Χρήστος Στέργιογλου: «Ζούμε σ’ έναν φοβερό καπιταλισμό που όλο τρώει…»

Χρήστος Στέργιογλου: «Ζούμε σ’ έναν φοβερό καπιταλισμό που όλο τρώει…»

Λίγο πριν από την πρεμιέρα της «Μπερνάρντα Άλμπα» ο σπουδαίος ηθοποιός θυμάται τα παιδικά του χρόνια, την περίοδο της χούντας, την εμπειρία της Νέας Υόρκης και τους μεγάλους δασκάλους που γνώρισε

Ηθοποιός, τραγουδιστής, δάσκαλος, ένας καλλιτέχνης-πολυεργαλείο, απ’ τους σημαντικότερους που διαθέτουμε σήμερα. Τι κι αν ήταν ο πάτερ φαμίλιας στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου; Τι κι αν αυτήν τη στιγμή πρωταγωνιστεί σε σίριαλ και ταινίες του εξωτερικού;

Ο Χρήστος Στέργιογλου δεν ξεχνάει τη λαϊκή καταγωγή του, ψωνίζει απ’ τα μανάβικα της Πατησίων και κουβαλάει μέσα του ανελλιπώς τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη και όλους όσοι τον διαμόρφωσαν. Οπως κουβαλάει και τους φίλους του, με τους οποίους ανέπτυξε δεσμούς ζωής. Σύντομα θα τον δούμε ως Μπερνάρντα Αλμπα στη δεύτερη συνεργασία του με τη σκηνοθέτιδα Μαρία Πρωτόπαπα μετά την επιτυχημένη «Αντιγόνη» του Ανούιγ.

Το «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα θα κάνει πρεμιέρα στις 24 Ιανουαρίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και θα είναι επίσης η δεύτερη φορά που ο Στέργιογλου θα παίξει σ’ ένα εμβληματικό έργο του Ισπανού ποιητή (η πρώτη ήταν στην κατά Θόδωρο Τερζόπουλο «Γέρμα» τη δεκαετία του 1970 στη Θεσσαλονίκη).

Συμφωνείτε πως μετά τον «Κυνόδοντα» γίνατε περιζήτητος, σαν να σας άνοιξαν πόρτες;

Για μένα τίποτε δεν έχει αλλάξει. Ίσως το «περιζήτητος» να οφείλεται στο ότι οτιδήποτε αναλαμβάνω το κάνω με συνέπεια και με φροντίδα. Δεν ξέρω τι είναι το ζενίθ ή το ναδίρ μιας πορείας, εγώ πιστεύω στην πορεία του καθενός που του τυχαίνουν ωραία και άσχημα πράγματα.

Μες στα χρόνια θέλατε να βελτιωθείτε ως άνθρωπος ή ως καλλιτέχνης;

Μαζί πάνε αυτά. Κάτι δεν πάει καλά αν δεν ισορροπούν. Μπορεί να είσαι καλός στη δουλειά σου και να μην υπολογίζεις τους ανθρώπους; Η ζωή είναι τόσο μικρή που αν δεν υπάρχει ο σεβασμός, δεν τη ζεις. Μαζί είμαστε, δεν υπάρχει πρώτος, δεύτερος ή τελευταίος.

Το λέτε κι από την άποψη της ταξικότητας;

Φυσικά. Είναι άλλο θέμα να πατάς επί πτωμάτων για να επιβιώσεις, αφού η πείνα μπορεί να σε κάνει έτσι. Και πάλι, όμως, αποκλείεται να σε σκότωνα για να πάρω ψωμί από σένα, θα το ζητούσα. Αυτήν τη στιγμή ζούμε σ’ ένα φοβερό καπιταλισμό, που τρώει και όλο τρώει. Δεν υπάρχει ανθρωπιά και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Χωρίς να το λέω θρησκευτικά, πιστεύω στη ρήση του Ευαγγελίου «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Άμα αγαπούσαμε τους άλλους όπως αγαπάμε τον εαυτό μας, δεν θα υπήρχαν ανισότητες και πόλεμοι. Μιλάω για μια ουτοπία. Έτσι όπως πάμε, βλέπω το κεφάλαιο να τρώει και το κεφάλι του, στο τέλος θα σκάσει και θα κάνει ένα μεγάλο μπαμ και δεν θα ξέρουμε από πού μας ήρθε. Οπότε τι μου λέτε τώρα εσείς για καριέρες και πορεία…

