Κανονιστική Παρέμβαση δημοσιοποίησε στις αρχές Αυγούστου η Επιτροπή Ανταγωνισμού σχετικά με τις τιμές των καυσίμων. Στο κείμενο 336 σελίδων, το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, γίνονται αναφορές σε συνθήκες δυοπωλίου και οριακές διαφορές στις τιμές.
Η Επιτροπή αξιολόγησε τις συνθήκες που επικρατούν όσον αφορά τον ανταγωνισμό στα στάδια παραγωγής και διανομής, δηλαδή τη διύλιση, την εμπορία και τη λιανική διάθεση, σε επιμέρους προϊόντα όπως η αμόλυβδη βενζίνη, το πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης.
Αναλύοντας τις τιμές χονδρικής διαπίστωσε ταύτιση με οριακές διαφορές μεταξύ των εταιρειών διύλισης και παράλληλη εξέλιξης των τιμών κατά τις εξεταζόμενες περιόδους (2020-22 και 2022-24).
Διαβάστε αναλυτικά την Έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού εδώ
Στα συμπεράσματα της έκθεσης η Επιτροπή Ανταγωνισμού επεσήμανε ότι:
Στο στάδιο της διύλισης επικρατούν συνθήκες δυοπωλίου, με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Οι καθοριστικοί παράγοντες διαμόρφωσης της τιμής για τις εγχώριες πωλήσεις κάθε προϊόντος (ιδίως τιμή Platts, φορολογία και λοιπές επιβαρύνσεις και ισοτιμία US$/ευρώ) είναι κοινοί για τις δύο εταιρείες. Τον πιο σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η τιμή του δείκτη Platts MED ανά προϊόν πετρελαίου. Από την ανάλυση των τιμών διύλισης προέκυψε ταύτιση (με οριακές διαφορές στις τιμές μεταξύ των δύο εταιρειών στο τέταρτο με πέμπτο δεκαδικό ψηφίο) και παράλληλη εξέλιξη των τιμών. Περαιτέρω, και στις δύο υπό εξέταση περιόδους, τα περιθώρια διύλισης αυξήθηκαν, παρόλο που μεταξύ των δύο υπό εξέταση περιόδων παρατηρούνται αντίθετες τάσεις στην κίνηση των τιμών αργού πετρελαίου και τελικών προϊόντων (βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης). Παρά το αυξημένο περιθώριο διύλισης του πρώτου σοκ, οι εταιρείες διύλισης δεν εμφάνισαν λειτουργικά κέρδη στο σύνολο της χρήσης του 2020 , γεγονός που οφείλεται κυρίως στην περιορισμένη, λόγω της πανδημίας, ζήτηση και κατ’ επέκταση παραγωγή τελικών προϊόντων από τις εταιρείες διύλισης, σε σχέση με το υψηλό σταθερό κόστος παραγωγής τους. Αντίθετα, το αυξημένο περιθώριο διύλισης του δεύτερου σοκ οδήγησε σε σημαντικά λειτουργικά κέρδη στις εταιρείες διύλισης, καθώς συνοδεύτηκε από σχετικά αυξημένη ζήτηση (σε σχέση με τη χρήση του 2020) και κατ’ επέκταση παραγωγή από τις εταιρείες διύλισης και με διαχρονικές αυξήσεις στις τιμές. Στην ανάλυση αυτή συνεκτιμάται και η σχετική εξωστρέφεια των εταιρειών, καθώς πραγματοποιούν σημαντικό μέρος των πωλήσεών τους σε χώρες του εξωτερικού, εντούτοις προκύπτει, εν γένει, για τα εξεταζόμενα προϊόντα μεγαλύτερο ανά μονάδα έσοδο από εγχώριες πωλήσεις για την κάθε εταιρεία, σε σχέση με το αντίστοιχο μέσο έσοδο των εξαγωγών τους.
Η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα, η οποία υπερκαλύπτει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς, σε συνδυασμό και με τη συρρίκνωση του κλάδου (παγκοσμίως), διαχρονικά λειτουργούν ανασταλτικά για την είσοδο άλλων εταιρειών στον κλάδο. Παράλληλα, υφίστανται και μία σειρά από εμπόδια εισόδου, όπως, τα υψηλά απαιτούμενα και μη ανακτήσιμου κόστους κεφάλαια για τη δημιουργία των αναγκαίων παραγωγικών εγκαταστάσεων, τα μη προβλέψιμα περιθώρια κέρδους που χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη μεταβλητότητα, οι μελλοντικές προοπτικές περαιτέρω περιορισμού της εν λόγω αγοράς σε διεθνές επίπεδο, καθώς και εγχώριοι θεσμικοί παράγοντες, όπως οι προβλεπόμενες χρονοβόρες και απαιτητικές διαδικασίες αδειοδότησης και η υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας.
Οι εισαγωγές δεν φαίνεται να ασκούν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η ανάγκη τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας ενδέχεται να θέτει εμπόδια στις εισαγωγές για τις ανεξάρτητες εταιρείες εμπορίας. Οι εταιρείες ικανοποιούν τις ανάγκες τους μέσω συμβάσεων (συν)αποθήκευσης και εξυπηρέτησης, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να μειώνει την ένταση ανταγωνισμού μεταξύ τους ή δημιουργεί bottlenecks, ιδίως σε περιοχές της νησιωτικής χώρας. Οι εισαγωγές θα μπορούσαν να συνιστούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας των εταιρειών εμπορίας, ασκώντας ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης. Η μη ύπαρξη εισαγωγών σε συνδυασμό με τους περιορισμούς που τίθενται στους αποθηκευτικούς χώρους και το αυξημένο κόστος τήρησης αποθεμάτων, συνιστούν εμπόδια εισόδου/επέκτασης που περιορίζουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.
Η παρατηρούμενη ασύμμετρη μετακύλιση (για το πετρέλαιο κίνησης κατά την πρώτη περίοδο και για τη βενζίνη αμόλυβδη 95 και το πετρέλαιο κίνησης τη δεύτερη περίοδο, όπου οι αυξήσεις των τιμών του δείκτη Platts μετακυλίονται περισσότερο στις τιμές πώλησης των διυλιστηρίων βενζίνης και πετρελαίου κίνησης, σε σχέση με τις αντίστοιχες μειώσεις), σε συνδυασμό με τα υψηλά περιθώρια κερδοφορίας των εταιρειών διύλισης και της επιλογής συγκεκριμένων παραγόντων τιμολόγησης και την εξαιρετικά χαμηλή ανταγωνιστική πίεση λόγω των περιορισμένων εισαγωγών, επιβεβαιώνουν την ικανότητα των εταιρειών διύλισης να αυξάνουν επικερδώς τις τιμές τους, χωρίς να επηρεάζονται αισθητά από τις ενέργειες των πελατών τους ή να περιορίζονται από δυνητικούς ανταγωνιστές. Ιδιαίτερα, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων τιμολόγησης των εταιρειών εμπορίας από τις εταιρείες διύλισης, καθίσταται σαφές ότι οι τελευταίες αντισταθμίζουν τουλάχιστον σημαντικό μέρος των κινδύνων τους (όπως μεταβλητότητα συναλλαγματικής ισοτιμίας και μεταβλητότητα τιμής αγοράς αργού πετρελαίου/κόστους,) και το μετακυλίουν προς τους πελάτες τους, οι οποίοι δεν διαθέτουν εναλλακτική πηγή εφοδιασμού. Σημειώνεται ότι οι εταιρείες διύλισης πραγματοποιούν μεγαλύτερο έσοδο από τις πωλήσεις στους στην εγχώρια αγορά έναντι των εξαγωγών.
