Ύφεση 7% το πρώτο τρίμηνο, ανάπτυξη 2,7% το 2021 προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού

Ύφεση 7% το πρώτο τρίμηνο, ανάπτυξη 2,7% το 2021 προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού

Εκτίμηση για ύφεση 7% το πρώτο τρίμηνο και ανάπτυξη 2,7% το 2021 διατυπώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, εκφράζοντας παράλληλα την έντονη ανησυχία για την δραματική αύξηση του ιδιωτικού χρέους λόγω της πανδημίας αλλά και για την εξίσου καλπάζουσα αύξηση του δημόσιου χρέους.

Στην έκθεσή του για το τέταρτο τρίμηνο του 2020 που έδωσε χτες στη δημοσιότητα, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους υιοθέτησε πολύ πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις από αυτές που ενέγραψε η κυβέρνηση στον Προϋπολογισμό.   Έτσι, η βασική εκτίμηση είναι ότι το 2021 θα ξεκινήσει με ύφεση της τάξης του 7% για το πρώτο τρίμηνο λόγω του δεύτερου και τρίτου κύματος της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων και ότι η ανάκαμψη θα αρχίσει από το δεύτερο τρίμηνο του έτους και μετά. Το αποτέλεσμα σύμφωνα με την έκθεση, θα είναι  η ανάπτυξη το 2021 να προσεγγίσει το 2.7%, να βρεθεί δηλαδή αισθητά χαμηλότερα όχι μόνον από το 4,8% που περιλαμβάνει ως βασικό σενάριο ο Κρατικός Προϋπολογισμός αλλά από το 3,3%  που έδωσε ως δυσμενές σενάριο για την περίπτωση παράτασης της πανδημίας.

Μόνη ελπίδα η χαλάρωση των περιορισμών και των μετακινήσεων

Σε ότι αφορά τους κινδύνους, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σημειώνει ότι η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο του 2021 και τα προβλήματα στο πρόγραμμα εμβολιασμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν τον σημαντικότερο κίνδυνο για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας μέσα στο 2021. Προσθέτει όμως ότι αν επιταχυνθούν οι εμβολιασμοί και χαλαρώσουν οι περιορισμοί και οι μετακινήσεις μέχρι το καλοκαίρι, θα στηριχτεί η  οικονομική δραστηριότητα λόγω ανάκαμψης του τουρισμού.

Σε ότι αφορά τα δημόσια οικονομικά, η  έκθεση στέκεται στην επιδείνωση που καταγράφεται στο 2020 σε σχέση με το 2019, οδηγώντας σε  πρωτογενές έλλειμμα 14 δισ. ευρώ  ή 8,4% του ΑΕΠ. «Εκτιμούμε ωστόσο ότι το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο εξαιτίας του ειδικού τρόπου καταγραφής των έκτακτων μέτρων και ιδιαίτερα των φορολογικών αναστολών και της επιστρεπτέας προκαταβολής, καθώς τα ποσά που αναμένεται να επιστραφούν στο μέλλον δεν θα υπολογιστούν στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα», διευκρινίζει η έκθεση. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δισ. φτάνοντας τα 341 δισ. (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020.

Κλείνοντας την έκθεσή του το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή χτυπάει δύο καμπανάκια ως προς το προβλήματα της μεγάλης αύξησης του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους.

Κίνδυνοι από την αύξηση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους

Σε ότι αφορά το δημόσιο χρέος, η έκθεση αναφέρει ότι αν και παραμένει βιώσιμο, έχει αυξηθεί παρά πολύ και μετά το τέλος της πανδημίας, η εξυπηρέτησή του θα ασκεί  πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ.«Οι διευκολύνεις που προσφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη διαχείριση της κρίσης δεν δικαιολογούν κανενός είδους δημοσιονομικό εφησυχασμό» προστίθεται.

Σε ότι αφορά το ιδιωτικό χρέος, η έκθεση σημειώνει ότι το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δισ. ευρώ και ότι αναλύεται σε «κόκκινες» οφειλές  108,1 δισ. στην εφορία, 37,5 δισ. προς στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. προς τις τράπεζες και 38,9 δισ. προς τους servicers που έχουν εξαγοράσει τα κόκκινα δάνεια. Κατά την εκτίμηση των συντακτών της έκθεσης, το ιδιωτικό χρέος αναμένεται να καταγράψει σημαντική επιδείνωση όταν θα έρθει η ώρα να αρχίσουν οι αποπληρωμές.

«Σε αυτό το στάδιο ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα», αναφέρει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, παραπέμποντας στο «κούρεμα» των συσσωρευμένων οφειλών της πανδημίας που ζητά το σύνολο των φορέων της αγοράς και των μικρομεσαίων.  «Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο», καταλήγει.

 

Ετικέτες

Documento Newsletter