Χριστόψωμα, Αϊ-Βασίληδες και καλικαντζαραίοι

Χριστόψωμα, Αϊ-Βασίληδες και καλικαντζαραίοι

Ξεφυλλίζουμε αναγνωστικά βιβλία του δημοτικού των δεκαετιών 1940-1970 για να καταλάβουμε μέσα από τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες πώς χτίστηκαν τα ήθη και τα στερεότυπα από γενιά σε γενιά.

Έρευνα: Εμυ Ντούρου

Η οικογένεια γύρω από το φτωχικό, αλλά γιορτινό τραπέζι με κουλούρια, χριστόψωμα, κάστανα και μύγδαλα, ο σεβασμός στους μεγαλύτερους και η προσφορά στους φτωχούς είναι οι θεματικές που συναντάμε στα χριστουγεννιάτικα κείμενα των παλιών αναγνωστικών του δημοτικού σχολείου των δεκαετιών 1940-1970. Οι καμπάνες χτυπούν τη νύχτα καλώντας τον κόσμο στην εκκλησιά, οι πιστοί ασπάζονται τις εικόνες με τη γέννηση του Χριστού και «όσοι δεν ημπορούν να πάνε» περιμένουν ένα θαύμα που πάντα έρχεται να επαναφέρει την ελπίδα για ζωή.

Η νύφη, πρώτη από όλη την οικογένεια, γλυκοφιλά τη χείρα του πεθερού με τις λεβέντικες μουστάκες που είναι πάντα πρόθυμος να δώσει την ευχή του σε παιδιά και εγγόνια. Αφού ευλογηθούν από τον παππού, τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους με τα δώρα τους που συνήθως είναι ποδηλατάκια που αστραφτοβολούν, κούκλες πανέμορφες και μολυβένια στρατιωτάκια. Ο θεός των αναγνωστικών δεν ξεχνά τις χήρες και τα ορφανά, ούτε τους μοναχικούς βοσκούς που βρίσκονται στα βουνά και τους στέλνει για παρέα αγγέλους, πάντα ξανθούς. Στις γιορτές συμμετέχουν ακόμα και τα οικόσιτα ζώα, γιατί και αυτά θεός τα έκανε.

1946, μια καλή χρονιά για αναγνωστικά

Στο αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού του 1946, ο άγιος Βασίλης ερχόταν ακόμα από την Καισάρεια (που τα παιδιά λένε Καισαρεία χάριν ευφωνίας) και όχι από το Ροβανιέμι που πραγματικά ζούσε όπως αποκαλύφθηκε στους νεοέλληνες κατά τη δεκαετία του ’90, όταν τα μεγαλοστελέχη μπορούσαν ακόμα να πάρουν διακοποδάνεια για να βιώσουν οικογενειακώς την εμπειρία του Αρκτικού Κύκλου. Ο άγιος της εποχής δεν είχε σάκο με δώρα. Τουλάχιστον στο σπίτι του παπα-Θύμιου τα δώρα αντάλλασσαν μεταξύ τους τα μέλη της οικογένειας. Ο γιος του παπά, ο Γιώργος, πήρε δώρο ένα βιβλίο και η Μαρία «μια πανώρια κούκλα», για να μην ξεχνάμε ποιος θα σπουδάσει στο μέλλον και ποια θα μικροπαντρευτεί για να αφιερώσει τη ζωή της στο μεγάλωμα των παιδιών και στις οικιακές εργασίες. Σύντομα το διήγημα καταλήγει να στηλιτεύει τους κακούς ειδωλολάτρες και να τους διαχωρίζει από τους καλούς χριστιανούς. Και προτού το καταλάβουμε, η οικογενειακή ευτυχία επισφραγίζεται με τη θυσία της αγίας βασιλόπιτας.

Δύο χρόνια μετά ο Αϊ-Βασίλης εμφανίζεται ξανά στο αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού του 1949. Με ανοιχτές ακόμα τις πληγές του Εμφυλίου που τερματίστηκε επισήμως τον Αύγουστο του 1949 και τον Παύλο στον θρόνο, ο Αϊ-Βασίλης οφείλει να μοιράζει ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Ετσι, όχι μόνο έρχεται, αλλά κουβαλάει και σάκο με «κούκλες, τόπια, στρατιωτάκια / κάλτσες ρούχα παπουτσάκια / κασετίνες, μαντιλάκια / χαρτί, πένες, παιχνιδάκια». Ολα αυτά σε μια σχολική γιορτή στην οποία τα παιδιά έστησαν μια μεγάλη σπηλιά με πέτρες και τούβλα και από πάνω σκέπασαν με χλωρά χορτάρια και σκόρπισαν χνούδι από μπαμπάκι για να δείχνει χιονισμένη. Μέσα ένας πήλινος Χριστός, από χώμα και νερό κι αυτός, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των πιστών του.

