Υπηρεσιακό απόρρητο και ελευθερία της πληροφόρησης: Μπορούν να συνυπάρξουν;

Υπηρεσιακό απόρρητο και ελευθερία της πληροφόρησης: Μπορούν να συνυπάρξουν;

Α!

Σύμφωνα με το άρθρο 252 του Ποινικού Κώδικα: «1. Υπάλληλος, που κατά παράβαση των καθηκόντων του γνωστοποιεί σε άλλον απόρρητα που του εμπιστεύτηκαν ή γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Η παράβαση αυτή τιμωρείται και αν τελέστηκε μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος που χρησιμοποιεί το υπηρεσιακό απόρρητο εν γνώσει της προέλευσής του, με σκοπό να βλάψει το κράτος ή άλλον. 3. Το υπηρεσιακό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά έγγραφα ή πληροφορίες που με νόμο ή απόφαση της αρμόδιας αρχής έχουν χαρακτηριστεί εμπιστευτικά».

“Απόρρητο”, κατ’ αρχήν, θεωρείται οποιαδήποτε απόρρητη πληροφορία που είναι δεκτική γνωστοποίησης και, ειδικότερα, κάθε έγγραφο με την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ΄ ΠΚ, όπως επικυρωμένα και ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα άλλων εγγράφων, telefax, e-mail, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, μαγνητοταινίες και βιντεοταινίες, ψηφιακοί δίσκοι, βιβλία πρωτοκόλλου αλληλογραφίας κλπ. (βλ. ΟλΑΠ 2/2000 ΠΧρ ΝΑ/120, Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικό δίκαιο και καταχρήσεις της πληροφορικης, Αρμενόπουλος 2007/1056, ΑΠ 1237/2010 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 39/2003 ΠΛογ 2003/81).

Περαιτέρω, με τις ποινές της παρ. 1 του άρθρου 252 του Ποινικού Κώδικα τιμωρείται και ο τρίτος (που δεν φέρει την ιδιότητα του υπαλλήλου), που χρησιμοποιεί την πληροφορία ή το έγγραφο εν γνώσει της προέλευσής του, με σκοπό να βλάψει το κράτος ή άλλον. Ο «τρίτος», είναι πρόσωπο άλλο από εκείνον που, ως υπάλληλος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, γνωστοποιεί σε άλλον απόρρητα έγγραφα που του εμπιστεύτηκαν, ή γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του. Ο δράστης της παρούσας παραγράφου 2, όμως, επιπλέον, ως προαναφέρθηκε, πρέπει να ενεργεί με σκοπό να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση).

Το ότι ο σκοπός του δράστη, στα λεγόμενα «εγκλήματα σκοπού» ελέγχεται από το δικαστήριο, γίνεται παγίως δεκτόν (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, την ΑΠ 41/2016 σε ΤΝΠ NOMOΣ, όπου αναφέρει ότι «…η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος…»), η δε χρήση της φράσης αυτής, στο κείμενο της διάταξης, υποδηλώνει ότι απαιτείται ο δράστης / τρίτος να αποσκοπεί αποκλειστικά στην «βλάβη» του κράτους ή άλλου · έτσι, στην περίπτωση που ο δράστης / τρίτος πραγματοποιεί την δημοσιοποίηση της απόρρητης πληροφορίας επειδή αποβλέπει σε άλλο σκοπό (: την ενημέρωση της κοινής γνώμης, για ένα θέμα που έχει δικαιολογημένα ενδιαφέρον), τότε δεν υφίσταται προσβολή των εννόμων αγαθών (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο – Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 765 – 766) και η πράξη δεν είναι αξιόποινη (Α. Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, τομ. Β΄, 1960. σελ. 370).

Γίνεται δε ευρέως δεκτό, τόσο στην θεωρία όσο και στην νομολογία (ΑΠ 1153/10 ΠΧρ 2011/343, ΑΠ 1142/12 ΠΧρ 2013/448), ότι στην έννοια του «σκοπού» (Finis operis), υποκρύπτεται το άγραφο αντικειμενικό στοιχείο της προσφορότητας της επίμαχης συμπεριφοράς, να προκληθεί βλάβη στο κράτος ή σε τρίτον. Κατ’ ακολουθίαν, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος, όταν ελλείπει το στοιχείο της προσφορότητας της πράξης να οδηγήσει στο σκοπούμενο αποτέλεσμα, ως αυτό περιγράφεται στην οικεία ποινική διάταξη. Κοινώς, αν η πράξη της χρήσης του υπηρεσιακού εγγράφου δεν είναι πρόσφορη να προκαλέσει βλάβη, τότε δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και ο δράστης δεν πράττει καν, κατ’ αρχήν, άδικη πράξη.

Η προσφορότητα της πράξης, δεν συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στον χαρακτήρα της φύσης του εγγράφου ως «απορρήτου». Διαφορετικά, δεν θα προσέθετε ο Νομοθέτης το επιπρόσθετο στοιχείο της απαξίας περί «σκοπού»: Πράγματι, η απαίτηση του νομοθέτη για το επιπλέον στοιχείο του «σκοπού βλάβης», εδράζεται ακριβώς στο ότι δεν αρκεί η χρήση του απορρήτου εγγράφου per se · εξάλλου, εάν αρκούσε, δεν θα είχαμε έγκλημα σκοπού, αλλά συμπεριφοράς. Συνεπώς, η προσφορότητα του εγγράφου εδράζεται προδήλως επί α) του περιεχομένου του και β) της φύσης της συγκεκριμένης πληροφορίας, που αυτό περιέχει. Συνεπώς, στην εξέταση για την προσφορότητα του εγγράφου να προκαλέσει βλάβη, δεν αρκεί ο χαρακτήρας του ως απορρήτου, αλλά το περιεχόμενό του.

Β!

Ι!

Από τα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που ανάγει σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, απορρέει, ως ιδιαίτερη εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας, το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, δικαίωμα που είναι ρητά, πλέον, συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 9Α του Συντάγματος. Από το Σύνταγμα απορρέει, επίσης, το δικαίωμα του Τύπου να ενημερώνει το κοινό και η, αντίστοιχη, αξίωση των πολιτών στην πληροφόρηση, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 αυτού (ελευθερία της έκφρασης, δικαίωμα του πληροφορείν) και κατά το, συνταγματικά πλέον στο άρθρο 5Α κατοχυρωμένο, δικαίωμα της πληροφόρησης (δικαίωμα του πληροφορείσθαι), αναγκαίο για την ενεργοποίηση του δικαιώματος συμμετοχής καθενός στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Το δικαίωμα του Τύπου να ενημερώνει το κοινό ασκεί ο δημοσιογράφος και κατά την παρουσίαση τηλεοπτικής/ραδιοφωνικής εκπομπής, πληροφορώντας το κοινό για σημαντικά ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος.

Από το Σύνταγμα, δεν προκύπτει in abstracto επικράτηση του ενός δικαιώματος πάνω στο άλλο. Πρέπει, δηλαδή, να γίνεται μία in concreto οριοθέτηση των πεδίων εφαρμογής των συγκρουομένων δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις αρχές της ad hoc στάθμισης των αντιτιθεμένων συμφερόντων και της πρακτικής αρμονίας και αναλογικής εξισορρόπησης, εφαρμόζοντας και την αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται, πλέον, και συνταγματικά στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, με τέτοιον τρόπο, ώστε τα προστατευόμενα αγαθά (ελευθερία της πληροφόρησης και αντίστοιχο δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση, δικαίωμα στην προσωπικότητα και στην προστασία του ιδιωτικού βίου και δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού) να διατηρήσουν την κανονιστική τους εμβέλεια. Η κρίση, εάν η συγκεκριμένη επεξεργασία ασκήθηκε νόμιμα ή, αντίθετα, εάν παραβιάστηκε κατ’ αυτή το δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης των θιγομένων προσώπων και της ιδιωτικής ζωής, υπακούει τόσο στο κριτήριο του κατά πόσο η επεξεργασία αυτή εξυπηρέτησε το συμφέρον της πληροφόρησης της κοινής γνώμης (: που υπερτερεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής), όσο και στο κατά πόσο η εξεταζομένη προσβολή ήταν αναγκαία, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, για την άσκηση του δικαιώματος πληροφόρησης.

Η, ανωτέρω, αρχή της στάθμισης, γίνεται δεκτή από την παγία νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σύμφωνα με την οποία, τα ΜΜΕ έχουν α) καθήκον να ενημερώνουν το κοινό, για υποθέσεις και θέματα που έχουν δημόσιο ενδιαφέρον και, αντίστοιχα, β) το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για ζητήματα και υποθέσεις γενικού ενδιαφέροντος, κατά το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 19 ΔΣΑΠΔ, το άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ των δικαιωμάτων του ανθρώπου της 10.12.1948, καθώς και τα άρθρα 4 και 5 παρ. 1 της Διακήρυξης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12.04.1989. Ειδικά δε, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, η ανάγκη ενημέρωσης του κοινού είναι εντονότερη. Για τον λόγο αυτό, το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει τον ρόλο των δημοσιογράφων ως δημόσιων φρουρών («public watchdogs»), ήτοι την ελεγκτική λειτουργία του Τύπου, η οποία καλύπτει τη δυνατότητά του να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα, με τη δημοσιοποίηση και δημόσια κριτική τους. Οι ασκούντες δημόσιο λειτούργημα, δεν δύνανται να εκφύγουν του δημοσιογραφικού ελέγχου και της άσκησης οξείας κριτικής, προκειμένου η κοινή γνώμη να βεβαιωθεί ότι ανταποκρίνονται στα δημόσια καθήκοντά τους και τον σκοπό της αποστολής τους.

Σημειώνεται ότι, ως «δημόσια πρόσωπα», έχει γίνει δεκτό ότι νοούνται τα πρόσωπα που ασκούν δημόσια εξουσία, είτε διότι κατέχουν μια νευραλγική δημόσια θέση είτε διότι τους έχει ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και εκείνα που διαδραματίζουν ρόλο σε οποιονδήποτε τομέα της δημόσιας ζωής, όπως στην πολιτική ή στην πολιτιστική, επιστημονική, θρησκευτική οικονομική, καλλιτεχνική, κοινωνική, αθλητική ζωή. Επισημαίνεται, επίσης, ότι ως δημόσια πρόσωπα μπορεί να θεωρηθούν, κατά διασταλτική ερμηνεία, εναρμονισμένη προς το Σύνταγμα, και τα λεγόμενα πρόσωπα της επικαιρότητας.

Επ’ αυτού: Η άσκηση ελέγχου σε όσα πρόσωπα διαχειρίζονται κρατική εξουσία, είναι δυνατόν να δικαιολογήσει πιο εύκολα προσβολές του υπηρεσιακού απορρήτου, όταν οι απόρρητες πληροφορίες αναφέρονται στα πρόσωπα αυτά (βλ. και Απόφαση της 22.09.2015, Κουτσολιόντος και Πανταζής κατά Ελλάδας, σκ. 45). Κατ’ ακολουθίαν, μέλη της Κυβέρνησης, αιρετά όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, διευθυντές ή προϊστάμενοι δημοσίων υπηρεσιών ή ΝΠΔΔ, ασκούν δημόσια εξουσία και επιτρέπουν, με τη δημόσια συμπεριφορά τους, την προσέλκυση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης (Απόφαση της 05.06.2008, Εκδοτήρια Αυγή ΑΕ και Καρής κατά Ελλάδας, σκ. 28). Το ίδιο συμβαίνει και με δημόσιους λειτουργούς, που ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως είναι οι Δικαστικοί Λειτουργοί (Απόφαση της 27.05.2004, Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας, σκ. 48), ακριβώς επειδή ασκούν πολιτειακή εξουσία και, άρα, η απαίτηση για διαφάνεια είναι αυξημένη και, ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για ενημέρωση δικαιολογημένο.

Βεβαίως, η προαναφερθείσα αρχή της στάθμισης, οριοθετεί και το πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 252 ΠΚ: έτσι, η αποκάλυψη ότι πρόσωπο που πρόκειται να αναλάβει σοβαρό πόστο στην διοίκηση της ΤτΕ έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για απιστία ή υπεξαίρεση (: απόρρητη πληροφορία, που σχετίζεται με το ποινικό μητρώο του προσώπου αυτού) αποτελεί απόρρητη πληροφορία, που η δημοσιοποίησή της στον τύπο μπορεί να δικαιολογηθεί. Αντιθέτως, η δημοσιοποίηση πληροφορίας που σχετίζεται με την κατάσταση της υγείας του ιδίου ή της συζύγου του, αποτελεί έναν «πυρήνα» προσωπικών δεδομένων, ο οποίος δεν μπορεί να υποχωρήσει στο όνομα της διαφάνειας ή της ενημέρωσης της κοινής γνώμης και είναι αδύνατον να δικαιολογηθεί.

Αναφορικά με τα υπόλοιπα «δημόσια πρόσωπα», που διαδραματίζουν ρόλο σε οποιονδήποτε τομέα της δημόσιας ζωής, αυτοί ελέγχονται με βάση την δυνατότητα που έχουν στο να διαμορφώνουν την οικονομική ζωή και την εμπλοκή τους στη δημόσια εξουσία (Απόφαση της 21.09.1990, Fayed κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 75). Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί την διαπίστωση ότι, η χρήση απορρήτων πληροφοριών που αφορούν τα πρόσωπα αυτά, θα πρέπει να γίνεται με απολύτως περιοριστικά κριτήρια και στη βάση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων που σχετίζονται με τον ιδιωτικό τους βίο (Απόφαση της 25.02.1997, Ζ. Κατά Φινλανδίας).

ΙΙ!

Με την παλαιά διατύπωση του άρθρου 252 παλΠΚ, η παράγραφος 3 προέβλεπε ρητώς ότι “δεν αποτελεί άδικη πράξη, η χρησιμοποίηση, εντός αναγκαίου μέτρου, της πληροφορίας ή του εγγράφου, που γίνεται για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης”, υπό την έννοια ότι η χρήση απορρήτου δεν ήταν, τελικά, άδικη, μόνον όταν καλύπτεται το «δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης», το οποίο ανταποκρίνεται τόσο στην παθητική έκφανση του δικαιώματος της ελευθερίας της πληροφορίας, όσο και στην ενεργητική έκφανση του δικαιώματος του καθενός να εκφράζει και να διαδίδει γνώμες και πληροφορίες. Η πράξη, λοιπόν της χρησιμοποίησης απορρήτου δεν ήταν (είναι) άδικη, τόσο γιατί αυτός που χρησιμοποιεί («αποκαλύπτει») το απόρρητο ασκεί δικαιολογημένα το δικαίωμά του να μεταδίδει πληροφορίες και στοχασμούς, για γεγονότα που αφορούν τον δημόσιο τομέα της ζωής (Ι. Καράκωστα, Το δίκαιο των ΜΜΕ, 2005, σελ. 195), όσο και γιατί οι αποδέκτες της πληροφορίας (: οι πολίτες) έχουν δικαιολογημένο ενδιαφέρον να λάβουν γνώση αυτής.

