Είναι πασιφανές ότι οι έριδες για τα ενεργειακά κοιτάσματα στην ανατολική Μεσόγειο αποτελούν παράγοντα απειλής για την ειρήνη
Στην Ελλάδα το όλο θέμα εστιάζεται στον μεγαλοϊδεατισμό του Ερντογάν και στα νεοοθωμανικά σχέδια της Τουρκίας. Δεν συνεκτιμώνται καθόλου οι σοβαρές επιπτώσεις στο κλίμα και το περιβάλλον από τις εξορύξεις ούτε η δημιουργία μόνιμης εστίας έντασης για τα επόμενα χρόνια. Στον ανταγωνισμό της με την τουρκική η ελληνική πλευρά προσπαθεί να αξιοποιήσει τη διάθεση της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, η οποία αγγίζει σχεδόν το 40% των αναγκών της. Εδώ εντάσσεται η κατασκευή του αγωγού TAP/ANAP με φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν διά μέσου Τουρκίας και Ελλάδας, στον οποίο όμως δεν μπορεί πια να στηριχτεί η Δύση. Ο αγωγός αυτός είναι ανταγωνιστικός του ρωσικού αγωγού TurkStream, που έχει προχωρήσει σημαντικά μέσω Μαύρης Θάλασσας, Βουλγαρίας, Σερβίας κ.λπ. προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Ολα αυτά προσπαθεί να αντιμετωπίσει το σχέδιο του αγωγού Εast Med για μεταφορά φυσικού αερίου από την ανατολική Μεσόγειο, που θα μπορούσε να καλύψει το 4% των σημερινών αναγκών της ΕΕ αλλά το 45% των προβλεπόμενων αναγκών του 2050.
Σήμερα η ΕΕ διαθέτει αρκετό φυσικό αέριο για να καλύψει τη ζήτηση, η οποία προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 90% έως το 2050 προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή. Ακόμη και με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, όμως, το αέριο που θα μεταφέρεται από την ανατ. Μεσόγειο θα παράγει σε ένα χρόνο 38 εκατομμύρια τόνους CO2 – χώρια το μεθάνιο. Θα ανατραπούν αποφασισμένες πολιτικές; Και ποιες;
Βεβαίως, υπάρχει και ο στόχος για «ΑΟΖ μέχρι την Κύπρο», που έχει πρωτακουστεί στη χώρα μας το 2010 με το ξεκίνημα της στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ, και συσπειρώνει όλες τις πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν. Ομως ήταν αναμενόμενο ότι η συμμαχία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ– Αιγύπτου θα αντιμετωπιζόταν από την Τουρκία ως προσπάθεια αποκλεισμού της ίδιας και των τουρκοκυπριακών εδαφών από τη συμμετοχή στις εξορύξεις, είτε ευθέως είτε μέσω της επιβολής όρων. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η τουρκολιβυκή συμφωνία και οι έρευνες, οι εντάσεις κ.λπ.
Δεν είναι όμως μόνο το κλίμα επιθετικής πατριωτικής πλειοδοσίας που έχει εγκαθιδρύσει το καθεστώς Ερντογάν στον τουρκικό δημόσιο διάλογο. Και στην Ελλάδα έχουν διαμορφωθεί συναινέσεις για δυσβάστακτες αγορές εξοπλισμών, αύξηση της θητείας κ.λπ., όπως και θετικό κλίμα για σύμπλευση με «συμμάχους» που δεν διακρίνονται για τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου ή τη διαφύλαξη της ειρήνης. Σε διπλωματικό επίπεδο οι τουρκικές κινήσεις καταδικάζονται από τον δυτικό κόσμο (ΗΠΑ, ΕΕ, Ισραήλ) και τους Αραβες συμμάχους του. Στον εγχώριο «διάλογο», όμως, αποσιωπάται ότι όλοι σχεδόν μιλούν για αμφισβητούμενη περιοχή και όχι για ελληνική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Και στο βάθος Χάγη…
Τι μέλλει γενέσθαι; Η Ελλάδα δεν μπορεί να στηρίζει και να στηρίζεται από μια βιομηχανία, αυτή των ορυκτών καυσίμων, που βρίσκεται στη δύση της. Ηδη η Πορτογαλία έκλεισε πρόσφατα την πόρτα για περαιτέρω εξερεύνηση υδρογονανθράκων. Θα πρέπει να υπερασπίσουμε και το περιβάλλον και την ειρήνη. Πώς όμως;
Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου του 2020 οι Ελληνες Πράσινοι δημοσιοποίησαν κοινή δήλωση με τους Τούρκους Πράσινους με την οποία ζητούσαν τον τερματισμό κάθε νέας έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων στην ανατ. Μεσόγειο. Και επεξεργάστηκαν μια πρόταση ειρήνης και βιωσιμότητας για επίλυση της αδιέξοδης ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης σε πλαίσιο σεβασμού στο διεθνές δίκαιο, υιοθετώντας αναλυτικές εκτιμήσεις για την ελληνοτουρκική κρίση και συγκεκριμένες προτάσεις διεξόδου.
Κεντρική θέση ανάμεσα στις προτάσεις έχει η ιδέα για μια «νέα Βέρνη» στην ανατ. Μεσόγειο, ανάλογη με τη συμφωνία Καραμανλή – Ντεμιρέλ του 1976 που πάγωσε επ’ αόριστον κάθε έρευνα για πετρέλαια στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου: μια τέτοια πρόταση, χωρίς νικητές και ηττημένους βρίσκει έδαφος και στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας (άρθρο 83). Αν υιοθετούνταν ένα τέτοιο πλαίσιο, η ένταση με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί.
Σε κάθε περίπτωση η κοινωνία έχει τον λόγο, επιβάλλοντας ειρηνικά μέσα επίλυσης των διαφορών, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις επιταγές της βιωσιμότητας.
Ο Μιχάλης Τρεμόπουλος είναι πρώην ευρωβουλευτής, ιδρυτικό μέλος των Πράσινων