Ενας ξεχωριστός αποχαιρετισμός στο αηδόνι της μουσικής που έφυγε σε ηλικία 95 ετών.
Ηταν το 2001 όταν κυκλοφόρησαν τα «Μυστικά του κήπου», ένας κύκλος τραγουδιών του Νίκου Κυπουργού με συνθέσεις του από το παιδικό θέατρο. Το CD έκλεινε με ένα πρωτότυπο δημοτικοφανές νανούρισμα που ακουγόταν σαν μοιρολόι και που το τραγουδούσε ο Χρόνης Αηδονίδης. Δεν ξένιζε το συγκεκριμένο «πάντρεμα» του λόγιου συνθέτη Κυπουργού με τον πρωτομάστορα της δημοτικής μας παράδοσης Αηδονίδη. Αυτό που έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν οι στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου, που είχαν εφαλτήριο την παράδοση φυσικά, λαμβάνοντας υπόψη και την περσόνα του ερμηνευτή. Τελικά προέκυψε ένα πανέμορφο «έντεχνο» νανούρισμα, το οποίο –όλως παραδόξως– ακολουθούσε τον Χρόνη Αηδονίδη για όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Κάτι πολύ σημαντικό είχε γίνει που δεν είχε συμβεί ποτέ με κανέναν άλλο τραγουδιστή του ρεπερτορίου αλλά και του ιστορικού βάρους του Αηδονίδη. Διότι ναι μεν η Δόμνα Σαμίου είχε τραγουδήσει Διονύση Σαββόπουλο («Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» σε ποίηση Χριστιανόπουλου), ήταν μια κίνηση όμως εντός ενός πλαισίου μόδας στη δεκαετία του 1970, βλέπε Γιάννης Μαρκόπουλος («Επιστροφή στις ρίζες»), Σταύρος Ξαρχάκος, Νίκος Ξυλούρης κ.λπ.
Ο Αηδονίδης υπήρξε τεράστιος τραγουδιστής. Ουδέποτε καταφέρθηκε εναντίον της επαφής των νεότερων με την παράδοση, ακόμη κι όταν ο ήχος τους ήταν ηλεκτρονικός ή εξηλεκτρισμένος. Αυτό φανερώνουν οι συνεργασίες του με τον Γιώργο Νταλάρα, τη Γλυκερία, τη Μαρίζα Κωχ, τον Ζαχαρία Καρούνη, τη Νεκταρία Καραντζή και φυσικά την Εστουδιαντίνα Μαγνησίας του Ανδρέα Κατσιγιάννη. Ο ίδιος, όπως μου είχε αφηγηθεί σε συνέντευξη το 2001, μυήθηκε στο δημοτικό τραγούδι από την προφορική παράδοση της γενέτειράς του, της Θράκης. Οσα τραγούδια άκουγε εντυπώνονταν αρχικά μέσα του κι ύστερα τα τραγουδούσε συνέχεια μόνος του προκειμένου να μην τα ξεχάσει. Βιώνοντας μια ανυπόφορη κατάσταση με τον Εμφύλιο σε ένα ακριτικό χωριό («οι άνθρωποι σκοτώνονταν για τα πολιτικά και κανείς απ’ την Αθήνα δεν ασχολιόταν μαζί μας») πήραν την απόφαση οικογενειακώς και ήρθαν το 1948 στην πρωτεύουσα. Στους ραδιοθαλάμους του ΕΙΡ συνάντησε τον δάσκαλο Σίμωνα Καρρά και τραγούδησε για πρώτη φορά θρακιώτικα τραγούδια συνοδεία των Χαλκιάδων, δημοτικής κομπανίας και χορωδίας. «Εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και ότι δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο» είναι τα δικά του λόγια για το βάπτισμά του στη ραδιοφωνία. Στη δισκογραφία μπήκε λίγα χρόνια αργότερα, με την είσοδο στη δεκαετία του 1960, έχοντας ξεχωρίσει ήδη για την ειδίκευσή του στο θρακιώτικο ρεπερτόριο.