Το, ως άνω, «δικαίωμα στην πληροφόρηση» ενσαρκώνεται στον δημοσιογράφο, ο οποίος λειτουργεί, διαμεσολαβητικά, μεταξύ της παθητικής και ενεργητικής πτυχής του δικαιώματος στην πληροφόρηση (βλ. Λ. Τσάκωνα, Οι περιορισμοί στην προστασία της τιμής και η ελευθερία του τύπου με βάση τη νομολογία του ΕυρΔΔΑ σε ΠειρΝομ 2011/278) και βασική αποστολή του είναι να αναδείξει – με τρόπο που συνάδει με τις υποχρεώσεις και ευθύνες του – πληροφορίες σχετικά με ζητήματα του δημοσίου ενδιαφέροντος (βλ. Απόφαση της 21.11.1991 του ΕΔΔΑ, Obsverver και Guardian κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Φυσικά, βασική αποστολή του Τύπου δεν (μπορεί να) είναι μόνον η απλή μόρφωση του πολίτη, αλλά ο έλεγχος του πολιτικού βίου · το κοινωνικό σύνολο οφείλει να πληροφορείται, από τον δημοσιογράφο, για την πολιτική σκηνή και τα πολιτικά δρώμενα, ώστε να καθορίσει τις επιλογές του και να διαμορφώσει εκ νέου την πολιτική ζωή. Ομοίως, ο Τύπος οφείλει να ασκεί κριτική σε δημόσια πρόσωπα, σχετικά με το αξίωμά τους, αλλά και σε ιδιώτες, όταν η δράση τους ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, επειδή άπτεται του δημοσίου συμφέροντος (Κ. Χατζηκώστα, Προσβολές τις τιμής από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, 2005, σελ. 69), ενώ συμβάλει στην πρόληψη της διαφθοράς και την εξυγιάνση των θεσμών (T. Ultriainen, Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης στην πρόληψη της διαφθοράς, Υπεράσπιση 1998/251).

ΙΙΙ!

Η ελευθερία του τύπου και, γενικότερα, των ΜΜΕ, που απολαμβάνει υπερνομοθετικής κατοχύρωσης μέσω των διατάξεων του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 10) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 19 παρ. 2), περιλαμβάνει όλα τα στάδια που διανύει μία είδηση μέχρι και τη δημοσίευσή της, επομένως και το στάδιο της έρευνας. Το τελευταίο γεγονός σημαίνει ότι, κατά το στάδιο στο οποίο οι δημοσιογράφοι αναζητούν τις πληροφορίες τους, απαγορεύεται οποιαδήποτε κρατική επέμβαση, που θα αναιρούσε ή θα παρακώλυε ουσιωδώς το έργο τους αυτό (αμυντική πλευρά του δικαιώματος στηδημοσιογραφική έρευνα).

Η άποψη αυτή, στηρίζεται στο γεγονός ότι η ελευθεροτυπία, μέρος της οποίας αποτελεί και το δικαίωμα στη δημοσιογραφική έρευνα, κατοχυρώνεται από τον Έλληνα συντακτικό νομοθέτη, τόσο ως θεσμική εγγύηση, όσο και ως ατομικό δικαίωμα. Ως θεσμική εγγύηση, λοιπόν, υποστηρίζεται ότι πρέπει να περιλαμβάνει και θετική αξίωση πληροφόρησης έναντι του κράτους. Η συγκεκριμένη θέση, μάλιστα, προχωράει ακόμη παραπέρα, διαχωρίζοντας την προτεινομένη εξ αυτής αξίωση, από αυτή που πηγάζει για όλους τους πολίτες εκ του άρθρου 10 του Συντάγματος (δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις Αρχές) και από το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε διοικητικά έγγραφα. Υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση της δημοσιογραφίας, οι παραπάνω διατάξεις δεν είναι αρκετές ώστε να εξασφαλίσουν την «αποτελεσματική» ενάσκηση της δημοσιογραφικής έρευνας. Συνεπώς, οι δημοσιογράφοι – και μόνον αυτοί – θα πρέπει να εξοπλιστούν, στη βάση αυτής της άποψης, με θετική αξίωση έναντι του κράτους για πληροφόρηση, ευθέως πηγάζουσας από το άρθρο 14 του Συντάγματος.

