Η οριστική εκεχειρία Σαουδικής Αραβίας και σιιτών μαχητών Χούθι και ο ύπνος των ΗΠΑ
Η είδηση της επίτευξης εκεχειρίας αρχικά για οκτώ μήνες στη δοκιμαζόμενη για πάνω από μια δεκαετία από τον εμφύλιο πόλεμο Υεμένη εκλήφθηκε ως γεγονός θετικής σημασίας σε έναν πλανήτη που την τελευταία διετία μοιάζει να έχει πάρει φωτιά.
Ετσι, όταν την περασμένη Κυριακή απεσταλμένοι της εμπλεκόμενης στην οδυνηρή διένεξη Σαουδικής Αραβίας ταξίδεψαν στη Σαναά για να συζητήσουν πιο λεπτομερώς τους όρους αυτής της εκεχειρίας με την ηγεσία των κυρίαρχων στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας σιιτών μαχητών Χούθι το γεγονός δεν αποτέλεσε παρά το ευτυχές επιστέγασμα μιας σειράς διαπραγματεύσεων που αρκετοί εντάσσουν στο γενικότερο πλαίσιο εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης.
Είχε προηγηθεί άλλωστε η απόφαση του υποστηριζόμενου από τους Σαουδάραβες Υεμενίτη προέδρου Αμπντ Ράμπο Μάνσουρ Χάντι να μεταφέρει αμετάκλητα όλες τις εξουσίες του στο προεδρικό συμβούλιο, εξέλιξη που προδιέγραφε την επιτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών.
Αυτό που προκαλεί ωστόσο έκπληξη στην περίπτωση της Υεμένης είναι ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Κίνας –με την πλήρη απουσία των ΗΠΑ και του προέδρου Τζο Μπάιντεν– στη σύναψη της συμφωνίας. «Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να τερματίσει τον πόλεμο στην Υεμένη. Δύο χρόνια μετά την προεδρία του η Κίνα μπορεί να έχει εκπληρώσει αυτή την υπόσχεση» σημείωσε ενδεικτικά o Τρίτα Πάρι, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Quincy και πρώην πρόεδρος του Εθνικού Ιρανοαμερικανικού Συμβουλίου. «Δεκαετίες στρατιωτικοποιημένης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή επέτρεψαν στην Κίνα να παίξει τον ρόλο του ειρηνοποιού, ενώ η Ουάσινγκτον είναι κολλημένη και δεν μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα από συμφωνίες όπλων και ολοένα και πιο μη πειστικές διαβεβαιώσεις ασφαλείας» πρόσθεσε η ίδια.
Η αντίστιξη μοιάζει ακόμη πιο έντονη συγκρίνοντας την αποτυχία της Ουάσινγκτον με την επιτυχία του Πεκίνου. Οι ΗΠΑ πάντα υποστήριζαν τη Σαουδική Αραβία μέχρι τέλους και εναντιώθηκαν έντονα στους Χούθι, τους οποίους υποστηρίζει το Ιράν. Τώρα η Κίνα έχει αποσπάσει παραχωρήσεις από τους Σαουδάραβες που κατέστησαν δυνατές τις συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός. Οι Σαουδάραβες φαίνεται ότι αποδέχονται πλήρως τις απαιτήσεις των Χούθι, οι οποίες περιλαμβάνουν το άνοιγμα του μεγάλου λιμανιού για να σταθεί δυνατά η εισαγωγή κρίσιμων προμηθειών στη χώρα, επιτρέποντας πτήσεις στη Σαναά, όπως και στην κυβέρνηση να έχει πρόσβαση στο νόμισμά της για να πληρώσει τους εργαζόμενούς της και να σταθεροποιήσει την οικονομία.
«Οι παραχωρήσεις της Σαουδικής Αραβίας –συμπεριλαμβανομένης της πιθανής άρσης του αποκλεισμού και της εξόδου από τον πόλεμο– αποδεικνύουν ότι προτεραιότητά τους είναι να προστατεύσουν το έδαφος της Σαουδικής Αραβίας από επίθεση και να επικεντρωθούν στην οικονομική ανάπτυξη στο εσωτερικό» δήλωσε ο Ερικ Σπέρλινγκ, εκτελεστικός διευθυντής του think tank Just Foreign Policy, ο οποίος εργάζεται για τον τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη εδώ και χρόνια. «Αυτό αποκλίνει από την προσέγγιση που προτιμούν κάποια σκέλη της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον, που συνέχισαν να ελπίζουν ότι ο πόλεμος και ο αποκλεισμός της Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους Χούθι να παραχωρήσουν περισσότερη εξουσία στην κυβέρνηση της Υεμένης που υποστηρίζεται από το Ριάντ και κατ’ επέκταση τις ΗΠΑ».
Δεν πρόκειται για την πρώτη φορά που η Κίνα εμπλέκεται σε διπλωματικές πρωτοβουλίες που δείχνουν πλήρως αντίθετες με την αμερικανική στρατηγική, αφού λίγες ημέρες πριν οι υπουργοί Εξωτερικών του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας συναντήθηκαν στο Πεκίνο για να οριστικοποιήσουν μια συμφωνία που αποκαθιστά τις απευθείας πτήσεις μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης, ανοίγει ξανά τις πρεσβείες και επεκτείνει την εμπορική συνεργασία.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους δεν έκρυψαν τη δυσαρέσκειά τους για την κινεζική εμπλοκή. Σε μια απροειδοποίητη επίσκεψη στη Σαουδική Αραβία νωρίτερα την εβδομάδα που πέρασε ο διευθυντής της CIA Ουίλιαμ Μπερνς εξέφρασε την απογοήτευσή του για τους Σαουδάραβες, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν το θέμα. Είπε στον Σαουδάραβα διάδοχο πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ότι οι ΗΠΑ αισθάνονται προδομένες από την προσέγγιση του Ριάντ με το Ιράν και τη Συρία –χώρες που παραμένουν υπό αυστηρές κυρώσεις από τη Δύση–, υπό την αιγίδα μάλιστα των παγκόσμιων αντιπάλων της Ουάσινγκτον.
Δεν πρόκειται για παράλογη διαπίστωση, πρέπει ωστόσο να συνοδεύεται από την υπενθύμιση ότι ήταν οι ΗΠΑ που έδωσαν ρόλο προνομιακού τοποτηρητή στο σαουδαραβικό βασίλειο, θεωρώντας δεδομένη την εσαεί αφοσίωσή του. Σε μια περίοδο ωστόσο που οι μεγάλες φιλοδοξίες της νέας ηγεσίας του σαουδαραβικού βασιλείου έρχονται να συναντήσουν τις αντίστοιχες του «κινεζικού δράκου» η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να επιστρέψει σε μια τέχνη την οποία δείχνει να έχει λησμονήσει τα τελευταία χρόνια: αυτή της επίλυσης συγκρούσεων.
Πρακτικές όπως η υποστήριξη των ειρηνευτικών συνομιλιών και η παροχή ανθρωπιστικής στήριξης κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, προς τις οποίες προτρέπουν κύκλοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, θα μπορούσαν να αποδειχτούν ευκαιρία ώστε η Ουάσινγκτον να μπορέσει να δείξει ότι ξέρει να κάνει κάτι περισσότερο από το να κλείνει προσοδοφόρα deals για τις εγχώριες βιομηχανίες όπλων.