Η δική μου Νάξος μού έδωσε το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να αποκτήσει και να κατακτήσει ένας άνθρωπος: την ελευθερία μου. Ζούσα σε μια άκρως καταπιεστική και δυναστική αυστηρότητα μέσα στην οικογένεια απ’ όλα τα μέλη της: πατέρας Βασίλης, μητέρα Λούλα και τα δύο αδέλφια μου, Μίμης και Γιάννης. Αυτό κράτησε χρόνια και οι έξοδοί μου ήταν μόνο με τους γονείς μου. Ευτυχώς όμως που και οι δύο ήταν λάτρεις του θεάτρου και του κινηματογράφου. Κάθε Τετάρτη και Κυριακή πηγαίναμε θέατρο, γεγονός που έθρεψε την ψυχή μου με τέχνη. Μέσα στην απομόνωσή μου, τα βιβλία, ο κινηματογράφος και το θέατρο γέμιζαν το μυαλό και την ψυχή μου με ό,τι καλύτερο υλικό μπορούσαν να μου προσφέρουν. Και ξαφνικά έγινε το θαύμα! Ο πατέρας μου αγόρασε σπίτι στη Νάξο, όπου πηγαίναμε όλα τα υπέροχα καλοκαίρια της ζωής μου. Καλοκαίρια που διαρκούσαν τέσσερις μήνες για μένα και τη μητέρα. Τα αδέλφια μου πού και πού ερχόντουσαν για λίγες μόνο ημέρες.
Ο μπαμπάς κάποια Σαββατοκύριακα. Kι εδώ αρχίζει η ελευθερία μου. Είχαν εμπιστοσύνη σε όλο το περιβάλλον της Νάξου και στις οικογένειες των φιλενάδων μου, γιατί γνωρίζονταν καλά. Μ’ άφησαν εντελώς ελεύθερη κινήσεων. Ποτέ δεν έλεγξαν εδώ, σ’ αυτό τον τόπο, τι ώρα βγήκα, τι ώρα μπήκα, πού πήγαινα. Κιθάρα έπαιζα από έντεκα ετών και ήταν αναπόσπαστο κομμάτι μου. Το πρώτο μου κοινό το απέκτησα στη βεράντα της Στέλλας Μελισσηνού, όπου μαζευόμασταν η πιτσιρικαρία και τραγουδούσαμε τις επιτυχίες του ραδιοφώνου. Περνούσε ο κόσμος και στεκόταν να με απολαύσει. Φεύγανε χειροκροτώντας… Πηγαίναμε στον βράχο που στηρίζεται η Πορτάρα. Παίζαμε, κολυμπούσαμε στα νερά του λιμανιού και μετά τραγούδια ξανά!
Η ενέργεια που υπήρχε 24 ώρες το 24ωρο κάτω από τον βράχο της Πορτάρας δεν περιγράφεται, παρά μόνο βιώνεται. Ενιωθα τεράστια δύναμη και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, κολυμπώντας μέχρι εκεί που έδεναν τα πλοία όταν έρχονταν, μέχρι που με μάζευε το λιμεναρχείο. Δεν με τιμώρησαν ποτέ! Υπήρχε και μια σημαδούρα στη θάλασσά μας που έγινε το μέρος για τα κουτσομπολιά μας. Κολυμπούσαμε ως εκεί, σκαρφαλώναμε και αράζαμε απάνω της για ώρες. Μόλις σκάγαμε από τον ήλιο ξαναβουτάγαμε και ξανά απάνω στη σημαδούρα, που έχει σημαδέψει τη ζωή όλης της νεολαίας της Νάξου. Μας λείπει τώρα που δεν υπάρχει πια. Τέλος, στο κεντράκι που υπήρχε κάτω απ’ τον βράχο μαζευόμασταν για τις πορτοκαλάδες μας και την απόλαυση του θεάματος με την απεραντοσύνη της θάλασσας, την Πάρο απέναντι και τα διερχόμενα πλοία. Μόνο γλύκα γέμιζε η καρδιά μας. Μεγαλώνοντας σιγά σιγά, το κεντράκι το πήρε ένας εκπληκτικός άνθρωπος, ο Δημήτρης Κατσούρης, που έδωσε στην εφηβεία μας ό,τι χρειαζόμασταν. Ημασταν κατά έναν τρόπο προστατευόμενές του όλες οι κορασίδες του νησιού. Αυτός έκανε τον χώρο κλαμπ και δεν επέτρεπε στους αρσενικούς να μας παρενοχλούν. Χορεύαμε όλοι μαζί, πάντοτε με ευπρέπεια. Εμείς και τα φιλάκια μας δίναμε και με τα φλερτάκια μας ξεμοναχιαζόμασταν. Ο Κατσούρης στο μαγαζί του, όμως, ήταν σκληρός επιτηρητής.
Οταν είχε μποφόρια, που πάντα έχει, διασχίζοντας τη νησίδα που ένωνε τη Χώρα με τον βράχο της Πορτάρας και το μαγαζί γινόμασταν μούσκεμα: ρούχα, μαλλιά, καταβρεγμένες από πάνω ως κάτω. Κάθε βράδυ, όμως, κάναμε τη διαδρομή για το κλαμπ με λαχτάρα να χορέψουμε και ν’ ακούσουμε τη μουσική που αγαπούσαμε και να βρεθούμε μαζί όλη η μεγάλη παρέα. Πολλά απογεύματα ανεβαίναμε στο Κάστρο, που επίσης η ομορφιά και η μαγεία των καλντεριμιών του δεν περιγράφεται αλλά βιώνεται. Ζωντανό, ολοζώντανο, κατοικείται από το 1200 μ.Χ.! Υπέροχα σπίτια, πολλά απ’ τα οποία στηρίζονταν σε κίονες και κολόνες φτιαγμένες πριν από 2.000 χρόνια.
Η δική μου Νάξος είναι ένα αγνό, αθώο, πανέμορφο όνειρο που ποτέ δεν χάθηκε. Και απόδειξη: ύστερα από το γυρουλιό της ζωής μου, γεμάτο ταξίδια, συναυλίες, δόξες και μουσική, εδώ και 35 χρόνια ήρθα και εγκαταστάθηκα στο κτήμα μου και σπίτι μου χειμώνα καλοκαίρι, αντικαθιστώντας τα δωδεκάποντα με τις γαλότσες. Μέσα στην απέραντη ησυχία της φύσης, στο χώμα του ελαιώνα, γειώθηκα και έγινα ένας λεβέντης αληθινός, πράγμα που δεν θα το γνώριζα αν δεν ζούσα στο κτήμα μου. Στον τόπο αυτό ο νους μου τρέχει ήσυχα στα χρόνια του Κυττάρου, στην ηλεκτρική κιθάρα, στους Νοστράδαμος, στον Σιδηρόπουλο, τον Διονύση, τον Πουλικάκο, στους Socrates. Η επιλεγμένη μου μοναχικότητα έγινε τελικά η ωραιότερη συνθήκη που έζησα. Η θέα των βουνών της Νάξου και η θάλασσα του Αμμίτη με έκαναν να μη χρειάζομαι απολύτως τίποτε.
Η δική μου Νάξος και στα 76 μου χρόνια μόνο χαρά, ομορφιά και αγάπη μού δίνει, χωρίς τσιγκουνιά. Η δική μου Νάξος είναι ο επί γης παράδεισός μου. Χρυσή εφηβεία, όμορφα γεράματα.