Το δικαίωμα στη δημοσιογραφική έρευνα, λοιπόν, αποτελεί μέρος του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών (άρθρο 14 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ προστατεύεται και υπό τους όρους της θεσμικής εγγύησης του Τύπου στο άρθρο 14 παρ. 2 του ιδίου. Σε υπερεθνικό δε επίπεδο, τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, στα άρθρα 10 και 19 παρ. 2, αντίστοιχα, κατοχυρώνουν την ελευθερία έκφρασης, ενώ η ελευθερία έρευνας υπάγεται στο προστατευτικό πεδίο των εν λόγω διατάξεων, ως ενέργεια απαραίτητη για την αποτελεσματική ενάσκηση του δικαιώματος στην έκφραση και διάδοση των απόψεων.

Ειδικότερα, στον χώρο των ΜΜΕ, είναι δεδομένο ότι στόχος των φορέων τους είναι, καταρχήν, η ενημέρωση του κοινού. Για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι, ωστόσο, συχνά αναγκαία η επέμβαση στο δικαίωμα της προσωπικότητας συγκεκριμένων ατόμων, που αποτελούν το επίκεντρο της επικαιρότητας και απασχολούν την κοινή γνώμη, είτε λόγω του θεσμικού τους ρόλου, είτε λόγω συγκεκριμένης δράσης τους. Τα πρόσωπα αυτά, θα αποτελούν αντικείμενο της έρευνας για ενημέρωση του κοινού και, συγχρόνως, υποκείμενα των δεδομένων και πληροφοριών που οι δημοσιογράφοι αναζητούν. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι υπάρχει έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος στη δημοσιογραφική έρευνα και, αφετερου, αυτού στην προσωπικότητα.

Στο βαθμό που ο δημοσιογράφος δεν έχει λάβει τη συναίνεση (ρητή ή συναγομένη) των ατόμων που αποτελούν την πηγή της πληροφόρησής του, προκειμένου έτσι να εισέλθει στη σφαίρα της προσωπικότητάς τους και να αντλήσει τις πληροφορίες που αναζητά, ενόψει του ενεργητικού δικαιώματος πληροφόρησης που του αναγνωρίζεται, η δημοσιογραφική έρευνα είναι καταρχήν παράνομη.

Ωστόσο, ο σκοπός της δημοσιογραφικής έρευνας είναι να διαφωτίσει την κοινή γνώμη, μέσω της τελικής δημοσίευσης των πληροφοριών που αποκτήθηκαν. Κατά τούτο, η δημοσίευση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έρευνα που προηγήθηκε.

Προκειμένου, λοιπόν, να μπορεί η δημοσιογραφία να επιτελέσει το ρόλο που της επιφυλάσσεται σε μία δημοκρατική κοινωνία, ήτοι να αλληλεπιδρά με την κοινή γνώμη και να συμβάλλει στην ενημέρωση των πολιτών, η ελληνική νομολογία έχει παγίως αναγνωρίσει ότι ο παράνομος καταρχήν χαρακτήρας της επέμβασης στα στοιχεία της προσωπικότητας θα αίρεται, εφόσον, στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, προκύπτει – μέσω της δημοσίευσης της είδησης – ότι, η τελευταία, εξυπηρετεί το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση (ΕφΑθ 8908/1988 ΝοΒ 1988/1664, ΠΠρΘεσ 33182/2002 Αρμ 2003/248, ΠΠρΘεσ 18905/2002 Αρμ 2003/630, ΕφΘεσ 2147/2001 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 5845/2005 ΔιΜΕΕ 2005/364). Θα πρέπει, βέβαια, ακόμη και αν συντρέχει το «δικαιολογημένο ενδιαφέρον», οι δημοσιογράφοι να τηρούν, κατά τη δημοσίευση της επίμαχης κάθε φορά πληροφορίας, όλες τις συναλλακτικές υποχρεώσεις των ΜΜΕ (βλ. ιδιαίτερα απόφ. ΠΠρΑθ 5845/2005 όπ. αν.), οι οποίες πηγάζουν από το άρθρο 288 ΑΚ και ενδεχόμενη μη τήρηση τους θα συνιστά, σε κάθε περίπτωση, παράνομη (διευρυμένη έννοια του παρανόμου της ΑΚ 914) και υπαίτια συγχρόνως συμπεριφορά, πληρούσα το πραγματικό της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 ΑΚ. Τέτοιες συναλλακτικές υποχρεώσεις είναι, χαρακτηριστικά, το καθήκον αληθείας και σεβασμού των απόψεων, το καθήκον της ηπιότερης δυνατής επέμβασης στη προσωπική ζωή τρίτων ή, ακόμη, και το καθήκον παρουσίασης των ειδήσεων προς ενημέρωση του κοινού.

Κατ’ ουσίαν, η απόφανση ότι το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της επέμβασης στην προσωπικότητα, είναι το προϊόν μιας προηγηθείσας σταθμίσεως συμφερόντων, στην οποία βασικό σταθμιστικό ρόλο διαδραματίζει ο σκοπός της δημοσίευσης των αποκτηθεισών πληροφοριών. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, η δημοσίευση των ειδήσεων ως κριτήριο στάθμισης ανάμεσα σε α) ελευθερία του δημοσιογράφου να προβεί στην έρευνα και β) σε ελευθερία του υποκειμένου των πληροφοριών να μην ανεχτεί επεμβάσεις στην προσωπικότητά του. Η δε πρόβλεψη συναλλακτικών υποχρεώσεων των ΜΜΕ, σε ένα στάδιο πριν την προαναφερθείσα στάθμιση, υποδεικνύει σε ποιες περιπτώσεις η επιχειρούμενη στάθμιση δεν θα μπορεί να αποβεί υπέρ ενός δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, λόγω του ότι δεν θα γίνεται αντικείμενο σεβασμού η αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ 1 του Συντάγματος.

Όπως, μάλιστα, επεσήμανε το ΕΔΔΑ, στην υπόθεση «Mehdi Tanrikulu κατά Τουρκίας», όταν οι σχετικές απόψεις του δημοσιογράφου δεν υποκινούν βία, τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ Κράτη δεν μπορούν να κάνουν χρήση της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητάς τους, της εθνικής τους ασφάλειας, της επιβολής του νόμου ή / και της πρόληψης του εγκλήματος, περιορίζοντας το δικαίωμα ενημέρωσης του κοινού, χρησιμοποιώντας ως απειλή το ποινικό δίκαιο για να επηρεάσουν τα μέσα ενημέρωσης: Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, η κράτηση ενός δημοσιογράφου για τις δημοσιογραφικές του δραστηριότητες, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας, συνιστά παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου από τον ενδιαφερόμενο. Τέτοια παρέμβαση είναι αντίθετη με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, εκτός εάν «είναι «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» (sic). Μάλιστα, σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδό της και την ανάπτυξη κάθε ανθρώπου (βλ. και Απόφαση Balaskas v Greece, 2020, σκ. 8).

IV!

Σημαντικό είναι και το ζήτημα του δημοσιογραφικού απορρήτου. Μολονότι, καταρχήν, η νομοθεσία προβλέπει ότι υπάρχει υποχρέωση μαρτυρίας, όσων ήλθαν σε γνώση του δημοσιογράφου κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, όπως ορίζει ο ΚΠοινΔ (άρθρα 209, 261 και 262), η νομολογία αναγνωρίζει (βλ. ΠλημΗρακ 60/1999 ΠΧρ ΝΑ /1107, ΠλημΑθ 4092/1999 ΠΧρ ΜΘ/1057, αλλά και ΑΠ 980/1987 ΠΧρ ΛΖ’/797) ότι, το δημοσιογραφικό απόρρητο, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ελευθερίας του τύπου (Α.- Ι. Καργοπούλου, Το δημοσιογραφικό απόρρητο – Θεμελίωση του δικαιώματος και προϋποθέσεις εφαρμογής και κάμψης, ΔιΜΕΕ, 2/2008, σ. 158 επ., Αγγ. Κωνσταντινίδη, Το δημοσιογραφικό απόρρητο, ΠΧρ ΜΔ/897 επ.). Ουσιαστικά, αποδέχεται ότι ο δημοσιογράφος θα δυσκολευόταν να συλλέξει πληροφορίες, εάν έπρεπε να δηλώσει τις πηγές του και, άρα, να παραβιάσει αυτό που ονομάζουμε “δημοσιογραφικό απόρρητο” (κάτι που κατοχυρώνεται και στο άρθρο 8 παρ. 3 του ΠΔ 77/2003, που περιέχει τον «Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας»).

Ειδικότερο είναι το θέμα της αντιμετώπισης των δημοσιογραφικών πληροφοριών που αποκτήθηκαν με τρόπο παράνομο, ή δόθηκαν στο δημοσιογράφο, αφού αποκτήθηκαν από τρίτο με παράνομο τρόπο: Ειδικότερα, η προσέγγιση αυτή των περιπτώσεων δημοσίευσης πληροφοριών, που είχαν αποκτηθεί παράνομα από πληροφοριοδότη, είναι συνεπής με την αναγνώριση, εκ μέρους του ΕΔΔΑ, της κατοχύρωσης του δημοσιογραφικού απορρήτου [βλ. Απόφαση της 27.03.1996, Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (: «…χωρίς αυτή την προστασία, οι πηγές θα αποθαρρύνονταν από το να βοηθήσουν τον τύπο στην πληροφόρηση του κοινού σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος…»), Απόφαση της 24.02.1997, De Haes and Gijsels κατά Βελγίου, Απόφαση της 21.01.1999, Fressoz and Roire κατά Γαλλίας, Απόφαση της 25.02.2003, Roemen and Schmit κατά Λουξεμβούργου, Απόφαση της 27.11.2007, Tillack κατά Βελγίου)].

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, προστατεύεται από το απόρρητο η δημοσιοποίηση μιας πληροφορίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο απόκτησής (παράνομο ή μη). Η νομολογία του ΕΔΔΑ, ακολουθεί τη γραμμή αυτή παγίως, ακόμα κι’ αν ο δημοσιογράφος γνώριζε ότι μια πληροφορία αποκτήθηκε με παράνομο τρόπο (βλ. ad hoc Απόφαση της 19.12.2006, Radio Twist κατά Σλοβακίας, Απόφαση της 10.12.2007, Stoll κατά Ελβετίας, Απόφαση της 22.11.2012, Telegraaf Media κατά Ολλανδίας, Απόφαση της 18.05.2004, Editions Plon κατά Γαλλίας, Απόφαση της 25.04.2006, Dammann κατά Ελβετίας, Απόφαση της 07.06.2007, Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας).

Στην δε υπόθεση Roemen και Schmit κατά Λουξεμβούργου, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ευρύτατες δυνατότητες στους δημοσιογράφους να μην αποκαλύπτουν τις πηγές τους. Ειδικότερα, έκρινε ότι παραβίαζε την δημοσιογραφική ελευθερία του αιτούντος η κατ’ οίκον έρευνα, που έγινε για να διακριβωθή ποιος ήταν ο υπεύθυνος για μία παραβίαση απορρήτου, βάσει της οποίας ο αιτών δημοσίευσε ένα, κατά περιεχόμενο αληθές, άρθρο σχετικά με τις φορολογικές παραβάσεις ενός Υπουργού. Στο ίδιο δε πλαίσιο, κρίθηκε ότι η δημοσιογραφική αποκάλυψη απορρήτων στοιχείων δικογραφίας, που καταδεικνύουν αθέμιτες οικονομικές συναλλαγές Υπουργών, είναι δυνατόν, ακόμα και αν η υπόθεση δεν έχει κριθεί αμετάκλητα από την Δικαιοσύνη, να συγκεντρώσει δικαιολογημένα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης (βλ. ΠραξΑρχειοθΕισΠλημΑθηνών Σ. Παππά της 04.12.2012 σε ΠοινΔικ 2014/506).

V!

Βέβαια, η υιοθέτηση της ανωτέρω θεωρίας, στο έγκλημα της χρήσης απορρήτου, όταν τελείται για την ενημέρωση της κοινής γνώμης, σημαίνει ότι όταν ο δημοσιογράφος αποκαλύπτει στην κοινή γνώμη μια υπηρεσιακά απόρρητη πληροφορία, συγκρούονται δύο συμφέροντα: αφενός το υπηρεσιακό απόρρητο και, αφετέρου, η ενημέρωση του κοινού. Πρέπει, λοιπόν, προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι περί άρσεως του αδίκου διατάξεις, η συγκεκριμένη προσβολή του αδίκου να δικαιολογείται για τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου απορρήτου, εφόσον ληφθούν υπόψη ποικίλοι παράγοντες, όπως η ακρίβεια του περιεχομένου της είδησης, η έκταση της δημοσιογραφικής έρευνας, το πρόσωπο που αφορά η υπηρεσιακά απόρρητη πληροφορία και το μέγεθος του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης αναφορικά με την πληροφορία αυτήν.

Έτσι, στη στάθμιση της βαρύτητας της αξίωσης για πληροφόρηση, πρέπει να ερευνηθεί κατά πόσον η συγκεκριμένη πληροφορία, που θίγει το απόρρητο, είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα και εξυπηρετεί την ανάγκη ενημέρωση των πολιτών. Τούτο συμβαίνει, πρωτίστως, όταν αφορά πληροφορία που σχετίζεται με την διαμόρφωση της πολιτικής γνώμης (βλ. Ι. Καράκωστα, Το δίκαιο των ΜΜΕ, 2005, σελ. 192), τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, την πρόσληψη στελεχών σε δημόσιες υπηρεσίες, το αχρημάτιστο της διοίκησης, την αμεροληψία των Δικαστικών Λειτουργών κλπ. Εκτός, όμως, των ανωτέρω, (και) η οικονομική, κοινωνική ή επιστημονική βαρύτητα μιας απόρρητης πληροφορίας μπορεί να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και, εν ταυτώ, να δικαιολογεί την αποκάλυψη απόρρητης πληροφορίας στο πλαίσιο ενημέρωσης του κοινωνικού συνόλου, όπως π.χ. η δημοσιοποίηση απορρήτων στοιχείων του ΕΟΦ αναφορικά με την επικινδυνότητα ενός φαρμάκου για την δημόσια υγεία.

