Το βιβλίο «1983» του γνωστού συγγραφέα μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για την Αριστερά, τα κινήματα και την αυθάδεια απέναντι σε εξουσίες και ιεραρχίες.
Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης έχει γράψει για το «Γαµώτο ενός αριστερού» (2009), για το «Γαµώτο ενός παναθηναϊκού» (2010) και για τα πολλά γαµώτο του φαντάρου («Aπολύοµαι και τρελαίνοµαι», 1988), αλλά στο ολόφρεσκο έβδοµο βιβλίο του µε τίτλο «1983» (Εκδόσεις Καστανιώτη) επιστρέφει στα φοιτητικά του χρόνια και σε έναν πρωταγωνιστή τον οποίο γνωρίσαµε µε το προ δεκαετίας «Σπλιτ!» και θυµίζει πολύ τον ίδιο του τον εαυτό. Ανήσυχος συγγραφέας, πολύφερνος δηµοσιογράφος και για ένα φεγγάρι πολιτευτής, ο 61χρονος Χριστόφορος µιλάει στο Documento για τις καταλήψεις, τις νίκες, τις ήττες και την Αριστερά που νιώθει καλύτερα όταν χάνει.
Γιατί η λέξη κατάληψη έχει αρνητική χροιά στα αυτιά πολλών;
Σηµείο των καιρών. Εχει να κάνει µε τη µακροχρόνια κρίση του φοιτητικού κινήµατος που έχει χάσει το νήµα της επαφής µε τη µεγάλη πλειονότητα των φοιτητών. Εχει να κάνει και µε την επικράτηση µιας συντηρητικής ατζέντας. Το 1983 ωστόσο η έννοια της κατάληψης κρατούσε ακόµη αρκετή από τη λάµψη του Πολυτεχνείου και της Νοµικής, για να µην πω και του Μάη του ’68, του Μπέρκλεϊ και του Κολούµπια.
Στην κατακλείδα του βιβλίου υπάρχει µια αίσθηση µαταιότητας σχετικά µε το αποτέλεσµα της κατάληψης. Είναι µάταιοι οι αγώνες; Είναι µάταιοι οι µάταιοι αγώνες;
Το ’πιασες, νοµίζω. ∆εν είναι µάταιοι ούτε καν οι µάταιοι αγώνες. Ιδίως για 20χρονα παιδιά που µέσα από αυτούς ενηλικιώνονται όµορφα.
Ναι, αλλά µήπως ηττηθήκαµε και δεν το έχουµε καταλάβει; Μήπως η Αριστερά αισθάνεται πιο άνετα όταν ηττάται;
Προφανώς έχεις δίκιο. Η Αριστερά είναι εξαιρετικά έµπειρη στο να διαχειρίζεται ήττες, ενώ δεν έχει ιδέα πώς να διαχειρίζεται νίκες. Εχουµε πολύ δρόµο, πολλή δουλειά και πολύ ξεβόλεµα για να φτάσουµε σε αυτό το επίπεδο.
Mια κινητοποίηση δικαιώνεται όταν εµφανίζεται η αστυνοµία για να τη διαλύσει; ∆ηλαδή όταν κάνει θόρυβο έστω εξ αντανακλάσεως;
Οσο και αν ηχεί παράξενα στα αυτιά των υποστηρικτών του νόµου και της τάξης, αυτό ισχύει. Η εµφάνιση της αστυνοµίας υποδηλώνει ότι η κινητοποίηση χτύπησε φλέβα, ότι πόνεσε τον εκάστοτε αντίπαλο. Κι ακόµη, όπως συνειδητοποιούν καθ’ οδόν οι καταληψίες του βιβλίου, η παρουσία της αστυνοµίας συσπειρώνει και πολιτικοποιεί το κίνηµα. Συνήθως του προσπορίζει και κάποιους συµπαραστάτες, που αλλιώς θα παρέµεναν αδιάφοροι και αµέτοχοι.
