Υποπτη για χειραγώγηση της Δικαιοσύνης η κυβέρνηση

Υποπτη για χειραγώγηση της Δικαιοσύνης η κυβέρνηση

Σκεφτείτε δύο πρωτόδικες δικαστικές αποφάσεις για δύο διαφορετικά εγκλήματα: στη μία ο ένοχος κακουργήματος απολαμβάνει –απολύτως θεμιτά για την ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη– δικαιώματα σε σχέση με το τεκμήριο της αθωότητας και στην άλλη ο ένοχος πλημμελήματος οδηγείται απευθείας στη φυλακή χωρίς δυνατότητα αναστολής. Αν βλέπετε κι εσείς το παράδοξο, τότε καταλαβαίνετε ότι με άλλη μια αιφνιδιαστική τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης ο κ. Τσιάρας πολύ πρόσφατα αναστάτωσε τον χώρο της Δικαιοσύνης με την πολύ προβληματική αναδιαμόρφωση του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα.

Η κυριολεκτικά ανεξήγητη – αφού ως τροπολογία της τελευταίας στιγμής υποστηρίχτηκε «στο γόνατο»–, εντελώς αυθαίρετη και νομικά αδιανόητη επιλογή κατάργησης του τεκμηρίου της αθωότητας για όσους κατηγορούνται αποκλειστικά για σύσταση αλλά και απλή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ανοίγει διάπλατα τον δρόμο του ανελαστικού άμεσου εγκλεισμού ακόμη και για πλημμελήματα, με πρωτόδικη μάλιστα απόφαση. Πρόκειται για τροποποίηση εξαιρετικά προβληματική, η οποία όχι μόνο βάζει την πατρίδα μας σε περιπέτειες (αντι)συνταγματικής περιωπής, προσβάλλοντας ευθέως την αρχή της αναλογικότητας, αλλά παραβιάζει ταυτόχρονα την ίδια την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την πάγια εγχώρια και διεθνή νομολογία ανώτατων δικαστηρίων ως προς την έννοια και την έκταση του τεκμηρίου της αθωότητας.

Αυτή την απαράδεκτη και κατακριτέα σχετικοποίηση στηλίτευσαν οι δικηγόροι της χώρας, αφού η Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας απαίτησε εξαρχής την απόσυρση της τροπολογίας και απαιτεί –πλέον– την άμεση κατάργηση της σχετικής διάταξης.

Εδώ, όμως, αναφύεται και ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα: με αυτήν ακριβώς την κάκιστη και προσχηματικώς επείγουσα παράγραφο 6 στο άρθρο 187 έρχεται η κυβέρνηση και πλέον δένει πισθάγκωνα τα χέρια της Δικαιοσύνης σε αυτές –και μόνο–τις περιπτώσεις του Ποινικού Κώδικα.

Ετσι, ένοχος πλημμελήματος στερείται τα δικαιώματα αναστολής εκτέλεσης της ποινής υπό όρο και μετατροπής της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία σε φορείς του κράτους και ο ένοχος κακουργήματος το δικαίωμα σε ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης.

Τελικά, όμως, για ποιον ακριβώς λόγο θέλει μια κυβέρνηση να επιφυλάξει τόσο εξαιρετική, επιλεκτική και σκληρή στάση απέναντι σε ένα και μόνο έγκλημα;

Γιατί παραβιάζει με πρωτοφανή και παράνομο τρόπο έναν θεμελιακό κανόνα του ποινικού δικαίου που διαπνέει οριζόντια τη δικαιοταξία μας;

Γιατί ανοίγει ζήτημα αναδρομικότητας με επιχειρήματα περί οιονεί δικονομικής διάταξης που δεν καλύπτεται από το άρ. 2 περί κατίσχυσης του εκάστοτε ευνοϊκότερου ουσιαστικού ποινικού νόμου;

Γιατί από όλα τα εγκλήματα –ακόμη και τα πολύ βαρύτερα– επιλέγει το συγκεκριμένο για να επηρεάσει μελλοντικές αλλά και ήδη ανοιχτές υποθέσεις;

Είναι πράγματι τυχαία αυτή η ακραία και νομικά εσφαλμένη ποινική στοχοποίηση όταν τη Δικαιοσύνη απασχολούν ακόμη ο Ρουβίκωνας, οι υποθέσεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος και διώξεων δικαστικών λειτουργών και δημοσιογράφων;

Είναι συμπτωματικό το τέλμα των αστυνομικών ερευνών στην υπόθεση Καραϊβάζ και οι πολύ πρόσφατες αποκαλύψεις για την παρακολούθηση –με λογισμικό παρακολούθησης το οποίο διαθέτει η ΕΥΠ– του κινητού τηλεφώνου του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη, ο οποίος ερευνά υποθέσεις που αγγίζουν τον πυρήνα του οργανωμένου εγκλήματος και της διαπλοκής στην Ελλάδα;

Ολες αυτές τις εύλογες ανησυχίες και απορίες όφειλαν να αντιμετωπίσουν υπεύθυνα και έγκαιρα η κυβέρνηση και το υπουργείο Δικαιοσύνης. Αντ’ αυτού, επέλεξαν να περάσουν «νύχτα» μια τροπολογία που τους εκθέτει ανεπανόρθωτα και τους καθιστά ύποπτους για χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και πολιτικά αναξιόπιστους. Αφού η κατάργηση της επίμαχης διάταξης παραμένει η μόνη ενδεδειγμένη και απολύτως εφικτή λύση, κάθε περαιτέρω καθυστέρηση βαρύνει ακόμη περισσότερο τη θέση τους.

Documento Newsletter