Οι πανδημίες και οι επιδημίες ως πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς από τον 15ο έως και τον 20ό αιώνα
Ο Αλµπέρ Καµύ δεν θα µπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η «Πανούκλα» του –όπως και το «Κοράκι» του Στίβεν Κινγκ– θα έκανε δεύτερη καριέρα στη λίστα των best sellers 73 χρόνια µετά την έκδοσή της. Γιατί όµως οι άνθρωποι τρέχουν να διαβάσουν βιβλία που µιλούν για φρίκη και θάνατο; Είναι η ανάγκη ψυχικής και πνευµατικής ετοιµότητας για το ενδεχόµενο ο κορονοϊός να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα; Η ενδόµυχη επιθυµία ενός happy end που θα τους λυτρώσει από την υπαρξιακή αγωνία;
Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα παρά την εξέλιξη της επιστήµης και της τεχνολογίας µοιάζει τελικά ανήµπορος να αντιµετωπίσει την απειλή, ακόµη και να διαχειριστεί τον άπλετο χρόνο της καραντίνας. Κι όµως, πολλοί συγγραφείς έγραψαν µερικά από τα κορυφαία έργα τους σε τέτοιες περιόδους: ο Σοφοκλής τον «Οιδίποδα τύραννο» µετά την τραγική εµπειρία των Αθηναίων από τον λοιµό, τον οποίο περιγράφει ως στοιχείο της δραµατουργικής εξέλιξης· ο Σαίξπηρ τον «Βασιλιά Ληρ» στην αποµόνωσή του κατά την επιδηµία της χολέρας στο Λονδίνο· ο Πούσκιν αξιοποιεί δηµιουργικά τον αποκλεισµό (εξαιτίας της χολέρας σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη) στο χωριό του, αφού τότε γράφει τα µισά του έργα· ο Ρίτσος αφηγείται σε ποιητικούς και στοχαστικούς τόνους στο «Ο γέροντας µε τους χαρταετούς» πώς βιώνει την περιπέτεια της υγείας του όταν µπαινοβγαίνει στα σανατόρια λόγω της φυµατίωσης.
Από τη µεσαιωνική Ρόδο στο υπό κατάρρευση Παρίσι
Το παλιότερο κείµενο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας είναι «Το θανατικό της Ρόδου» του Εµµανουήλ Λιµενίτη-Γεωργηλλά, που γράφτηκε το 1498. Αναφέρεται στην επιδηµία πανούκλας που ξέσπασε στη Ρόδο την περίοδο των Ιωαννιτών Ιπποτών και κράτησε 20 µήνες. Εµµετρος θρήνος άνευ ιδιαίτερης ποιητικής αξίας, ωστόσο ιστορικά χρήσιµος γιατί καταγράφει παραστατικά τις απώλειες σε όλο το ηλικιακό και κοινωνικό φάσµα. «Θανατικόν επέσωσεν εις το νησίν της Ρόδου […] κι έφαεν τους αθρώπους της µε λυµασµένην πείναν». Αποδίδει την εξάπλωση της νόσου στον έκλυτο βίο των κατοίκων που έπαιζαν τυχερά παιχνίδια, είχαν ροπή στα ελευθεριάζοντα ήθη και ήταν άπληστοι. Εποµένως δικαίως ο Θεός τους τιµώρησε.
Στην «Αστροφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου ήρωες είναι τα «πονεµένα νιάτα». Οι ζωές τους ξετυλίγονται κατά τη διάρκεια του µεσοπολέµου που στην Ελλάδα σηµαδεύτηκε από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μια χώρα χωρίς οργανωµένα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης είναι αρκετά ευάλωτη σε επιδηµίες, όπως η ελονοσία και η φυµατίωση, και οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που έρχονται γίνονται ο εύκολος στόχος, αφού θεωρούνται φορείς αυξηµένου µικροβιακού κινδύνου. Χαρακτηριστική είναι η φράση που ακούγεται κάποαι στιγµή.