To βιβλίο –συγγνώµη για το σπόιλερ– τελειώνει µε τις φράσεις: «Αρχικά απάντησε όχι. Επειτα είπε ναι». Καθρέφτης της κοινωνίας ολόκληρης;
Οι εναλλακτικές ερµηνείες είναι δουλειά του αναγνώστη, όχι του συγγραφέα. Το µόνο που µπορώ προσωπικά να επιβεβαιώσω είναι ότι αποτελούν καθρέφτη της συγκεκριµένης σχέσης. ∆εν δύναµαι άλλωστε να πω περισσότερα, γιατί κοντεύουµε να αποκαλύψουµε «ποιος είναι ο δολοφόνος». Μεταφορικά πάντα…
Aπό τις ήττες µαθαίνουµε περισσότερα ή από τις νίκες; Αυτή την ερώτηση κάνω συνήθως στους αθλητές.
Εγώ τώρα πρέπει να σου απαντήσω ότι από τις ήττες µαθαίνουµε περισσότερα. Καλό αυτό, γιατί συνήθως οι ήττες στην πολιτική είναι περισσότερες από τις νίκες, τουλάχιστον για όσους δεν συνηθίζουν να τοποθετούνται εγκαίρως µε την πλευρά των νικητών. Αλλά δεν θα σου δώσω τη στάνταρ απάντηση. Πιστεύω ότι µαθαίνεις περισσότερα από τις νίκες, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι οδηγούν σε δηµιουργικά αποτελέσµατα, ότι τείνουν να αλλάξουν τον κόσµο και όχι να διαιωνίζουν τις παθογένειές του. Στη δεύτερη περίπτωση, είτε κέρδισες είτε έχασες, δεν έχεις µάθει σχεδόν τίποτε.
Στην κατάληψη ακούγεται το τραγούδι «Which side are you on?». Εχει ακόµη σηµασία το ερώτηµα; Είναι τόσο σαφείς οι διαχωριστικές γραµµές ή όλα µπλέκονται γλυκά;
Αν µου ’κανες αυτή την ερώτηση πριν από δεκαπέντε χρονάκια ίσως να δίσταζα να σου απαντήσω καθώς κυριαρχούσε αυτή ακριβώς η ψευδαίσθηση. Η κρίση όµως τα άλλαξε πάλι όλα. Είσαι υποχρεωµένος να πάρεις θέση. Εν έτει 2019 βρισκόµαστε πολύ πιο κοντά στο 1983 παρά στο 2004.
Eίναι το βιβλίο µια ιστορία ενηλικίωσης και αυτογνωσίας; Εγώ θα το θεωρήσω οιονεί αυτοβιογραφικό.
Οιονεί, ναι. Αλλά το στοίχηµα όταν γράφεις ένα µυθιστόρηµα δεν είναι να µιλήσεις µόνο για τη δική σου ενηλικίωση και τη δική σου αυτογνωσία· είναι να συµπεριλάβεις τη συλλογική αυτογνωσία και την ενηλικίωση του καθενός. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο ενδιαφέρον, γιατί αν το κάνεις καλά οδηγεί σε πολλά διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης του βιβλίου.
Eγώ που τη βαριέµαι λίγο τη µυθοπλασία το ευχαριστήθηκα περίπου ως «ντοκιµαντέρ» της εποχής. ∆εδοµένου ότι ήµουν φοιτητής το 1984, µου είναι γνώριµο το σκηνικό. Ο σηµερινός φοιτητής τι χρήσιµο θα βρει στο βιβλίο;
Ενα βιβλίο δεν γράφεται για να είναι χρήσιµο, αλλά κυρίως για να αγγίξει την ψυχή του αναγνώστη. Θα βρει πάντως σίγουρα πολλές αναλογίες µε τα δικά του βιώµατα. Ελπίζω ακόµη ότι θα απολαύσει τη νεανική µατιά του βιβλίου, τις περιπέτειες και τις περιπλανήσεις του ήρωα, το χιούµορ, την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασµό, την αµφιθυµία του απέναντι στα κορίτσια. Πάνω απ’ όλα –ελπίζω– την αυθάδειά του απέναντι σε εξουσίες και ιεραρχίες, τον κυνισµό του και κάποια εσάνς µετεφηβικής αλητείας που αποπνέει.
Info
1983
Χριστόφορος Κάσδαγλης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Καστανιώτη
ISBN: 9789600366563
ΣΕΛ.: 466
ΤΙΜΗ: €17,00