«Υπήρξαν φωνές υπέροχες… αλλά καζαντζιδέικη φωνή ήτανε μόνο μία!»

«Υπήρξαν φωνές υπέροχες… αλλά καζαντζιδέικη φωνή ήτανε μόνο μία!»

Με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη (14/9/2001), ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι» (Σύγχρονη Εποχή) του Νέαρχου Γεωργιάδη και της Τάνιας Ραχματούλινας, στο οποίο ο Θόδωρος Δερβενιώτης αναφέρεται στη συνεργασία και τη φιλία του με τον τραγουδιστή.

Ακολουθεί το απόσπασμα

Με τον Καζαντζίδη συνεργάστηκα από τότε που πήγε στρατιώτης. Υπηρετούσε στον Διόνυσο και φυσικά δεν τον αφήνανε να βγαίνει οποτεδήποτε. Ξέραμε όμως πότε θα έπαιρνε άδεια και ετοιμάζαμε δουλειά. Και πολλές φορές που τον χρειαζόμασταν έκτακτα, ήταν ανάγκη, δηλαδή, να πει ορισμένα τραγούδια, θυμάμαι ότι ο Μηλιόπουλος φώναζε τη Ρένα τη Στάμου, την τραγουδίστρια. Ήτανε έτσι αφράτη γυναίκα, νταρντανογυναίκα!

Της έλεγε λοιπόν, «στολίσου, ντύσου, βάλε κοκκινάδια, βάλε σκουλαρίκια και τράβα στο διοικητή». Και πραγματικά, ήτανε μια καπάτσα γυναίκα, που λέμε, και τραβούσε στο διοικητή και με το ένα και με το άλλο τον γαλίφιαζε, άρπαζε τον Καζαντζίδη και τον έφερνε κι έτσι κάναμε τη δουλειά μας, κάναμε τις ηχογραφήσεις. Πολλές φορές όμως συνοδευόταν από έναν εσατζή. Ο εσατζής τον περίμενε, καθόμασταν με τον Καζαντζίδη, από το πρωί ως το βράδυ, κάναμε πρόβες τα τραγούδια και τα ηχογραφούσαμε. Μετά ο εσατζής τον έπαιρνε και φεύγανε.

Όταν τον στείλανε στη Μακρόνησο (στις στρατιωτικές φυλακές), τότε δεν μπορούσε να φεύγει και να κάνει ηχογραφήσεις. Μια μέρα μου λέει ο Κολοκοτρώνης: «Θα πάρω άδεια να πάω στη Μακρόνησο, να δω τον Καζαντζίδη… Θες να πάμε παρέα;» «Και μπορούμε να βγάλουμε άδεια για τη Μακρόνησο;» του λέω. «Μη σε νοιάζει εσένα», μου λέει «ξέρω τον υπουργό Προεδρίας, τον Ράλλη. Θα πάρουμε άδεια από τον Ράλλη και θα πάμε».

Πραγματικά, πήγαμε στο κτίριο της Βουλής και βρήκαμε τον Γεώργιο Ράλλη στο γραφείο του. Μάλιστα, ο Κολοκοτρώνης του έκανε και παράπονο ότι ο Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων δεν έπαιζε αρκετά λαϊκά τραγούδια. Και θυμάμαι ότι τότε ο Ράλλης θύμωσε και του είπε με ύφος έντονο: «Ρε Κίτσο, εγώ θέλω να τον κλείσω αυτόν τον σταθμό κι εσύ μου λες ότι δεν παίζουν λαϊκά;»

Πήγαμε μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον είδαμε τον Καζαντζίδη στις Στρατιωτικές Φυλακές (Σ.Φ.Α.) Μακρονήσου. Ο Κολοκοτρώνης βέβαια πήγε για άλλους λόγους. Δεν πήγε από αγάπη και ενδιαφέρον. Πήγε για να εξασφαλίσει μελλοντικές συνεργασίες με τον Καζαντζίδη. Τώρα μην με ρωτάτε σε ποια κατάσταση ήταν ο Στέλιος και τι μας είπε. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Θυμάμαι ότι ήταν στις φυλακές, αλλά ούτε το μέρος θυμάμαι ούτε τίποτα. Και δεν θυμάμαι γιατί, ενόσω ήμουν εκτοπισμένος, δεν είχα πάει σ’ εκείνη την πλευρά της Μακρονήσου. Ήταν στην άλλη άκρη οι φυλακές.

Γιατί τον πήγανε φυλακή στη Μακρόνησο; Μάλλον για την πολιτική του τοποθέτηση. Τα τραγούδια που τραγούδησε έχουν ένα κοινωνικό και αριστερό χαρακτήρα. Βέβαια! Ήταν ο τραγουδιστής του πόνου, να πούμε. Έτσι άρχισε γι’ αυτό και καθιερώθηκε ως ο επικεφαλής των λαϊκών τραγουδιστών. Ο τραγουδιστής του λαού. Δεν πήρε τυχαία αυτούς τους χαρακτηρισμούς, αυτούς τους τίτλους ο Στέλιος. Είχε κι αυτός μέσα του, όπως κι εγώ, όλα αυτά τα πράγματα… Τέτοια τραγούδια τα τραγούδαγε με μεγάλο ενθουσιασμό.

Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον Καζαντζίδη. Υπήρξε η φωνή του αιώνα, μπορεί να πει κανείς, στο Λαϊκό Τραγούδι. Υπήρξαν φωνές υπέροχες και κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ήταν ο Γαβαλάς, δεν ήταν ο Διονυσίου, δεν ήταν ο Τσαουσάκης και δεν ξέρω πόσοι άλλοι… Αλλά καζαντζιδέικη φωνή ήτανε μόνο μία! Κάποιος έλεγε ότι «γεμίζει ο δίσκος φωνή!» Ήταν, δηλαδή, μια ανδροπρεπέστατη φωνή, μια βελούδινη, μια γλυκιά φωνή, δεν είχε αγριίλα μέσα της!

Και είχε μια τρομερή εκφραστικότητα, ένα πάθος, που λέμε εμείς στη γλώσσα τη συνθετική, και μια τρομερή ορθοφωνία. Και κάθε συνθέτης αισθανότανε ευτυχής, αν του έδινε η εταιρεία τον Καζαντζίδη για να πει τα τραγούδια του… Σκοτωμός γινότανε! Γι’ αυτό και παραμερίστηκε ο Τσαουσάκης.

Η σχέση που είχαμε με τον Στέλιο δεν ήταν απλώς μια συνεργασία, ήτανε φιλία. Γιατί, αν ήταν απλώς συνεργασία, θα ερχόταν σε μένα ή σε επαφή μαζί μου όταν τον καλούσα και του έλεγα: «Έχω ένα τραγούδι, έχω δυο τραγούδια, πάμε να κάνουμε πρόβα.» Ενώ δεν ήταν έτσι… Κι όταν αργότερα άνοιξα τη σχολή, ερχόταν συχνά. Τσουπ! Τον έβλεπα μπροστά μου.

Έμπαινε μέσα άμα δεν είχε δουλειά, άρπαζε μια κιθάρα, καθόταν, κουβεντιάζαμε, παίζαμε χίλια δυο πράγματα. Αυτό θα πει ότι είχαμε κάποια άλλη σχέση. Διαφορετικά, θα τον φώναζα για μια πρόβα, θα έκανε το τραγούδι και πάλι θα έφευγε… Και γενικά, όλα αυτά τα χρόνια μου έδειχνε αγάπη, εκτίμηση, φιλία…

Documento Newsletter