– Αφησε που βροµάνε όλοι, είναι άρρωστοι και µας κολλάνε. Ο Θεός να µας φυλάει από τους χλεµπονιάρηδες.
Ο Ουίλιαµ Μπάροουζ, ανατρεπτικός από πεποίθηση και περιθωριακός από επιλογή, στις «Πόλεις της κόκκινης νύχτας» (1981) πιστεύει ότι οι επιδηµίες ήταν ένα µέσο της εξουσίας για να ελέγξει τα δυνάµει επικίνδυνα κοινωνικά στρώµατα. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο ιός Β-23, κατασκευασµένος στα εργαστήρια κάποιας µυστικής υπηρεσίας, ο οποίος προκαλεί σεξουαλική υπερδιέγερση και τελικά τον θάνατο µέσω συνεχών οργασµών. Εναλλάσσοντας πειρατικές περιπέτειες µε νουάρ ατµόσφαιρα και µύθους από την Αγρια ∆ύση µε επιστηµονική φαντασία, ο αναγνώστης δεν έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί παραισθησιογόνες καταστάσεις του αφηγητή, αλλά την αγωνιώδη προσπάθειά του να υποσκάψει µε διαβρωτικό χιούµορ κάθε επίσηµο θεσµό της σύγχρονης ιστορίας και να συµφιλιώσει το σεξ µε τον θάνατο.
∆εν είναι µόνο ο ακάµατος γιατρός Ριέ της «Πανούκλας» που κοιµάται τέσσερις ώρες την ηµέρα για να βρίσκεται δίπλα στους ασθενείς του και να τους απαλύνει τον πόνο. Παρόµοια στάση έχει και ο Αντζελο Πάρντι στον «Ουσάρο στη στέγη» (1951) του Ζαν Ζιονό. Η χολέρα σαρώνει στην Προβηγκία το 1832. Ο Ιταλός αξιωµατικός καταδιώκεται από τους Αυστριακούς που τον κατηγορούν για συνωµοσία. Οι δρόµοι έχουν αποκλειστεί, οι πόλεις έχουν οχυρωθεί και έχει επιβληθεί καραντίνα. Χωρίς να φοβάται ότι θα µολυνθεί, φροντίζει τους αρρώστους που συναντά στον δρόµο του. Παρά τα µελανιασµένα κουφάρια που κείτονται γύρω του, αγνός και θαρραλέος, βοηθάει τα ανυπεράσπιστα θύµατα παίρνοντας το ρίσκο και για τη δική του ζωή. Το µόνο που τον παρηγορεί όταν καταφεύγει στις στέγες της Μανόσκ από όπου παρατηρεί µια πόλη να αργοσβήνει είναι η οµορφιά της φύσης.
Το καλό παράδειγµα όµως είχε δώσει ήδη από τον 19ο αιώνα ο Αντον Τσέχοφ, ο ανθρωπισµός του οποίου είχε δοκιµαστεί και στην πράξη. Το 1892 επιστρατεύτηκε από τις αρχές της χώρας του ως «γιατρός χολέρας» χωρίς αµοιβή και δίχως βοηθούς. Παρ’ όλα αυτά διασχίζει µε ψωραλέα άλογα τους κακοτράχαλους δρόµους του νοµού Σέρπουχοφ. Υποφέροντας και ο ίδιος από φυµατίωση, από την οποία τελικά πέθανε, παραµερίζει τους προσωπικούς κινδύνους γιατί θεωρεί την προσφορά δείγµα γενναιοδωρίας προς τους πάσχοντες αγρότες. Οπως σηµειώνει σε µια επιστολή του, «δεν έχω περάσει ούτε ένα καλοκαίρι τόσο καλό όσο αυτό… Οι πρώην φόβοι µας για τους χωρικούς φαίνονται τώρα παράλογοι, υπηρετούσα και από το υγειονοµικό συµβούλιο, πήγαινα στα εργοστάσια. Ολο αυτό µου άρεσε και ήθελα να το ζήσω».
