Η υπόθεση των υποκλοπών αποτελεί οπωσδήποτε το απόγειο της διαρκούς και ανελέητης κυβερνητικής επίθεσης στο κράτος δικαίου και στη θεσμική ομαλότητα. Ο κ. Μητσοτάκης φρόντισε από την πρώτη κιόλας ημέρα της διακυβέρνησής του με τον διαβόητο νόμο για το δήθεν επιτελικό κράτος να δείξει τις προθέσεις του για τον… πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την κανονικότητα και να γράψει από πολύ νωρίς τις πρώτες σελίδες της «μαύρης βίβλου» των πεπραγμένων του.
Τα γεγονότα αυτά καθαυτά είναι γνωστά, αδιαμφισβήτητα και δεν χρειάζεται ανασκόπηση. Ωστόσο δεν μπορούν να μείνουν ασχολίαστες οι πανικόβλητες και εξαιρετικά ύποπτες αντιδράσεις του πρωθυπουργικού γραφείου και της κυβερνώσας παράταξης στον απόηχο των αποκαλύψεων για την ανεξέλεγκτη λειτουργία της ΕΥΠ και για το παραμάγαζο παρακολουθήσεων μέσω Predator.
Είναι σαφές ότι τόσο ο απόλυτα έμπιστος και στενός συγγενής του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης όσο και ο τέως διοικητής της ΕΥΠ Παναγιώτης Κοντολέων δεν αποχώρησαν αυτοβούλως για λόγους συνειδησιακούς αλλά εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση.
Η αλληλουχία των γεγονότων, όμως, αποδεικνύει ότι αυτό δεν συνέβη λόγω κάποιας ειλικρινούς μεταμέλειας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός επέλεξε απλώς να καταστήσει αποδιοπομπαίους τράγους δύο πρώην εκλεκτούς του μετακλητούς. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια υποβάθμισης της συλλογικής νοημοσύνης, ο «αντ’ αυτού» κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι οι παραιτηθέντες ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη, λες κι αυτό είναι ποτέ δυνατόν να συμβεί από μη πολιτικά πρόσωπα.
Υποπτη σε βαθμό ενοχής ήταν και η συνειδητή γελοιοποίηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών ελέγχου. Κόντρα στην ομοφωνία των έγκριτων συνταγματολόγων, κόντρα σε κάθε έννοια πολιτικής υπευθυνότητας και στοιχειώδους εντιμότητας, κόντρα στην ίδια τη λογική, η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε να επικαλείται αδιάκριτα, καταχρηστικά και μονότονα ένα δήθεν απόρρητο, με αποκλειστικό στόχο τη συσκότιση του σκανδάλου και τη συγκάλυψη των αμαρτιών και των αμαρτωλών. Βεβαίως, η στάση αυτή της κυβέρνησης δεν εκθέτει μόνο την ίδια στο εσωτερικό, αλλά υποβαθμίζει τη χώρα στη διεθνή σκηνή. Οι αλγεινές εντυπώσεις που έχουν προκληθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση δυστυχώς τοποθετούν πλέον την πατρίδα μας στο ίδιο κάδρο με χώρες-παρίες του κράτους δικαίου όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβενία.
Ωστόσο το αποκορύφωμα του πρωθυπουργικού πανικού και της «γαλάζιας» αμηχανίας καταγράφηκε συνοπτικά στη νομοθετική πρωτοβουλία για την άρση του απορρήτου, την τελευταία –μέχρι τώρα– πράξη του δράματος.
Οι διατάξεις του σχεδίου νόμου επικρίθηκαν με σφοδρότητα για βαριές και επικίνδυνες αστοχίες από τους πιο έγκριτους νομικούς κύκλους, διεύρυναν ακόμη περισσότερο το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της κυβέρνησης και της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), την οποία οδηγούν σε πλήρη υποβάθμιση, έδεσαν τα χέρια των εισαγγελέων και των δικαστών μετατρέποντάς τους σε απλούς διαδικαστικούς θεατές και λειτούργησαν ως πλυντήριο του σκανδάλου. Η μη γνωστοποίηση του ονόματος του προσώπου που πρόκειται να τεθεί υπό παρακολούθηση, η απουσία ανώτατου ορίου στον ετήσιο αριθμό εγκρίσεων για επισυνδέσεις από την αρμόδια εισαγγελική αρχή, η μη απαγόρευση παρακολούθησης πολιτικών προσώπων με την αόριστη επίκληση της εθνικής ασφάλειας και η καταστρατήγηση της πολύ πρόσφατης νομολογίας του δικαστηρίου της ΕΕ (απόφαση της 02/03/2021 στην υπόθεση C-746/2018) που κρίνει ότι λειτουργός που εκπροσωπεί τη διώκουσα αρχή (εισαγγελέας στην περίπτωση της Ελλάδας) δεν πρέπει να έχει αρμοδιότητα άρσης απορρήτου συνθέτουν το παζλ της εκτροπής. Ως εξοργιστικό επιστέγασμα της φαύλης ομερτά «προσγειώθηκε» η παράλογη και υποχρεωτική τριετής αναμονή του ενδιαφερομένου προτού μπορέσει να υποβάλει αίτηση για να ενημερωθεί αν και με ποιους όρους άρθηκε το απόρρητο των επικοινωνιών του, αφού εν τω μεταξύ τα προϊόντα της παρακολούθησης θα έχουν καταστραφεί.
Επειδή η συντονισμένη εκστρατεία υποβάθμισης του σκανδάλου των υποκλοπών βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με απίθανες σχετικοποιήσεις, είναι αδήριτη η ανάγκη αντίστασης από κάθε φιλελεύθερο πολίτη. Η απαίτηση για δικαιοκρατούμενους θεσμούς και για προάσπιση της ιδιωτικότητας δεν είναι θεωρητική αμπελοφιλοσοφία. Είναι έμπρακτο πρόταγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ζωτική προϋπόθεση της δημοκρατίας και το ύστατο εμπόδιο απέναντι σε ολοκληρωτικές εκτροπές καθεστωτικού τύπου. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου της ίδιας μας της ελευθερίας.
Η Αγγελική Αδαμοπούλου είναι ανεξάρτητη βουλευτής Α’ Αθήνας