Είστε γεννημένος στο Διδυμότειχο. Μέχρι πότε μείνατε εκεί;

Μεγάλωσα στο Διδυμότειχο, όπου έμεινα ως τα 18 μου. Ήταν ένα εξαιρετικό περιβάλλον μέσα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε κάρο με άλογο και έπαιρνε κρέατα από τα σφαγεία για να τα μοιράσει στα κρεοπωλεία. Η μάνα μου δούλευε στα χωράφια. Εχω μια αδερφή κι έναν αδερφό ακόμη – εν ζωή ευτυχώς. Μετά τα 18 έζησα δεκατρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη προτού φύγω για Νέα Υόρκη. Πέρασα στο πανεπιστήμιο, Οικονομικές – Πολιτικές Επιστήμες, αλλά στο τρίτο έτος, στα 21 μου, αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Πήγα στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης στη δραματική σχολή του Διονύση Καλού και της Σοφίας Λάπου. Λίγο μετά γνώρισα τον Θόδωρο Τερζόπουλο που παίξαμε μαζί με την Ανέζα Παπαδοπούλου.

Τι θυμάστε από τα φοιτητικά χρόνια;

Τότε ήταν χούντα και στο πανεπιστήμιο πήγαινα μόνο για να δώσω εξετάσεις. Οι άλλοι νόμιζαν πως δεν είμαι φοιτητής αλλά χαφιές. Δεν το ζήσατε και εύχομαι ποτέ να μην το ξαναζήσει άνθρωπος, αλλά τότε όλοι ήμασταν ύποπτοι. Φυσικά και ήμουν κατά της χούντας και φυσικά έφαγα ξύλο από την Ασφάλεια λόγω αφισοκολλήσεων. Στο Πειραματικό Εργαστήρι, αφού είχε τελειώσει η χούντα, η πρώτη παράσταση που κάναμε ήταν η «Απεργία» του Σκούρτη. Εγώ έπαιζα τον χειρότερο ρόλο, τον χαφιέ. Η μάνα μου, ούσα «καμένη» από τον κομμουνιστή άντρα της, που τον είχαν στείλει στο βουνό και τον φώναζαν «ο Κούκος» από το ΚΚΕ, όταν ήρθε και με είδε μου είπε: «Πολύ ωραίο το έργο σας, παιδάκι μου, αλλά πολύ κομμουνιστικό. Εσύ καλά έκανες που έπαιξες τον ρόλο αυτό για να μη σε κλείσουν μέσα» (γέλια).

Και στην Αμερική πώς καταλήξατε;

Ημασταν όλοι αριστεροί, χωρισμένοι σε ΚΚΕ Εσωτερικού και ΚΚΕ Εξωτερικού, και έγιναν δύο θίασοι. Κάπου εκεί εμείς φτιάξαμε το θέατρο Αμαλία, την παλιά Πειραματική Σκηνή της Θεσσαλονίκης. Μετά κάναμε κάποιες δουλειές με τον Τερζόπουλο στο ΚΘΒΕ, είπαμε όμως με την Ανέζα πως δεν θέλαμε να μείνουμε άλλο, πήραμε των ομματιών μας και πήγαμε στην Αμερική.

