέρα της και τον Σιράκ. Η κόρη, ελπίζοντας στο θαύμα της αντισυστημικής ψήφου, όπως αυτό που έφερε στην εξουσία τον Τραμπ, απέφυγε τις ιδεολογικές ακρότητες και επέμενε να χαρακτηρίζει τον αντίπαλό της «βασιλιά των πλουσίων». Πόνταρε στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και απέσπασε μεγάλα ποσοστά από άνεργους, αγρότες και εργάτες. Ο Μακρόν, από την άλλη, που στο οπτικό του πεδίο δεν υπάρχουν εργαζόμενοι, παρά μόνο εργοδότες και επιχειρηματίες, φάνηκε να επιβεβαιώνει τον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο Γουόρεν Μπάφετ, που όταν τον ρώτησαν για το τέλος της Ιστορίας και της ταξικής πάλης απάντησε: «Φυσικά και υφίσταται ακόμη η πάλη των τάξεων και την κερδίζουμε εμείς οι πλούσιοι».

Ετσι οι πολίτες, μεταλλαγμένοι σε Μακιαβέλι τσέπης, επέλεξαν με βάση το μη χείρον βέλτιστον την υποταγή στους τραπεζίτες. Ο υπόλοιπος κόσμος όμως, που έχει στο μυαλό του τη Γαλλία ως τη χώρα του Διαφωτισμού, της Παρισινής Κομμούνας και του Μάη του ’68, ξέρει πως δεν θα μπορεί πια να ορκίζεται στην παραφρασμένη ατάκα-οδηγό από την Καζαμπλάνκα «Εμείς θα έχουμε πάντα τη Γαλλία», που θα συνόψιζε τον αξιακό κώδικα των ελευθεριών και των δικαιωμάτων.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης