Ο γνωστός χορογράφος μιλάει για την επιστροφή του στη Στέγη με το έργο του «Larsen C».
Τον περασµένο Μάρτιο η παράσταση «Larsen C», που ανέβηκε στη Στέγη Ιδρύµατος Ωνάση, ήταν το θέµα συζήτησης ανάµεσα στους ανθρώπους που αγαπούν τον χορό. Αυτή την εβδοµάδα επιστρέφει στη Στέγη κι αυτό το γεγονός µας έδωσε την ευκαιρία να συναντήσουµε τον εµπνευστή του για να συζητήσουµε πώς είναι δυνατόν µια παγοκρηπίδα (Larsen C) να αποτελεί πηγή καλλιτεχνικής δηµιουργίας.
Επιστρέφετε στη Στέγη µε το έργο «Larsen C» που είχατε παρουσιάσει και πέρυσι στον ίδιο χώρο. Για ποιους λόγους συµβαίνει αυτό;
Στην πραγµατικότητα ο αρχικός προγραµµατισµός της Στέγης πριν από τον κορονοϊό προέβλεπε να παρουσιάσουµε το «Larsen C» για δύο εβδοµάδες. Μετά την καραντίνα έγινε υποχρεωτικά σύµπτυξη του προγράµµατος. Οπότε υπήρχε σε εκκρεµότητα αυτή η επιπλέον εβδοµάδα που θέλαµε να κάνουµε παραστάσεις. Αν σε αυτό προσθέσουµε τη γενναιοδωρία του κοινού µε την προσέλευσή του και τον τρόπο που επικοινώνησε το έργο, µαζεύονται οι παράγοντες που µας οδήγησαν στο να επανέλθουµε µε το «Larsen C».
Πώς είναι δυνατόν ένας παγετώνας να αποτελέσει πηγή έµπνευσης για ένα χορογράφο;
Το «Larsen C» δεν ξεκίνησε θέλοντας να ερευνήσει τον παγετώνα και τον πάγο. Στην ουσία ο πάγος ήρθε κατά τη διάρκεια της δηµιουργικής διαδικασίας των προβών. Ας πούµε ότι ήταν ένα λειτουργικό εργαλείο ώστε να υλοποιήσω, να σωµατοποιήσω τη βασική µου πρόθεση.
Ποια ήταν αυτή;
Η αρχική σκέψη της παράστασης ήταν η αποτύπωση ενός παιχνιδιού που σχετίζεται µε την αντίληψή µας για τον κόσµο. Αντιλαµβανόµαστε την πραγµατικότητά µας, την κάθε µέρα µας, µε ένα δεδοµένο τρόπο. Σκεφτόµουν λοιπόν πώς αλλάζοντας µια παράµετρο αυτής της πραγµατικότητας –έναν ήχο, το φως, µια κίνηση– µεταβάλλεται δραστικά ο τρόπος που αντιλαµβανόµαστε την ίδια πραγµατικότητα. Να σας δώσω ένα παράδειγµα: αν βάλουµε ακουστικά για να ακούσουµε µια ωραία µουσική καθώς περπατάµε στον δρόµο µε κίνηση και βιώνουµε µια αφόρητη κατάσταση, αµέσως η αντίληψή µας αλλάζει κι αυτό που ζούµε γίνεται πιο ανάλαφρο, αν και η πραγµατικότητα παραµένει αναλλοίωτη. Αυτό είναι το πείραµά µας. Πώς γίνεται να αλλάξουµε τη βεβαιότητα του σώµατος µε µια µικρή µετατόπιση; Κάπως έτσι στις πρόβες προέκυψε ο πάγος, ήρθε το παγόβουνο, µια µάζα νερού στέρεη και πυκνή η οποία είναι αµετακίνητη, αλλά αν την παρατηρήσουµε πολλή ώρα θα καταλάβουµε ότι είναι υπερβολικά εύθραυστη και διαρκώς µεταβαλλόµενη. Αυτό είναι ένα παιχνίδι πάνω στην αντίληψη που έχουµε για τον εξωτερικό κόσµο.
