Δεκτή εν μέρει έγινε από το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ναυπλίου η αγωγή γονέων για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το παιδί τους, μαθητής δημοτικού σχολείου με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, από τις αποδιδόμενες στους υπαλλήλους του εναγομένου Δημοτικού Σχολείου παράνομες πράξεις και παραλείψεις.
Το Σχολείο και η Πρωτοβάθμια Διεύθυνση Εκπαίδευσης, παρέλειψαν να λάβουν τα νόμιμα μέτρα εκπαίδευσης, στρεφόμενοι ποινικά και διοικητικά εναντίον του μαθητή και των γονέων του, επιδιώκοντας την απομάκρυνσή του από το σχολικό περιβάλλον και τη μετεγγραφή του στο Ειδικό Σχολείο, χωρίς να πληρούνται οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου.
Το δικαστήριο διαπίστωσε πως ο μαθητής δημοτικού και παιδί των εναγόντων πάσχει από διαταραχή κινητικής λειτουργίας και λόγου, ελλειμματική προσοχή με παρορμητικότητα και εναντιωματική συμπεριφορά, αλλά και γενικές μαθησιακές δυσκολίες, γεγονός που το καθιστά άτομο με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Σύμφωνα δε με τις διαπιστώσεις της γνωμάτευσης της του ΚΕΔΔΥ, μπορεί να φοιτήσει σε κοινό σχολείο με παράλληλη στήριξη, η οποία παρέχεται από εκπαιδευτικού Ειδικής Αγωγής οι οποίοι έχουν την επιστημονική κατάρτιση που απαιτείται.
Όμως όπως διαπίστωσε το δικαστήριο η εκπαιδευτικός που ανέλαβε την παράλληλη στήριξη του παιδιού, δεν ήταν εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής ούτε είχε λάβει σχετική εξειδίκευση ή επιμόρφωση και έτσι δεν είχε την απαραίτητη επιστημονική κατάρτιση προκειμένου να ανταποκριθεί επιτυχώς στην δουλειά που κλήθηκε να κάνει.
Επιπλέον, δεν προέκυψε πως η συγκεκριμένη εκπαιδευτικός συνέταξε και εφάρμοσε το Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης κατά τα οριζόμενα στη γνωμάτευση του ΚΕΔΔΥ, την οποία η σχολική μονάδα ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει. Το ΕΠΕ άρχισε ουσιαστικά να εφαρμόζεται σε μεταγενέστερο χρόνο, με θετικά εντέλει αποτελέσματα στη συμπεριφορά του μαθητή.
Η πρώτη μάρτυρας, Πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων του σχολείου και η δεύτερη μάρτυρας, οικογενειακή φίλη των εναγόντων και μητέρα συμμαθητή της μεγάλης τους κόρης, δήλωσαν ότι το παιδί των εναγόντων, είναι ένα υπερκινητικό παιδί ως προς το οποίο το σχολείο δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα αντιμετώπισης των ειδικών εκπαιδευτικών του αναγκών, αλλά αντίθετα στοχοποίησε την οικογένειά του με αποτέλεσμα να κινηθεί από τον Εισαγγελέα εναντίον των εναγόντων η διαδικασία αφαίρεσης της επιμέλειας του τέκνου τους και να διακινούνται φήμες ότι κακοποιούσαν το παιδί τους.
Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράνομη παράλειψη χορήγησης της αναγκαίας εκπαιδευτικής βοήθειας στο τέκνο των εναγόντων συνέβαλε στη διαρκή επιδείνωση των προβλημάτων προσαρμογής του στη μαθητική κοινότητα και τη μαθησιακή διαδικασία, στην αδυναμία ελέγχου των προβλημάτων της συμπεριφοράς του, στην περιθωριοποίησή του, σε πολυάριθμες αναφορές σε βάρος του από εκπαιδευτικούς και, γενικώς, στην αδυναμία ομαλής ένταξής του στο σχολικό περιβάλλον, γεγονότα τα οποία κρίθηκαν ικανά να επιφέρουν ηθική βλάβη στο ανήλικο τέκνο των εναγόντων λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του.
Ωστόσο το αίτημα, των γονέων για επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ίδιοι προσωπικά απορρίφθηκε συνολικά ως αβάσιμο.