Την περασμένη εβδομάδα το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε στη Βουλή τον κρατικό προϋπολογισμό 2023 με σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το προσχέδιο. Ενδεχομένως κι αυτός ο προϋπολογισμός να μην εκτελεστεί ως έχει και να αναθεωρηθεί, όπως έγινε και πέρυσι, όταν η κυβέρνηση, αρνούμενη να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα, τοποθέτησε τον πληθωρισμό του 2022 στο 0,8% και τις επενδύσεις στο +21,9%, για να κλείσει τελικά τη χρονιά με πληθωρισμό 10% και αύξηση επενδύσεων 10%.
Έχοντας κάτι αποκομίσει από την αστοχία των περσινών του προβλέψεων, φέτος το οικονομικό επιτελείο επιχειρεί να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα κι αυτό φάνηκε στις δύο πιο σημαντικές αλλαγές που έκανε στον κρατικό προϋπολογισμό σε σχέση με το προσχέδιο.
Η πρώτη αλλαγή αφορά την εκτίμηση ότι το 2023, χρονιά κατά την οποία αναμένεται ισχυρή επιβράδυνση της οικονομίας της ευρωζώνης, η ελληνική οικονομία θα ακολουθήσει, πραγματοποιώντας χαμηλές πτήσεις, με ανάπτυξη 1,8% ή, στο χειρότερο σενάριο, 0,8% έναντι 2,1% του προσχεδίου. Φυσικά υπάρχει και η πιθανότητα ύφεσης, που, αν και ξορκίζεται, αναγνωρίζεται εμμέσως ως κίνδυνος από τη ρητορική περί «υψηλής αβεβαιότητας» που κυριαρχεί τόσο μεταξύ των στελεχών του ΥΠΟΙΚ όσο και στις εκθέσεις του Δημοσιονομικού Συμβουλίου.
Οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό
Η δεύτερη και πιο σημαντική αλλαγή αφορά τη γενική προσέγγιση και τις εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό. Εδώ, σε αντίθεση με πέρυσι που ο κρατικός προϋπολογισμός, ακολουθώντας το πνεύμα Μητσοτάκη ο οποίος δήλωνε στη ΔΕΘ ότι οι όποιες αυξήσεις των τιμών είναι προσωρινό φαινόμενο και γι’ αυτό δεν χρειάζονται παρεμβάσεις και μέτρα, είχε περιλάβει πρόβλεψη για πληθωρισμό 0,8%, το οικονομικό επιτελείο δείχνει για πρώτη φορά διατεθειμένο να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Ετσι, για πρώτη φορά, σε αντίθεση με το έως σήμερα κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα ότι η ακρίβεια είναι συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, αναγνωρίζεται επίσημα ότι οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις ξεκίνησαν τους τελευταίους μήνες του 2021, δίνοντας ετήσιο πληθωρισμό 1,2% το 2021, 9,9% το 2022 και πρόβλεψη για 5% το 2023 έναντι 3% του προσχεδίου.
Κατά τα λοιπά, το βασικό κυβερνητικό στοίχημα δεν αλλάζει και πολύ σε σχέση με το προσχέδιο. Παραμένει δηλαδή ο στόχος για δημοσιονομική σύσφιξη – λιτότητα προκειμένου από το πρωτογενές έλλειμμα 1,6%, με το οποίο θα κλείσει ο φετινός προϋπολογισμός, η οικονομία να βγάλει το 2023 πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ. Η διαφορά αφορά ένα μέγεθος της τάξης του 2,4% του ΑΕΠ ή ποσό περί τα 5 δισ. ευρώ που θα πρέπει να εξοικονομηθούν σε ένα ομιχλώδες έως υφεσιακό περιβάλλον.
Τα χρήματα αυτά βασικά έχουν βρεθεί και είναι τα 4 δισ. ευρώ που προέκυψαν το 2022 ως υπεραπόδοση εσόδων, αποκλειστικά από τους πληθωριστικούς έμμεσους φόρους πάνω στην κατανάλωση, και που θα προκύψουν και το 2023, αυξημένα μάλιστα κατά 1 δισ. ευρώ ακόμη λόγω πρόσθετης ακρίβειας. Κατά τον προϋπολογισμό, πάντως, το πρωτογενές πλεόνασμα θα βγει με μείωση των δημόσιων δαπανών κατά 3 δισ. ευρώ και με αύξηση φόρων κατά 3,3%, εκ των οποίων τα τρία πέμπτα (ή ποσό 32,5 δισ. ευρώ) θα προέλθουν από τους έμμεσους φόρους επί της κατανάλωσης (ΦΠΑ και ΕΦΚ) που θα αυξηθούν κατά 3,3% ή 972 εκατ. ευρώ. Απομένει δημοσιονομικός χώρος 4 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει τις εξαγγελίες Μητσοτάκη στη ΔΕΘ και όποιο άλλο μέτρο ελάφρυνσης επιλεγεί προεκλογικά.
Κατά τα λοιπά, η ανάπτυξη θα έρθει, αν έρθει, από την αύξηση κατά 15,5% των επενδύσεων και την αύξηση κατά 1% της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ο στόχος της αύξησης των επενδύσεων κατά 15,5% είναι εφικτός όχι μόνο γιατί υπάρχει σημαντική δεξαμενή χρηματοδοτήσεων ύψους 14 δισ. ευρώ συνολικά από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων, αλλά και γιατί πάρα πολλές εταιρείες έχουν ανακοινώσει συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια, άρα υπάρχουν πολύ περισσότερες ώριμες επενδύσεις προς χρηματοδότηση σε σχέση με πέρυσι. Από την άλλη μεριά όμως, όπως επισημαίνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, υπάρχει περίπτωση να υπερεκτιμάται η αναπτυξιακή δυναμική των ιδιωτικών επενδύσεων, διότι συντρέχουν και πολλοί αντίξοοι παράγοντες που αποτρέπουν τις επενδύσεις, π.χ. η ισχυρή αβεβαιότητα, το αυξημένο ενεργειακό κόστος, η επιθετική αύξηση των επιτοκίων που κάνει τις επιχειρήσεις να διστάζουν να αυξήσουν τον δανεισμό τους.
Χαμήλωσε τον πήχη της ιδιωτικής κατανάλωσης
Η αναπτυξιακή δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να υποχωρήσει λόγω της ακρίβειας – κι αυτό το αναγνωρίζει εμμέσως η κυβέρνηση, που χαμήλωσε τον πήχη της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης από το 1,3% του προσχεδίου στο 1%. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αυξάνεται σε όγκο και το β΄ τρίμηνο 2022 αυξήθηκε κατά 11% έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου, η αύξηση πλέον τροφοδοτείται από τα «έτοιμα» (τις καταθέσεις για όσους έχουν), όπως δείχνει το γεγονός ότι τα νοικοκυριά από το β΄ εξάμηνο του 2021, από τότε δηλαδή που ξεκίνησαν οι πληθωριστικές ανατιμήσεις, έχουν αρνητική αποταμίευση, με αποτέλεσμα τα «έτοιμα» στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 να έχουν μειωθεί μέσα σε ένα χρόνο κατά 14,2%.
Τέλος, υπάρχει μία και μοναδική θετική συνέπεια του καλπάζοντος πληθωρισμού που αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό 2023 και για την οποία ήδη άρχισαν να περηφανεύονται οι κυβερνητικοί. Είναι η μεγάλη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ στην οποία οδηγεί. Ετσι για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια το δημόσιο χρέος, παρότι εξακολουθεί να αυξάνεται σε απόλυτα μεγέθη με ρυθμό 2 δισ. τον χρόνο και το 2022 θα κλείσει στα 355 δισ. ευρώ, μειώνεται δραστικά ως ποσοστό του ΑΕΠ και από 194,5% το 2021 θα βρεθεί στο 168,9% το 2022 και στο 159,3% του ΑΕΠ το 2023. Αυτό είναι θετικό, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο μέγεθος αφορά την πρόσβαση της χώρας στις αγορές.