Στο σχολείο όσα παιδιά ημπορούν, πρέπει να φέρουν διάφορα πράγματα για να κρεμάσουν στους κλάδους του δένδρου

Το 1956, όταν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων κυκλοφορούσαν Κάντιλακ και Μπουίκ που ήρθαν μέσα στο πακέτο του Σχεδίου Μάρσαλ, το αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού έξυνε πληγές με την ιστορία «Τα Χριστούγεννα των ορφανών» για το 1943 της μαύρης Κατοχής, της πείνας και της δυστυχίας. Τότε που «ό,τι καλό είχε ο τόπος το έπαιρναν οι Γερμανοί και ό,τι άφηναν εκείνοι το άρπαζαν οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι». Σε αυτό το πλαίσιο γνωρίζουμε τον Θεοδωράκη και τη Φανή, δυο αδέλφια που ορφάνεψαν όταν οι Γερμανοί έπιασαν τον πατέρα τους σε μια σιδηροδρομική γέφυρα με χειροβομβίδες. Η συνέχεια λίγο-πολύ γνωστή, η μάνα ξενοδούλευε να ζήσει τα παιδιά της. Τα Χριστούγεννα ήρθαν στο σπίτι τους με θανατικό, χωρίς ψωμί και χωρίς ελπίδα, ώσπου ένας γλυκός, ξανθός νέος, «με ουράνια ευμορφιά», μπήκε στο καμαράκι που ζούσαν κι άφησε ένα μεγάλο κιβώτιο. Οταν άπλωσε τα δυο του χέρια στα παιδιά, η μάνα πρόσεξε ότι υπήρχαν σημάδια από παλιές ουλές. Ναι, ήταν ο Χριστός που τους είχε λυπηθεί και ήρθε να τους συντρέξει. Αυτό τουλάχιστον νόμιζε η μάνα μέσα στην παραζάλη της. Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ότι το κιβώτιο περιείχε, μεταξύ άλλων, ένα χαρτονόμισμα των 10 δολαρίων και ένα σημείωμα που εξηγούσε ότι το κουτί έστειλε μια οικογένεια από τον Καναδά. Και δεν ήταν ο Χριστός που το άφησε, αλλά η κυρία Χαρίκλεια του Φιλοπτώχου Ταμείου της ενορίας. Λίγη σημασία έχει όμως, γιατί και αυτήν ο καλός Χριστούλης την έβαλε να βοηθάει τον κόσμο.

Από τα γιορτινά 60s στα feelgood 70s

Το αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού του 1961 αγγίζει ένα θέμα λεπτό, τη σχέση με τον διαφορετικό «άλλο». Στις γιορτές, ως είθισται, τους αγαπάμε όλους. Ολους εκτός από τους καλικάντζαρους, τους απαίσιους υποχθόνιους τύπους που άλλη δουλειά δεν κάνουν παρά να πριονίζουν τον στύλο που βαστά τη γη, για να τη δουν να γκρεμίζεται και να γελάνε. Συν τοις άλλοις, αυτοί οι επικίνδυνοι «αναρχικοί» παρενοχλούν τους φιλήσυχους πολίτες που τέτοιες μέρες μόνο καλοσύνη έχουν στην ψυχή τους για όλους, εκτός φυσικά των καλικαντζαραίων. Το αναγνωστικό μάς αποκαλύπτει ότι «είναι και κουτούτσικοι γιατί πάντα τα ίδια κάμνουν και πάντα τα ίδια παθαίνουν με τούτο το θεόρατο δένδρο, που κρατάει τη γη ολόκληρη με τα χωριά και τις πολιτείες της» και όλοι ξέρουν ότι στο τέλος θα αποκαλυφθούν τα απαίσια σχέδιά τους. Εν πάση περιπτώσει, εδώ ένας καλικάντζαρος καίγεται από το δαυλί ενός μυλωνά, ο οποίος προτού προβεί στη φριχτή αυτή πράξη, πρόλαβε να δηλώσει πως λέγεται Εαυτός. Τσουρουφλισμένος ο καλικάντζαρος, γιατί ήταν και γυμνούλης, ζητάει βοήθεια από τους δικούς του. «Ποιος σε έκαψε;» του λένε. «Ο Εαυτός» λέει αυτός. Και εκεί αρχίζουν τα διδάγματα. Και καμένος και προδομένος, ο καλικάντζαρος την πάτησε όπως κάποτε ο κύκλωπας Πολύφημος που κανείς δεν πίστευε ότι του είχε κάψει το μοναδικό του μάτι, το τσακίρικο, ο Κανένας.