Κατά πόσο η αντίληψή µας για τον κόσµο και οι βεβαιότητες τις οποίες διαµορφώνουµε είναι αδιαµεσολάβητες;
Νοµίζω ότι είµαστε το αποτέλεσµα ενός αλληλοεξαρτώµενου συστήµατος το οποίο µας µετακινεί σχεδόν χωρίς να µπορούµε να το ελέγξουµε. Ο τρόπος που ο καθένας µας µπορεί να διαµορφώσει αντίληψη για την πραγµατικότητα ορίζεται σε σχέση µε αυτό που είµαστε µέσα σε ένα πλέγµα πολύπλοκο. Σχεδόν δεν µπορούµε να ορίσουµε πώς εµείς προσεγγίζουµε την πραγµατικότητα. Ας πούµε, είµαι κατά του ρατσισµού, υπέρ της διαφορετικότητας. Κι όµως στην καθηµερινότητά µου συνειδητοποιώ ή όχι ότι υπάρχουν στιγµές που ακόµη κι εγώ ο ίδιος, που µάχοµαι υπέρ των δικαιωµάτων όλων και αντιστρατεύοµαι τις κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές ή τις διακρίσεις φύλου µέσα µου, είµαι ακριβώς αυτό εναντίον του οποίου µάχοµαι. Επιβιώνουν τέτοια κατάλοιπα µέσα µου.
Μιλήσατε για ρατσισµό και διαφορετικότητα. Τουλάχιστον η δεύτερη λέξη σταδιακά εµπορευµατοποιείται, χάνοντας την ουσία της και το περιεχόµενό της.
Τα πράγµατα µπορούν πολύ εύκολα να γίνουν µια ταµπέλα. Πολλές φορές αντιλαµβανόµαστε το diverse σαν ζητούµενο, ότι οφείλω να είµαι diverse. Η ουσία του diverse είναι ότι µπορώ να είµαι συµπεριληπτικός µε τους πάντες. Αν δεν καταφέρω να αντιληφθώ τον πυρήνα των προθέσεών µου ώστε να µπορέσω να τοποθετούµαι µέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα καταλήξω απλώς να έχω µια ταµπέλα. Αυτό είναι θέµα παιδείας και συνεχούς αναζήτησης και αµφισβήτησης του ίδιου µας του εαυτού. Πολύ εύκολα λέµε ότι είµαστε κατά αυτών των συντηρητικών στάσεων και συµπεριφορών. Είµαστε όµως; Ή απλώς δώσαµε στον εαυτό µας την ταµπέλα του προοδευτικού, του συµπεριληπτικού;
Επιστροφή στην παράσταση και στα ιδιαίτερα κινησιολογικά µοτίβα, στην ξεχωριστή επιλογή του ηχητικού τοπίου και στο µαύρο βινύλ ύφασµα µε το οποίο έχουν ντυθεί οι χορευτές.
Αυτός είναι ένας µεγάλος αγώνας και µια προσωπική µου εµµονή: ότι όλα πρέπει να υπηρετούν τη βασική ιδέα της παράστασης – διαφορετικά δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Πώς προέκυψε το «Larsen C»; Μια µέρα που οδηγούσα σε ένα δάσος άκουγα συµφωνική µουσική κι ένιωθα ότι ήµουν σε ένα ελβετικό τοπίο. Αλλαξα τη µουσική κι άρχισα να ακούω κλαρίνα· η αίσθηση του ελβετικού τοπίου εξαφανίστηκε και ένιωσα ότι πήγαινα στον παππού µου για το Πάσχα. Ηρθε λοιπόν µια µουσική και µου άλλαξε τον τρόπο που προσεγγίζω την πραγµατικότητα. Τι σηµαίνει άραγε για το σώµα να του συµβεί κάτι αντίστοιχο; Στο στούντιο αρχίσαµε µε γνώµονα αυτήν τη σκέψη, να παίζουµε µε αυτό το δεδοµένο. Φανταζόµουν ότι τα χέρια µου δεν µε υπακούν πλέον ή ότι το σώµα µου αντί να υπακούει στον εγκέφαλο, µπορεί να οριζόταν από χιλιάδες εγκέφαλους. Με αυτό τον τρόπο προέκυψε η κινησιολογία. Στη µουσική το ζητούµενο ήταν ο µουσικός µου να εγκαθιδρύει µια ατµόσφαιρα την οποία µε έναν ήχο να µπορεί να ανατρέψει. ∆ηλαδή πώς µπορείς να δηµιουργήσεις ένα δυστοπικό ηχοτοπίο µε συγκεκριµένη ενέργεια και να το υπονοµεύεις µε µουσική που να ακούγεται γελοία. Το µαύρο βινύλ ύφασµα από την άλλη άλλοτε εξαφανίζεται στο µαύρο περιβάλλον και άλλοτε αντανακλά τον ήλιο, το φως και τονίζει την κίνηση ή αποκτά µια υφή που δεν είναι αντιληπτή µε άλλο φωτισµό. Προσπάθησα λοιπόν οι συνισταµένες της παράστασης να υπηρετήσουν την ουσία του έργου.
INF0
Το «Larsen C» ανεβαίνει στη Στέγη από τις 6-9/10 (20.30)