Ο Πατρίκ Ντεβίλ στο «Χολέρα και πανούκλα» (2014) ξαναπιάνει το νήµα εκεί που το άφησε ο Καµύ. Λίγο προτού τα ναζιστικά στρατεύµατα καταλάβουν το Παρίσι, ο Αλεξάντρ Γερσέν (υπαρκτό πρόσωπο) επιβιβάζεται στο αεροπλάνο για ένα ακόµη ταξίδι. Είχε σώσει εκατοµµύρια ζωές όταν σε ένα προαύλιο νοσοκοµείου στο Χονγκ Κονγκ αποµόνωνε τον βάκιλο της βουβωνικής πανώλης που προς τιµήν του ονοµάστηκε yersinia pestis. Βρέθηκε στο επίκεντρο των δύο παγκόσµιων πολέµων, του ανταγωνισµού των µεγάλων δυνάµεων, της φθίνουσας αποικιοκρατίας, αλλά και στον αγώνα της επιστήµης να κερδίσει τις µάχες κατά των επιδηµιών.
Ατοµικές και κοινωνικές συµπεριφορές
Ο Μπάκι Κάντορ, γυµναστής σε παιδική κατασκήνωση στο βιβλίο «Νέµεσις» του Φίλιπ Ροθ, συναντά τυχαία έναν παλιό του µαθητή. Εχουν περάσει 27 χρόνια και είναι και οι δύο θύµατα της πολιοµυελίτιδας που σάρωσε το 1944 το Νιούαρκ των ΗΠΑ. Ο θάνατος τόσων παιδιών αλλά και της αγαπηµένης του στοιχειώνει τον ήρωα µε ενοχές, θεωρώντας τον εαυτό του ηθικό αυτουργό για τη µετάδοση της νόσου. Εγκλωβισµένος σε ηθικά και συνειδησιακά διλήµµατα αναρωτιέται ποια ήταν η ύβρις που διέπραξε. Το ότι όρθωσε το ανάστηµά του απέναντι στην αρρώστια προκάλεσε την ενεργοποίηση της νέµεσης;
Ο Φον Ασενµπαχ, ο συγγραφέας στον «Θάνατο στη Βενετία» του Τόµας Μαν, περιδιαβαίνει µόνος τα σοκάκια µιας πόλης-παγίδα που πρόκειται να αφανιστεί από τη χολέρα. Βαθιά φιλοσοφηµένος άνθρωπος, ψάχνει αφενός την καλλιτεχνική έµπνευση που θα διασκεδάσει την πλήξη του στο Βερολίνο, αφετέρου τρόπους ικανοποίησης των έγκλειστων παθών του. Με φόντο µια παρακµιακή πόλη, ταυτισµένη µε ολόκληρη την Ευρώπη, αρνείται να αποµακρυνθεί από το αντικείµενο του πόθου του, τον έφηβο Τατζού, παρά την εγγύτητα του θανάτου, παραµένοντας µέχρι τέλος αυτοκαταστροφικός σχοινοβάτης.
Στο «Παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο η οργή και η απόγνωση καταλαµβάνουν τους κατοίκους µιας ανώνυµης πόλης που αρχίζουν να αυτοοργανώνονται: ζητούν γερά χέρια για να ανοίγουν τάφους, εθελοντές για να επιτηρούν τα µολυσµένα σπίτια, ορκωτούς επόπτες για να αναφέρουν στις αρχές τα ύποπτα κρούσµατα.
Στους Φιλιάτες της Ηπείρου διαδραµατίζεται το ιστορικό µυθιστόρηµα της Σταυρούλας ∆ηµητρίου «Η χώρα του κασσίτερου» (2005). Η πανούκλα που µεταφέρεται µε πειρατικό καράβι το 1814 και εξαπλώνεται αστραπιαία από πόρτα σε πόρτα και από ρούχο σε ρούχο δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να εξορύξει όλο το µετάλλευµα των ανθρώπινων αντιδράσεων σε στιγµές πανικού. Μολονότι η πόλη είναι µια πολυπολιτισµική χοάνη µε χριστιανούς, µουσουλµάνους, Εβραίους κ.ά., κανένας θεός οποιασδήποτε θρησκείας δεν µπορεί να εµποδίσει την αποδηµία στον κάτω κόσµο. Πεθαίνουν πρώτα οι ιερωµένοι και ακολουθούν προύχοντες, πλούσιοι γαιοκτήµονες κ.ά. Επιβιώνουν µόνο κάποιοι περιθωριακοί τύποι µε αλλόκοτη συµπεριφορά. Από τη µια καρφώνουν τα φέρετρα των πεθαµένων και από την άλλη ράβουν και ξηλώνουν τα σάβανα, κρύβονται σε πιθάρια για να µην τους βρει το κακό και σκάβουν µε µανία το χώµα αναζητώντας τη σωτηρία στη µάνα γη.
Συµπερασµατικά, πιο προφητικός απ’ όλους αποδείχτηκε ο Καµύ. Ο ήρωάς του δεν χαίρεται όταν η επιδηµία τελειώνει, όντας σίγουρος πως θα έρθουν κι άλλες είτε µε την κυριολεξία της νόσου είτε µε την αλληγορία του φασισµού. «Οι συµπολίτες µας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους […]. Σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόµη δυνατά, πράγµα που σήµαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναµες. Συνέχιζαν να κάνουν επιχειρήσεις, να ετοιµάζουν ταξίδια και να έχουν γνώµες. Πώς θα µπορούσαν να σκεφτούν την πανούκλα που καταργεί το µέλλον, τις µετακινήσεις, τις συζητήσεις; Θεωρούσαν τον εαυτό τους ελεύθερο και κανένας δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος όσο υπάρχουν δυστυχίες».
Πόλεις, κράτος και πολιτική
Μυθοπλασία σε συνδυασμό με ιστορικές μαρτυρίες περιλαμβάνει η «Πανούκλα στο Λονδίνο» (1722) του Ντάνιελ Νταφόε. Ο συγγραφέας, αν και μόλις πέντε χρόνων, είχε ζήσει τα δραματικά γεγονότα που του επέτρεψαν να περιγράψει μια πόλη παραδομένη στην υστερία, στις δεισιδαιμονίες, στην ανεργία, στις λεηλασίες και στην κερδοσκοπία.
Το 1881 ο Δανός Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν στο διήγημα «Πανούκλα στο Μπέργκαμο» εμπνέεται από τη δύναμη αφανισμού της πανούκλας όπως είχε εκδηλωθεί στην ιταλική πόλη κατά τον Μεσαίωνα. Σε μια πόλη όπου ο χρόνος έχει παγώσει διερευνά την κοινωνική κρίση που προκαλεί η σύγκρουση του θρησκευτικού αισθήματος με εκείνο της επιβίωσης.
Περίπου την ίδια περίοδο ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στον «Βαρδιάνο στα Σπόρκα» αφηγείται –χωρίς την ευρωπαϊκή αποφορά του θανάτου– την προσπάθεια μιας μάνας να σώσει τον γιο της από τα μολυσμένα με χολέρα καράβια. Περισσότερο όμως θέλει να καταγγείλει την ανικανότητα του κράτους. «Το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν».
Στον αλληγορικό «Λοιμό» (1972) ο Αντρέας Φραγκιάς θα επινοήσει μια μεταδοτική ασθένεια, υπονοώντας τις συνθήκες των κρατουμένων στη μεταπολεμική Μακρόνησο. Εφιαλτική ατμόσφαιρα, βασανιστήρια από χαφιέδες και δεσμώτες που τους υποχρεώνουν να κυνηγούν τις μύγες και τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρούς του έθνους.