Δεν ήταν μια τρέλα αυτό;

Τεράστια! Είχαμε από χίλια δολάρια ο καθένας, βγάλαμε τα εισιτήρια και τα δικά μου λεφτά τα είχα σ’ ένα πουγκί στον κόρφο μου. Προτού φύγουμε από την Ελλάδα, όμως, συνάντησα τυχαία ένα φίλο που μου είπε ότι εκεί βρισκόταν ο Αλμπέρτο, ο αδερφός του, και μου έδωσε το τηλέφωνό του. Μέναμε σ’ ένα μέρος μόνο για ύπνο μες στο πανεπιστήμιο, αλλά μας έδιωξαν γιατί δεν ήμασταν παντρεμένοι με την Ανέζα και δεν μπορούσαμε να μείνουμε μαζί. Ετσι, τηλεφώνησα στον Αλμπέρτο και μας φιλοξένησε. Εγώ τελικά έμεινα δύο χρόνια, η Ανέζα ένα παραπάνω γιατί έπαιξε στο «La mamma». Ολο αυτό το διάστημα μάθαινα τη γλώσσα και μετά έκανα μαθήματα στο HB Studio. Σπούδασα εκεί και έμαθα πολλά. Παρακολούθησα μερικά μαθήματα και στο Actors Studio, όπου γνωρίσαμε τον Ανδρέα Μανωλικάκη. Κάναμε ωραία παρέα κι επειδή αυτός έμενε στην Αστόρια φτιάξαμε ένα θίασο και περιοδεύσαμε στην ομογένεια. Επίσης τραγουδούσα και σε μια μπουάτ του Βαγγέλη Φάμπα, έχω ακόμη κασέτες που τραγουδάμε την «Κουτσή κιθάρα» του Λοΐζου.

Σωστά, είστε και τραγουδιστής εκτός από ηθοποιός.

Είχα γνωρίσει τον συνθέτη Ηρακλή Πασχαλίδη από μια αγγελία έξω από ένα υπόγειο, την μπουάτ Κατμαντού. Ζητούσαν τραγουδιστή, τηλεφώνησα και μπήκα σ’ ένα διαμέρισμα όπου με συνόδεψε ο Ηρακλής στο πιάνο στο «Χάρτινο το φεγγαράκι». Ενθουσιάστηκε και τακιμιάσαμε. Μάθαμε ότι κάνει τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού ο Χατζιδάκις και στείλαμε δύο τραγούδια. Πέρασαν και τα δύο! Θα μου μείνει η μεγαλοψυχία του Χατζιδάκι και το ότι δεν ξεχώριζε ταξικά τους ανθρώπους. Με το θράσος της νιότης, σε μια στιγμή που έτρεχαν όλοι και ο Χατζιδάκις ήταν καταϊδρωμένος, είπα το τραγούδι μία και μοναδική φορά. Μου κάνει: «Είσαι εντάξει;» και τον ρωτάω: «Μήπως μπορούμε να το πάμε άλλη μία φορά;». Εκεί έλαμψε ολόκληρος, φωτίστηκε όλο το πρόσωπό του και μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο μου είπε: «Βεβαίως»! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτό. Να, γι’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να μιλάω, όχι για άλλους.

Η θητεία σας στη μουσική πήγαινε παράλληλα με την υποκριτική;

Δεν ξέρω ειλικρινά τι υπερτερούσε. Δεν παράτησα κάτι όταν έφυγα στην Αμερική. Κι όταν επέστρεψα δούλεψα πολύ με τα ΔΗΠΕΘΕ. Πρώτα στην Καλαμάτα, όπου εκεί κάναμε μια πρώτη μεγάλη επιτυχία με τον Κώστα Ζαχαράκη και τον συνθέτη Τάσο Καρακατσάνη. Μιλάω για τα «Καπέλα», μια καμπαρέ παράσταση με τετραμελή ορχήστρα. Θα σας πω μια ιστορία: η μητέρα μου ήταν μια λαϊκή γυναίκα κι εγώ είχα πάρει την ευχή και των δύο γονιών μου. «Κάνε ό,τι σ’ αρέσει, εσύ ξέρεις καλύτερα από μας» μου είχαν πει όταν τους ενημέρωσα ότι θα γίνω ηθοποιός. Τα «Καπέλα» ήταν πολύ τολμηρή παράσταση. Κάναμε γυναικείους ρόλους και βγαίναμε έντονα βαμμένοι. Αναρωτιόμουν πώς θα καλέσω τη μάνα μου. Ερχεται, τελειώνει το έργο, μ’ αγκαλιάζει και μου λέει: «Παιδάκι μου, εγώ σε γέννησα;». Δεν γίνεται, λοιπόν, όταν κάνεις κάτι αληθινό να μην το δεχτεί ο άλλος. Κι εμείς αυτό που κάναμε ήταν η απόλυτη έκφρασή μας.

Κι ύστερα συμμετείχατε στη «Λεωφόρο» με Βουτσινά, Κραουνάκη και Νικολακοπούλου.

Μετά τα ΔΗΠΕΘΕ, ενώ έψαχνα για δουλειά, ο Βουτσινάς έκανε τη «Λεωφόρο Α΄» με την Πρωτοψάλτη, την Αρβανιτάκη και τον Κώστα Γανωτή και με την υπογραφή του Σταμάτη και της Λίνας. Κονφερασιέ ήταν ο κωμικός Χρήστος Ευθυμίου, ο οποίος αποχώρησε και μου πρότειναν να πάω στη θέση του. Δεν είχαν μπάτζετ κι έγινα βοηθός σερβιτόρου. Επρεπε να καθαρίζω το μαγαζί και να σηκώνω και τα τηλέφωνα. Ξαφνικά, όμως, άφηνα τον δίσκο, έπιανα το μικρόφωνο και τραγουδούσα την «Τζεζαμπέλ» του Γιώργου Μαρίνου. Γινόταν της πουτάνας! Και να η ταξική διαφορά: εκεί που δεν μου έδινε σημασία κανείς, μετά οι πελάτες μού μιλούσαν στον πληθυντικό. Επαιρνα ένα μεροκάματο κι ο Σταμάτης με ρωτούσε κάθε βράδυ πόσα έβγαζα. Αν το ποσό ήταν κάτω από χίλιες δραχμές π.χ., από μόνος του εκείνος μου έδινε τα υπόλοιπα. Ετσι είμαστε σαν αδέρφια μέχρι σήμερα.

Πιστεύετε ότι από τον «Κυνόδοντα» και μετά πήρατε αυτό που δικαιωματικά σάς αξίζει;

Τίποτε δεν μου ανήκει δικαιωματικά, κανείς δεν περίμενε να γίνει μια τόσο μεγάλη επιτυχία και το μόνο πολύ ωραίο που μου συνέβη ήταν το ξάνοιγμα στο εξωτερικό. Ενθουσιάστηκα με το που διάβασα το σενάριο και θα σας πω κάτι για την επιτυχία τώρα: μετά τα «Καπέλα» πήγαμε να κάνουμε μια νέα μουσική παράσταση με τον Κένζι Ιτο, τον πρώην σύζυγο της Θέμιδας Μπαζάκα. Λέγαμε ότι θα σκίσουμε, αλλά τίποτε δεν έγινε, γιατί οι προθέσεις δεν ήταν αγνές και ήμασταν υπερόπτες. Δεν πάει έτσι, όμως. Ηταν τεράστιο μάθημα. Απ’ τον «Κυνόδοντα» και μετά έπαιξα σ’ ένα σίριαλ στο Λονδίνο και ήρθαν πολλά χρήματα. Δεν έχω πια το άγχος του άμα δεν υπάρχει δουλειά τι θα κάνω… Βέβαια, την τελευταία εικοσαετία το πρόβλημα αυτό είχε λυθεί, αλλά τώρα είμαι ακόμη πιο πολύ ήσυχος.

Διαβάστε επίσης:

Λυδία Κονιόρδου στο Documento: «Όταν εμπλέκονται οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι ιδεολογίες λερώνονται»

H Βάσω Καζαντζίδη στο Documento: «Ο Στέλιος δεν αλλοιώθηκε από τα φώτα και το χειροκρότημα»

Μάγεψε η Imany με τη φωνή της και οχτώ βιολοντσέλα

Documento Newsletter