Το πέρασμα από τα νυχτερινά μαγαζιά
Τραγουδούσε ακόμη μακεδονίτικα αλλά και εκκλησιαστικούς ύμνους. Οι τελευταίοι προέκυψαν από την εφηβική του ηλικία, όταν σπούδασε τη βυζαντινή μουσική στο γυμνάσιο με δάσκαλό του τον βοηθό του άρχοντα πρωτοψάλτη στο Φανάρι. «Από τότε κατάλαβα τη στενή σχέση βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής» είχε πει χαρακτηριστικά. Το 1967 με την επιβολή της δικτατορίας, όταν κάθε χουντικό διάγγελμα «μοιραζόταν» στον κόσμο με κλαρίνα και τσάμικα, εκείνος τραγουδούσε εκτός από θρακιώτικα και μακεδονίτικα που ήταν απαγορευμένα. «Δεν τα θέλανε τα μακεδονίτικα οι χουντικοί λόγω γειτονίας μας με την κομμουνιστική Βουλγαρία»… Και πάλι δικά του λόγια δανείζομαι.
Εκείνη τη χρονιά ο Αηδονίδης δουλεύει για πρώτη φορά σε νυχτερινό μαγαζί που είχε στήσει ένας Θρακιώτης συντοπίτης του. Για ένα μήνα άντεξε ο ταγμένος στην παράδοση τραγουδιστής, αφού συνειδητοποίησε σύντομα πόσο φθοροποιά ήταν η νύχτα. Κάτι ανάλογο έκανε ξανά το 1979, πάλι για ένα μήνα, συνεργαζόμενος τη φορά εκείνη με τον μπουζουξή Κώστα Παπαδόπουλο και τη Βίκυ Μοσχολιού, η οποία αντικαταστάθηκε από τη Ρένα Ντάλμα. «Είχαν τέτοια απήχηση τα θρακιώτικά μου που μου πρόσθεσαν κι άλλη ώρα στο πρόγραμμα, κάτι που δεν άντεξα καθώς τα πρωινά δούλευα σε καλό πόστο στο Σισμανόγλειο» μου είχε εξομολογηθεί.
Ενας σπουδαίος δάσκαλος
Τη δεκαετία του 1990, έχοντας τον απόλυτο σεβασμό των νεότερων συναδέλφων του, συνεχίζοντας ταυτόχρονα τη διάσωση της παράδοσης μέσα από τις ερμηνείες του σε πολλά CD, ασχολήθηκε με το πολύ σημαντικό για τον ίδιο κομμάτι της μουσικής διδασκαλίας. Ηταν σταθερό μέλος στις κριτικές επιτροπές μαθητικών διαγωνισμών παραδοσιακού τραγουδιού και έπαιρνε απίστευτη χαρά από τα νέα παιδιά που προσέγγιζαν όλο αγάπη το δικό του αντικείμενο. Υπέρμαχος των μουσικών σχολείων και της εκπαίδευσης των παιδιών γενικότερα, ο Αηδονίδης υποστήριζε κάθε απόπειρα για διαφύλαξη των εθίμων και των εθνικών παραδόσεων κόντρα στη λαίλαπα της αγγλοσαξονικής και αμερικανικής κουλτούρας. «Από τις αρχές του ’90 βοήθησα στη δημιουργία του Εργαστηρίου Παραδοσιακής Μουσικής της Αλεξανδρούπολης και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό. Αν, όταν εγώ δεν θα είμαι πια εδώ, υπάρχουν τραγουδιστάδες που δηλώνουν μαθητές του Χρόνη Αηδονίδη, να είστε σίγουρος πως θα χαμογελάω από κάπου ευτυχισμένος». Ας κλείσουμε με αυτά τα λόγια του, αφού είναι σίγουρο πως τόσο ο ίδιος ως τραγουδιστής μέγιστος όσο και η ακάματη εργασία του πάνω στη θρακιώτικη παράδοση δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ.