Υπεραπλούστευση να πιστεύουμε ότι οι κρίσεις τελειώνουν με μεταρρυθμίσεις

Ειλικρινά δεν γνωρίζω ποια είναι η οικονομική θεωρία και το εμπειρικό υπόδειγμα που έχει πείσει τους υπέρμαχους της θεωρίας των μεταρρυθμίσεων ότι με διαθρωτικές μεταβολές μπορεί να βγει η οικονομία από την κρίση.

 Όσο κι αν ψάξει κανείς στη βιβλιογραφία, ακόμη και στα γραφόμενα των φιλελεύθερων οικονομολόγων, δεν μπορεί να βρει ένα υπόδειγμα που να στηρίζει εμπειρικά ή θεωρητικά αυτήν τη συνταγή πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης.

Αλλά ακόμη και αν δεν θέλει να εμπλακεί κανείς με τα θεωρητικά οικονομικά υπάρχει η οικονομική ιστορία. Στην πρόσφατη τουλάχιστον οικονομική ιστορία (των τελευταίων εκατό ετών) δεν παρουσιάζεται κάποιο παράδειγμα οικονομίας που βγήκε από μια μεγάλη κρίση και ύφεση με μεταρρυθμίσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της μεγάλης ύφεσης των ΗΠΑ αλλά και της αντιμετώπισης των κρίσεων από τη Γερμανία. 

Και αυτό για δύο λόγους: ο πρώτος έχει να κάνει με τη χρονική υστέρηση των αποτελεσμάτων των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μπορεί να περάσουν μέχρι και πέντε έτη μέχρι μια μεταρρύθμιση να εμφανίσει τα πολλαπλασιαστικά αποτέλεσματά της στην οικονομία και την απασχόληση, ο δεύτερος έχει να κάνει με την αδυναμία των παραγωγικών συντελεστών μιας οικονομίας σε ύφεση να εκμεταλλευτούν τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων. Ας φανταστούμε τον τρόπο αντίδρασης ενός φτωχοποιημένου λαού στην προσπάθεια ενσωμάτωσης της σύγχρονης τεχνολογίας και καινοτομίας. Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα η ΟΝΕ, όπου η παγίδα ρευστότητας, δηλαδή ο αποπληθωρισμός και τα αρνητικά επιτόκια εξαφανίζουν τα οποιαδήποτε αποτελέσματα των διαρθρωτικών παρεμβάσεων.

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η εμμονή στην πολιτική των μεταρρυθμίσεων σε συνάρτηση με τις αξιολογήσεις εξυπηρέτησε ως ένα βαθμό την ανάγκη εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας, αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως άλλοθι για την αποφυγή αναδιάρθρωσης του χρέους και εκπλήρωσης των υποσχέσεων των δανειστών.

Μόνο στα δύο πρώτα μνημόνια η ελληνική Βουλή ψήφισε 84 νόμους και εκδόθηκαν 240 προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις. Μεταρρυθμίσαμε τα πάντα, το εργασιακό, το ασφαλιστικό, τις ΔΕΚΟ, το δημόσιο, το μισθολογικό κόστος του ιδιωτικού τομέα, τα σημεία πώλησης του ψωμιού και των φαρμάκων. 

Νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία έκανε τόσες αλλαγές όσες δεν είχε κάνει δεκαετίες. Τελευταία, φτάσαμε στο σημείο να αποκαλούμε μεταρρυθμίσεις τις δημοσιονομικές περικοπές, τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου. Τα αποτελέσματα όμως στο παραγόμενο προϊόν αλλά και στην απασχόληση είναι πενιχρά. Για παράδειγμα, ο τομέας των εξαγωγών, ένας τομέας που ανταποκρίνεται πολύ γρήγορα στις διαρθρωτικές αλλαγές της οικονομίας, παρουσιάζει οριακές βελτιώσεις παρά την πλειάδα των μεταρρυθμίσεων και των παρεμβάσεων στο εργατικό κόστος.

Το περίεργο είναι ότι ύστερα από όλη αυτή τη διαδικασία συνεχίζουμε να αγνοούμε μια βασική αρχή για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Οι κρίσεις αντιμετωπίζονται με μεγάλη πιστωτική και δημοσιονομική επέκταση. Ακόμη και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι προτείνουν την αρχική διάσωση μιας χειμαζόμενης οικονομίας με ένα μεγάλο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και μετέπειτα την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων.

 Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρώην διευθυντής μελετών του ΔΝΤ, O. Blanchard, όπου ανερυθρίαστα δήλωσε ότι το ελληνικό πρόγραμμα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει από το 2010. Είναι παράλογο λοιπόν να ζητάμε από μια οικονομία, η οποία δεν έχει τραπεζικό σύστημα και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και επιπλέον ασχολείται αποκλειστικά με τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, να παρουσιάσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, επειδή θα κυκλοφορούν πολλά ταξί στην Αθήνα ή επειδή άνοιξε το επάγγελμα θυρωρού.

Δυστυχώς, οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι μια διαδικασία που περαιώνεται από μόνη της αφού κάνει ένα κύκλο, ούτε είναι μια διαδικασία που μπορεί να αντιμετωπιστεί νομοθετικά. Οι κρίσεις έχουν τον δικό τους τρόπο αντιμετώπισης, ο οποίος υπαγορεύεται από την οικονομική θεωρία και πρακτική. Όσο συνεχίζουμε να αγνοούμε αυτές τις αρχές, τόσο θα διαιωνίζεται η οικονομική ύφεση και οι αέναες αξιολογήσεις.

Ο Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών ΔΠΘ