Μία απόφαση «πιλότο» για το σκάνδαλο των υποκλοπών εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ). Συγκεκριμένα το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ιταλία για παράνομη παρακολούθηση του πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, καθώς το ιταλικό δίκαιο δεν του έδινε τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τους λόγους της παρακολούθησής του, όπως επίσης και να έχει πρόσβαση στο υλικό της παρακολούθησης, ώστε να προσφύγει νομικά σε περίπτωση που το επιθυμεί. Μάλιστα η παρακολούθηση έγινε με εισαγγελική εντολή, όπως ακριβώς έγινε στη χώρα μας με τις επισυνδέσεις της ΕΥΠ, κατόπιν έγκρισης της εισαγγελέως Βασιλικής Βλάχου.
Πρόκειται για την υπόθεση παρακολούθησης του διαβόητου Bruno Contrada, πρώην υψηλόβαθμου αστυνομικού και αναπληρωτή διευθυντή της ιταλικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών SISDE. Ο Contrada είχε καταδικαστεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90 για τις σχέσεις του με τη Μαφία. Μάλιστα το 2008 η καταδίκη του Contrada κατέστη τελεσίδικη. Σύμφωνα με τις αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων ο Contrada από το 1979 έως το 1988 είχε συνεργαστεί με την Cosa Nostra και είχε συμβάλει συστηματικά «στις δραστηριότητες και την επίτευξη των εγκληματικών της στόχων».
Η προσφυγή του Contrada στο ΕΔΔΑ αφορούσε στην παρακολούθηση των τηλεφωνικών του συνομιλιών το 2017, στο πλαίσιο ποινικών ερευνών για τη δολοφονία ενός αστυνομικού το 1989. Η παρακολούθηση του Contrada διετάχθη από τις εισαγγελικές αρχές της χώρας. Στο στόχαστρο των ιταλικών αρχών είχαν μπει δύο μέλη της Cosa Nostra και ένας αστυνομικός, αλλά όχι ο Contrada. Όπως αναφέρεται μάλιστα στην απόφαση του ΕΔΔΑ. «ο Contrada δεν ήταν ύποπτος».
Ο εισαγγελέας που είχε αναλάβει την υπόθεση εξιχνίασης της δολοφονίας του ιταλού αστυνομικού είχε διαπιστώσει πως το θύμα ανήκε σε «μυστική ομάδα», η οποία είχε αναλάβει να εντοπίσει συγκεκριμένα μέλη της Μαφίας. Ωστόσο, μέλη της ομάδας αυτής των μυστικών αστυνομικών, συμπεριλαμβανομένου του Contrada και άλλων αξιωματικών είχαν διαφθαρεί από τη Μαφία με αποτέλεσμα να παρεμποδίζουν τις έρευνες.
Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση, η Εισαγγελία της Ιταλίας έκρινε πως ήταν απαραίτητο «να υποκλέψει τις συνομιλίες του Contrada και των φερόμενων ως διεφθαρμένων αστυνομικών». Την ίδια μέρα ο ανακριτή του Παλέρμο «άναψε» το πράσινο φως για την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών, καθώς έκρινε ότι «υπήρχαν επαρκή στοιχεία κατά των τριών υπόπτων» για διάπραξη των αδικημάτων της ανθρωποκτονίας και της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση τύπου μαφίας».
Η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών έγινε αρχικά για 40 ημέρες και στη συνέχεια παρατάθηκε δύο φορές. Στις 3 Αυγούστου 2018 ο ανακριτής διέταξε να κατατεθούν τα πρακτικά των υποκλαπέντων συνομιλιών μέχρι να λήξει την προκαταρκτική έρευνα.
Την ίδια περίοδο η εισαγγελία διέταξε κατ΄ οίκον έρευνα στο σπίτι του Contrada και σε άλλα δύο ακίνητα που χρησιμοποιούσε. Την ύπαρξη των ακινήτων είχε αποκαλύψει η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών του Contrada. Κατά την έφοδο των ιταλικών αρχών ο Contrada ενημερώθηκε ότι «οι τηλεφωνικές του γραμμές είχαν παρακολουθηθεί και οι συνομιλίες του είχαν καταγραφεί», καθώς οι αστυνομικοί του ανέγνωσαν το ένταλμα που είχε εκδοθεί για την έρευνα. Στη συνέχεια προσέφυγε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Παράνομη παρακολούθηση
Το ΕΔΔΑ, με απόφαση που εξέδωσε πριν από μερικές μέρες, καταδίκασε την Ιταλία με το σκεπτικό ότι η παρακολούθηση ήταν παράνομη, καθώς παραβίασε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και επιδίκασε αποζημίωση ύψους 9.000 ευρώ στον Contrada.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ, το δίκαιο της Ιταλίας προβλέπει ότι οι «διάδικοι» πρέπει να «ενημερώνονται αμέσως όταν λήξει η τηλεφωνική τους παρακολούθηση», ενώ οφείλουν να τους «χορηγήσουν πρόσβαση στις σχετικές ηχογραφήσεις και απομαγνητοφωνήσεις, μαζί με όλες τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις, ώστε να μπορούν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα και την αναγκαιότητά τους, κατά περίπτωση».
Ωστόσο η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται για περιπτώσεις όπου οι παρακολουθούμενοι δεν είναι διάδικοι και ως επακόλουθο ο παρακολουθούμενος δεν μπορεί να λάβει γνώσει του υλικού της παρακολούθησης και τους λόγους για τους οποίους έγινε, ενώ δεν διαθέτει κανένα μέσο προσφυγής προκειμένου να προσβάλει δικαστικώς τις παρακολουθήσεις που διατάχθηκαν σε βάρος του.
Πιο αναλυτικά το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η ιταλική νομοθεσία δεν παρείχε επαρκείς και αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά της κατάχρησης» σε όσους είχαν τεθεί σε παρακολούθηση αλλά δεν ήταν διάδικοι σε μια υπόθεση. Συγκεκριμένα δεν υπήρχε καμία «διάταξη βάσει της οποίας τα πρόσωπα αυτά θα μπορούσαν να ζητήσουν από δικαστική αρχή αποτελεσματική επανεξέταση της νομιμότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου και να λάβουν την κατάλληλη αποζημίωση».
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ το γεγονός αυτό εγείρει ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια του δικαίου, κάτι που δεν μπορεί να γίνει ανεκτό σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Ο αντισυνταγματικός νόμος Μητσοτάκη
Η απόφαση του ΕΔΔΑ εγείρει νέα δεδομένα στην περίπτωση των ελληνικών παρακολουθήσεων. Ήδη το ΣτΕ έκρινε ως αντισυνταγματικό το νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη το Μάρτιο του 2021, η οποία αφαιρούσε τη δυνατότητα στους παρακολουθούμενους να ενημερωθούν για την άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου από την ΕΥΠ. Όπως έγινε στην περίπτωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη.
Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 465/2024 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία καλούσε την ΑΔΑΕ να γνωστοποιήσει στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ την εισαγγελική διάταξη αλλά και τον φάκελο με το υλικό που έχει συλλεγεί , έπειτα από την άρση απορρήτου των επικοινωνιών του κ. Ανδρουλάκη.
Διαβάστε επίσης: