Αν κάποιος ριψοκινδυνεύσει την άποψη ότι το όνειρο του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένας µπάτσος (όχι αστυνοµικός, µπάτσος της Βασιλικής Χωροφυλακής) σε κάθε κρεβατοκάµαρα, θα χαρακτηριστεί λαϊκιστής και υπερβολικός. Το ίδιο όµως ευφάνταστος θα χαρακτηριζόταν όποιος έλεγε πριν από µερικά χρόνια ότι ένας γραφικός τηλεπωλητής που πουλάει πατριωτισµό του νανογιλέκου θα γινόταν αντιπρόεδρος του ιστορικού συντηρητικού κόµµατος στην Ελλάδα. Για να µην πω πώς θα χαρακτηριζόταν όποιος προέβλεπε ότι το πρωτοπαλίκαρο του Γεώργιου Παπαδόπουλου θα γίνει υπουργός Εσωτερικών της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας.
Τίποτε επικίνδυνο, απειλητικό για τη δηµοκρατία και περιοριστικό για τον πολίτη δεν είναι ξένος τόπος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η τηλεοπτική φιλελεύθερη φύση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι σαν τα γλυπτά από πάγο. Στήνονται µόνο για τη φωτογράφιση και µετά τη χρήση οδεύουν λιώνοντας προς το αποχετευτικό σύστηµα.
Ο Μητσοτάκης κατάφερε µέσα σε ενάµιση χρόνο διακυβέρνησης να εκπροσωπεί ό,τι πιο ακραία συντηρητικό υπάρχει στην Ελλάδα. Ξεκίνησε µε τη διακριτική εκπροσώπηση του φοβικού οράµατος κάθε νοικοκυραίου το οποίο σφυρηλατείται καθηµερινά από τα κανάλια και καταλήγει στον ντούρο αυταρχισµό που κοσµούν αστυνοµικά κλοµπ και αστυνοµικές αύρες του 1960.
Υπάρχει µια γενική αρχή που µαρτυρά διαχρονικά τις αντιλαϊκές κυβερνήσεις προτού τις διακρίνει το εκλογικό σώµα και τις τιµωρήσει όπως πρέπει. Είναι η επένδυση στον αυταρχισµό. Κάθε φορά που µια κυβέρνηση αποφασίζει ότι εχθρός της είναι ο πολίτης και κυρίως αυτός που δεν ευθυγραµµίζεται µαζί της, επενδύει στον αυταρχισµό και στην αστυνοµοκρατία. Η ελληνική ιστορία είναι γεµάτη µε εικόνες καταστολής, µε πιο πρόσφατες αυτές του καιρού των µνηµονίων. Φυσικά καµία κυβέρνηση δεν οµολογεί ότι καταστέλλει δικαιώµατα βάζοντας την αστυνοµία σε ρόλο που δεν πρέπει να έχει. Η αστυνοµοκρατία εµφανίζεται ως αναγκαία, αφού καλλιεργηθούν φόβοι και κίνδυνοι που στην πραγµατικότητα δεν υπάρχουν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρετουσάρει µε τον δικό του τρόπο την παλιά συνταγή της αστυνοµοκρατίας και δηµιουργεί µε παλιούς όρους αναξιοκρατίας και ρουσφετιού έναν στρατό από αστυνοµικούς µε διπλό ρόλο. Ο πρώτος είναι να ρίξει αυτό τον στρατό απέναντι στον πολίτη όταν την κρίσιµη ώρα αντιδράσει επειδή θα καταλάβει ότι η διαχείριση της πανδηµίας από την κυβέρνηση ήταν επικίνδυνη και εγκληµατική. Ο δεύτερος είναι να χρησιµοποιήσει την εικόνα του «φρουρούµενου» πολίτη ως απόδειξη ότι υπάρχει κίνδυνος. Και τα δύο έχουν ως µοναδικό ζητούµενο την υποταγή και τη χειραγώγηση.
Μετά την ανακοίνωση για πανεπιστηµιακή αστυνοµία η κυβέρνηση ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι θα προχωρήσει και σε δηµιουργία αστυνοµίας για τα µέσα µεταφοράς. Ποιο είναι το επόµενο βήµα; Αστυνοµία βαδίσµατος; Συµπεριφοράς; Υποταγής; Γιατί όχι κρεβατοκάµαρας, αν αποφασιστεί ότι τα προσωπικά πρότυπα δεν ταιριάζουν µε τα γούστα του πολυχρονεµένου;
Ας πιάσουµε την ίδρυση αστυνοµίας για τα πανεπιστήµια. Οι φοιτητές στην Ελλάδα υπολογίζονται γύρω στις 250.000. Είναι λοιπόν φυσιολογικό σε µια τόσο µεγάλη κοινότητα που είναι σχεδόν ίση µε τον πληθυσµό της Πάτρας να υπάρχουν φαινόµενα παραβατικότητας, εκτροπές και εγκλήµατα ακόµη.
Προσέξτε τώρα τα µέσα ενηµέρωσης. Εµφανίζουν συστηµατικά την πανεπιστηµιακή κοινότητα ως άντρο ανοµίας. Φροντίζουν µάλιστα η «εγκληµατικότητα» να έχει ιδεολογικό και πολιτικό πρόσηµο. Οι «δράστες» είναι ιδεολόγοι που θέλουν την καταστροφή.
Αφού φιλοτεχνηθεί αυτό το αφήγηµα εµφανίζεται ως αναγκαία η αστυνόµευση. Χιλιάδες αστυνοµικοί (γιατρούς δεν προσλαµβάνουµε, µόνο αστυνοµικούς) θα αστυνοµεύουν τα πανεπιστηµιακά ιδρύµατα. Ας αντιστοιχίσουµε όλα αυτά σε µια άλλη κοινότητα. Είναι σαν να λέµε ότι επειδή στην Πάτρα υπάρχει (όπως υπάρχει παντού) εγκληµατικότητα, πρέπει να βάλουµε αστυνοµία µες στα σπίτια. Να είναι στην κρεβατοκάµαρα, στο σαλόνι ή έστω στην πολυκατοικία για να µη συµβεί κάτι.
Αυτή δεν είναι πολύ προοδευτική θεώρηση και δεν νοµίζω να είναι ανεκτή. Οχι στις δηµοκρατίες. Στις δηµοκρατίες υπάρχουν θεσµοί που αποτρέπουν το έγκληµα και αστυνόµευση όταν χρειάζεται. Ο φόβος δεν φυλάει τα έρµα σε οργανωµένες δηµοκρατικές κοινωνίες ούτε τα κακοποιεί. ∆εν ασκείται αστυνόµευση και καταστολή µόνο µε την πιθανότητα της όποιας παράβασης.Τόσο το αφήγηµα που δηµιουργείται για την εγκληµατικότητα στα πανεπιστήµια όσο και οι «λύσεις» αστυνοµοκρατίας και ελέγχου είναι ένα σύνολο µε ζητούµενο τη χειραγώγηση.
Ερώτηση για προβληµατισµό: ακούσατε ποτέ κάποιο τηλεοπτικό κανάλι από αυτά που περιγράφουν την εγκληµατικότητα στα πανεπιστήµια να µιλά για το χάλι της παρεχόµενης παιδείας και των πανεπιστηµίων; Ακούσατε να κατονοµάζει υπουργούς για το έγκληµα µε την ευκολία που δείχνει φοιτητές; Αν φοιτητής διαπράξει έγκληµα, υπάρχει ήδη θεσµικό πλαίσιο για να συλληφθεί και να τιµωρηθεί. Αν το διαπράξει υπουργός;
Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που είναι τα πανεπιστήµια δηµιουργήθηκε τα τελευταία 40 χρόνια µε κυβερνήσεις Ν∆ και ΠΑΣΟΚ και µε την κυριαρχία επί 30 χρόνια της ∆ΑΠ-Ν∆ΦΚ, συνδικαλιστικής παράταξης της Ν∆. Είναι λοιπόν η περιγραφή της εικόνας των πανεπιστηµίων ως άντρου ανωµαλίας µια παραδοχή της πολιτικής τους σε αυτά;
Στόχος δεν είναι καµιά εγκληµατικότητα, αλλά τα µυαλά και η παραδοχή της κοινωνίας ότι έχει υποταχθεί. Στα εκπαιδευτικά ιδρύµατα (ναι, θα γίνει και στα σχολεία) η κυρίαρχη εικόνα δεν θα είναι του ανήσυχου νέου που µαθαίνει, αλλά του υποταγµένου νέου που γεννιέται και µεγαλώνει µε την απειλή του αστυνοµικού.
Αν το πείραµα πετύχει στα πανεπιστήµια, θα επεκταθεί παντού. Θα έχουµε την µπατσοκρατία (όχι αστυνοµοκρατία, επιµένω), διαρκή έλεγχο και κάµερες παντού. Κάποια στιγµή ίσως κυκλοφορούµε µε µια κάµερα ο καθένας στον κώλο. Για το καλό µας.
Στα σχολεία έµπνευσης Μητσοτάκη το ξύλο θα έχει βγει από τον παράδεισο της νέας χωροφυλακής και ο σκοταδισµός θα είναι η κανονικότητα στο εικονοστάσι της Κεραµέως. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναβιώνει το «σπουδαστικό» της Ασφάλειας βάζοντας αστυνοµία στα πανεπιστήµια. Αναµένεται η αναβίωση αγροφυλακής και των ΤΕΑ και αναζητείται συνθέτης για τον ύµνο της Μαρέβας. Αυτήν τη φορά θα παραλειφθεί το ιστορικό στάδιο της Αποστασίας. Θα τα κάνει όλα µόνη της η Οικογένεια.
Από όσους θεωρούν όλα αυτά υπερβολικά θα ζητήσω να µου υποδείξουν αστυνοµία σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυµα της Ευρώπης ή ένα νοµοσχέδιο για την παιδεία που να το υπογράφει ο υπουργός της Αστυνοµίας.