Οι χριστουγεννιάτικες ετοιμασίες έκαναν τα σπίτια άνω κάτω στο αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού του 1967. Μεταξύ άλλων, «ο λαχανοπώλης, ο κρεοπώλης, ο παντοπώλης, ο έμπορος, ο ζαχαροπλάστης, έχουν στολίσει τα καταστήματά των». Οι μητέρες των παιδιών ετοιμάζουν «τα καινούργια φορέματα των παιδιών και τα δώρα των πτωχών και στο σχολείο όσα παιδιά ημπορούν πρέπει να φέρουν διάφορα πράγματα για να κρεμάσουν στους κλάδους του δένδρου». Τα παιδιά βγαίνουν για τα κάλαντα και νιώθουν υπηρηφάνεια γιατί τα χρήματα που μαζεύουν είναι για «τα σεισμόπληκτα παιδάκια των νησιών μας και της Θεσσαλίας». Πράγματι, την άνοιξη του 1965 ένας ισχυρός σεισμός στον Ευβοϊκό Κόλπο πυροδότησε μια σειρά δονήσεων που άφησαν πίσω δεκάδες νεκρούς και τραυματίες σε Αλόννησο, Σκόπελο, Μαγνησία, Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα, Πελοπόννησο. Καταστράφηκαν τόσα σπίτια που οι άνθρωποι κατέφυγαν σε σπηλιές, κάτω από δέντρα, μέσα σε βάρκες και ιστιοφόρα για να προστατευτούν από το ψύχος. Σε αυτό το περιστατικό αναφέρεται η ιστορία.

Επτά χρόνια μετά, ο σεισμός έχει ξεχαστεί και το αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού του 1972 σε μια feelgood διάθεση μας πληροφορεί ότι «Ολοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο. Παιδιά με τρουμπέτες, με μπαλόνια, με ποδηλατάκια, με κούκλες, με ό,τι να ειπής, γυρίζουν χαρούμενα. Οπου στρέφεις τα μάτια βλέπεις κόσμο. Τα μαγαζιά γεμάτα. Αλλοι μπαίνουν, άλλοι βγαίνουν. Δεν προφθάνουν να πωλούν οι καταστηματάρχες». Οπως άλλωστε δεν πρόφταιναν να μαζεύουν τα κομμάτια τους όσοι στη διάρκεια της Επταετίας περνούσαν τις γιορτές στην ταράτσα του γνωστού κτιρίου της οδού Μπουμπουλίνας και κατέληγαν για διακοπές χωρίς επιστροφή σε εξωτικά θέρετρα, όπως η Γυάρος και η Λέρος. Στο αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού του 1977, η οικογένεια του Παναγιώτη περνά Χριστούγεννα στο χωριό, οι γυναίκες καθαρίζουν το σπίτι, τα παιδιά ασβεστώνουν τις γλάστρες, ακολουθούνται όλα τα έθιμα με τα χριστόψωμα, το εκκλησίασμα, τα κάλαντα, τα φιλέματα. Ολα είναι τόσο πολιτικώς ορθά που στο τέλος ταΐζουν μέχρι και τα παγανιστικά καλικαντζάρια, τους παρίες της χριστουγεννιάτικης κοινωνίας. Με την ελπίδα ίσως ότι αν μια χρονιά μοιραστεί δίκαια η πίτα, μπορεί και να σταματήσουν να πριονίζουν τον στύλο που βαστάει τη γη.

Στα κείμενα από τα αναγνωστικά διατηρήσαμε την ορθογραφία της εποχής.

Καλέ Αγιε Βασίλη

Πόσο συλλογιέμαι τα φτωχά παιδάκια

τώρα το χειμώνα, που στους δρόμους κρυώνουν.

Στις γωνιές τα βλέπεις να ’ναι μαζεμενα

και τα παγωμένα χέρια να χουφτώνουν.

Τα φτωχά παιδάκια δεν τα περιμένει

στο ζεστό σπιτάκι μια καλή μητέρα.

Μοναχά ορφανούλια, τριγυρνούν στους δρόμους,

στη βροχή, στα χιόνια, στον κακόν αγέρα.

Τα φτωχά παιδάκια στέκουν μαγεμένα

μπρος απ’ τις βιτρίνες – κι αχ! Πόσο ποθούνε

τις ξανθές κουκλίτσες, τ’ αυτοκινητάκια

όμορφα παιγνίδια, που δεν θα χαρούνε!

-Καλέ Αγιε Βασίλη, φέρε συ παιγνίδια

στα παιδιά, που οι άλλοι τάχουν λησμονήσει

και στις πικραμένες τις καρδούλες κάνε

το λευκό λουλούδι της χαράς ν’ ανθίση!

(από το αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού «Κρινολούλουδα», 1947)

Documento Newsletter