Στο στάδιο της χονδρικής εμπορίας η αγορά χαρακτηρίζεται από μέτριο προς χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης, όπου οι δραστηριοποιούμενες εταιρείες επιδιώκουν να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της προώθησης εναλλακτικών διαφοροποιημένων προϊόντων, της παροχής υπηρεσιών καθώς και της εν γένει αξιοποίησης του σήματός που εμπορεύονται. Οι πελάτες (πρατήρια λιανικής διάθεσης) δεν πραγματοποιούν απευθείας αγορές από τα διυλιστήρια ούτε και εισαγωγές, συνεπώς δεν έχουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας. Συνεπώς, η διαπραγματευτική δύναμη ανήκει στις εταιρείες της χονδρικής, οι οποίες με τη σειρά τους περιορίζονται από την έλλειψη εναλλακτικών πηγών προμήθειας στο στάδιο της διύλισης, Ως εμπόδια εισόδου σημειώνονται ο υψηλός βαθμός καθετοποίησης σε συνδυασμό με τις οικονομίες κλίμακας και φάσματος, η συρρίκνωση του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς, η έντονη παραβατικότητα, οι δυσκολίες εισαγωγής πετρελαιοειδών από τις εταιρείες εμπορίας, λόγω του συστήματος τήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας, οι περιορισμοί που συνδέονται με την αδειοδότηση των αποθηκευτικών χώρων. Τέλος, σημειώνεται ότι η αποδοτικότητα των εταιρειών εμπορίας σε επίπεδο μικτών αποτελεσμάτων εμφανίζει περιορισμένο εύρος και με διαχρονικά μικρές σχετικά διακυμάνσεις και οριακά θετικά λειτουργικά περιθώρια κερδοφορίας.
Η δυσκολία εξεύρεσης εναλλακτικής πηγής προμήθειας μέσω εισαγωγών έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία άσκησης πίεσης των εταιρειών εμπορίας προς τις εταιρείες διύλισης και συνεπώς τη δυνατότητα των τελευταίων να πωλούν τα προϊόντα τους σε αυξημένες τιμές, το οποίο συνιστά δομικό εμπόδιο εισόδου ή επέκτασης ανταγωνιστών των εταιρειών διύλισης ή έστω άσκησης πίεσης εκ μέρους των πελατών αυτών. Ως εκ τούτου, η αδυναμία εισαγωγών σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στην αδειοδότηση αποθηκευτικών χώρων, αλλά και του αυξημένου κόστους τήρησης αποθεμάτων, συνιστούν παράγοντες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Ως προς τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης των τριών υπό κρίση προϊόντων, σημειώνεται ότι υφίστανται γεωγραφικές περιοχές στην εγχώρια αγορά, όπου διατηρεί εγκατάσταση μόνο μία εταιρεία. Το γεγονός αυτό μπορεί να δυσχεραίνει την αποθήκευση καυσίμων ιδιαιτέρως στη νησιωτική Ελλάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμβάσεις συν-αποθήκευσης και συνεξυπηρέτησης δύναται να επιλύσουν ζητήματα περιορισμού στην αποθήκευση, εντούτοις παρατηρείται σε κάποιες από τις συμβάσεις συν-αποθήκευσης να περιλαμβάνονται συμφωνίες αποκλειστικότητας, οι οποίες δύνανται υπό προϋποθέσεις να δημιουργούν συνθήκες μη αποτελεσματικού ανταγωνισμού, καθώς περιορίζουν την πρόσβαση ενδιαφερόμενων τρίτων μερών σε εγκαταστάσεις αποθήκευσης, σημαντικές για την περαιτέρω δραστηριοποίησή τους, ιδίως σε νησιωτικές ή απομακρυσμένες περιοχές, όπου οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης είναι ούτως ή άλλως πεπερασμένες σε αριθμό.
Στο στάδιο της λιανικής δραστηριοποιούνται 6.117 πρατήρια από τα οποία τα 5.825 λειτουργούν με το σήμα κάποιας εταιρείας, ενώ τα υπόλοιπα είναι ανεξάρτητα πρατήρια. Ως εμπόδια εισόδου στο επίπεδο της λιανικής προμήθειας σημειώνονται το ύψος της επένδυσης για τη δημιουργία ενός πρατηρίου, τα χαμηλά περιθώρια κέρδους και η παραβατικότητα (νοθεία). Αντίστοιχα και στο στάδιο λιανικής οι εισαγωγές θα μπορούσαν να συνιστούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας των εταιρειών εμπορίας, ασκώντας ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης.
Διαβάστε επίσης
«Τι απέγινε η ανθρωπιά μας;» – Αξιωματούχος του ΟΗΕ μιλά για τη δραματική κατάσταση στη Γάζα
Καιρός: Ισχυρές βροχοπτώσεις και καταιγίδες την Παρασκευή – Πού αναμένονται ισχυρά φαινόμενα (LIVE)
ΠΑΟΚ, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός στην Ευρώπη: Οι πιθανοί αντίπαλοι σε Europa και Conference League
ΕΣΥ: Κίνητρα κατόπιν εορτής για νησιά και ακριτικές περιοχές