Αντιθέτως, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης δεν συντρέχει, όταν η αποκάλυψη απορρήτων αποσκοπεί απλώς στην δημιουργία εντυπώσεων, ή την ικανοποίηση της κοινής γνώμης, μέσω ανακριβών και μη ελεγχομένων πληροφοριών (βλ. Α. Στοϊλα σε Α. Χαραλαμπάκη, Ερμηνεία ΠΚ, τομ. ΙΙ, σελ. 1853). Βασικό, λοιπόν, μέλημα του δημοσιογράφου, θα πρέπει να είναι η επαλήθευση των πηγών της πληροφόρησής του, η ολόπλευρη δημοσιογραφική έρευνα και η επιλογή του κατάλληλου χρόνου για την δημοσίευση των απορρήτων πληροφοριών (για την αξία του χρόνου, ως σημαντικού παράγοντα αναφορικά με το δικαιολογημένο της δημοσίευσης απορρήτων, βλ. την Απόφαση της 18.05.2204, Plon κατά Γαλλίας, σκ. 53).

Γ!

Ηδη, προσφάτως, διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, κατά εκδότη και δημοσιογράφου εβδομαδιαίας εφημερίδας, για φερομένη παραβίαση του άρθρου 252 παρ. 2 ΠΚ, επειδή είχε δημοσιεύσει απόρρητα έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, που απεκάλυπταν συγκεκριμένες παρακολουθήσεις δημοσίων (πολιτικών) προσώπων, ήτοι πρώην Γενικού Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου και επικεφαλής Δημοσίου Οργανισμού, για ερευνωμένη συμμετοχή τους σε απόπειρα απάτης κατά του Ελληνικού Δημοσίου κλπ.

Είναι προφανές (αυταπόδεικτον) ότι, καταρχήν, η διερεύνηση τυχόν εμπλοκής δημοσίων προσώπων (δηλαδή προσώπων που ασκούν δημόσια εξουσία και διαδραματίζουν ρόλο σε τομείς της δημόσιας ζωής, όπως στην πολιτική ή στην οικονομική ζωή) στην τέλεση εγκληματικών πράξεων, γίνεται για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Έτσι, έχει κριθεί ότι «δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης» συντρέχει όχι όταν προκαλείται η δημιουργία εντυπώσεων ή η ικανοποίηση της περιέργειας του κοινού ή η προσπάθεια σπιλώσεως της τιμής κάποιου προσώπου διά δημοσιοποιήσεως ανακριβών και μη ελεγχομένων πληροφοριών, αλλά όταν, διά της πληροφορίας αυτής, αποκαλύπτεται ότι δημόσια πρόσωπα ελέγχονται από κρατικές αρχές για δωροδοκία (βλ. σχετ. Α. Στοΐλα σε Α. Χαραλαμπάκη, Ερμηνεία ΠΚ), ή για οικονομικές ατασθαλίες επί ζημία του Δημοσίου, ή για ζήτημα που, διά των πράξεων ορισμένων πολιτικών αξιωματούχων ή μη, θίγει ουσιωδώς τα συμφέροντα της χώρας (ad hoc: ΠραξΑρχειοθΕισΠλημΑθηνών Σ. Παππά της 04.12.2012 οπ. αν.).

Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι υφίσταται «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» και σύμφωνα και με το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν εκ του λαού, με κορυφαία πράξη την διά της ψηφοφορίας εκλογή των προσώπων που συγκροτούν τη νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία, εφόσον οι πολίτες έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν εάν σημαίνοντα, παρόντα ή παρελθόντα, δημόσια πολιτικά πρόσωπα, που έχουν ασκήσει δημόσια εξουσία, καταγγέλλονται για παράνομες πράξεις, σχετικές άμεσα ή έμμεσα με τη δημόσια αυτή εξουσία, ως επίσης δικαίωμα έχουν να πληροφορηθούν ποια πρόσωπα, εξ αυτών των καταγγελλομένων πολιτικών ή εν γένει δημοσίων προσώπων, υπέχουν ή δεν υπέχουν ποινική ευθύνη, ούτως ώστε να μορφώσουν πλήρη άποψη για τα πρόσωπα που επιθυμούν να κατέλθουν στον πολιτικό στίβο επιζητώντας την ψήφο τους.

Εν κατακλείδι, η δημοσίευση υπηρεσιακών απορρήτων από δημοσιογράφο, που λαμβάνει χώρα με αποκλειστικό σκοπό το δικαίωμα στη δημοσιογραφική έρευνα, που αποτελεί μέρος του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών (άρθρο 14 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ προστατεύεται και υπό τους όρους της θεσμικής εγγύησης του Τύπου στο άρθρο 14 παρ. 2 του Συντάγματος, όχι μόνον δεν προκαλεί βλάβη στο κράτος ή άλλον, αλλά εξυπηρετεί το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση.

*Ο Πέτρος Ν. Πανταζής είναι δικηγόρος Πειραιώς, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Πειραϊκή Νομολογία, περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, τεύχος 4/202

Documento Newsletter