Μια συζήτηση για το διδακτικό χθες, το άγνωστο σήμερα και το αβέβαιο αύριο της τέχνης αλλά και της κοινωνίας.
Με τον Χρήστο Θηβαίο συναντηθήκαμε στο ToDo Loft στο Μεταξουργείο, μια περιοχή που γνωρίζει πολύ καλά. Εκεί έζησε την παιδική του ηλικία και πραγματοποίησε ένα από τα πρώτα του όνειρα όταν αγόρασε μια κιθάρα, δουλεύοντας στον φούρνο του θείου τού παιδικού του φίλου Πέτρου Φιλιππίδη. Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν οι περίεργες μέρες που βιώνουμε και καλλιτεχνικά. Από την πρώτη στιγμή μου ζήτησε να μιλάμε στον ενικό.
Ζούμε την εποχή «Support art workers» μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας. Πώς βιώνεις αυτή την κατάσταση προσωπικά και καλλιτεχνικά;
Τα πράγματα αλλάζουν και πρέπει να αφουγκραστούμε τον τρόπο που ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στα παιδιά μας. Οι γιοι μου έχουν μάθει να δουλεύουν, όπως είχε γίνει και σε μένα ενέσιμη η έννοια της εργασίας από τους γονείς μου. Είναι συγκινητικό όταν με ρωτούν αν χρειάζεται χρήματα το σπίτι για τις ανάγκες του. Νομίζω ότι –όπως συνέβη και στη δική μου παιδική ηλικία– η μουσική εμπνέει και δυναμώνει τους νέους. Πρέπει να έχουμε χαρά γιατί έχουμε όνειρα και πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι όταν τα μοιραζόμαστε. Στην εποχή μας το παγκόσμιο κεφάλαιο ιδιοποιείται τα κέρδη και κοινωνικοποιεί τη ζημιά. Η χαρά είναι πολυτέλεια, η πολυτέλεια δεν είναι πάντα χαρά.
Με ποιους τρόπους μπορεί η τέχνη να επιβιώσει;
Εύχομαι να τα καταφέρει από τα πνευματικά δικαιώματα, όχι μόνο για τους εν ενεργεία καλλιτέχνες αλλά και για τις οικογένειες αυτών που μένουν πίσω. Υπάρχουν καλλιτέχνες όπως ο Χάρης Κατσιμίχας, ο οποίος έχει επιλέξει να μην κάνει πλέον εμφανίσεις και πρέπει με κάποιο τρόπο να εξασφαλιστεί. Στο εξωτερικό οι Beatles, για παράδειγμα, είχαν έσοδα μόνο από τη δισκογραφία από ένα σημείο και μετά, καθώς οι συναυλίες τούς φαίνονταν κουραστικές.
Και τι πρέπει να γίνει;
Πρέπει να εξασφαλιστούν άμεσα οι τεχνικοί και όλοι όσοι εμπλέκονται στις παραγωγές, καθώς χωρίς αυτούς δεν υπάρχει παράσταση και κατ’ επέκταση τέχνη. Ενα θέατρο χωρίς φωτιστή ή μια συναυλία χωρίς ηχολήπτη παύει να είναι τέχνη. Είμαστε όλοι μια ομάδα και κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Αυτοί οι άνθρωποι θα ήταν ίσως ο μοναδικός λόγος για τον οποίο θα συμμετείχα σε οποιαδήποτε ομάδα ή επιτροπή επίλυσης των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί στη νέα τάξη πραγμάτων.
Φοβάσαι για την κατάσταση έτσι όπως αλλάζει συνεχώς, καλλιτεχνικά και κοινωνικά;
Ο σημερινός φόβος αφορά την απώλεια της εργασιακής αξιοπρέπειας. Ο καθένας πρέπει να έχει μια δουλειά και να βγάζει τα προς το ζην, με ένα αξιοπρεπές ωράριο που να του δίνει τον χρόνο να ονειρευτεί και να εφεύρει κάτι καινούργιο. Πρέπει να μάθουμε να μην κατασκευάζουμε εχθρούς, γιατί αυτό είναι η ωρολογιακή βόμβα του ρατσισμού, κάθε είδους. Σίγουρα υπάρχει κάτι που μας απειλεί, οι ειδικοί ξέρουν, αλλά μπορούμε να διαχειριστούμε τα πάντα με πολύ σαφή και αξιοπρεπή τρόπο. Κοιτάζοντας τα μάτια των αγοριών μου και της γυναίκας μου χαμογελάω και νιώθω αισιόδοξος και ευτυχισμένος. Μιλώντας για εχθρούς καλλιτεχνικά, αυτό είναι συνήθως δημιουργικό. Ο Μικρούτσικος έλεγε πάντα: «Να έχεις πρώτης κατηγορίας εχθρούς, να είσαι Champions League».
Ποια είναι η γνώμη σου για την κριτική που ασκεί ένας καλλιτέχνης στην πολιτική, καθώς και για την εμπλοκή του σε αυτήν;
Στη φυλακή η πιο χρήσιμη συμβουλή είναι «γυμναστική, γυμναστική, γυμναστική». Σε εμάς είναι «μουσική, μουσική, μουσική» ή «ποίηση, ποίηση, ποίηση». Μπορεί η πολιτική να περάσει μέσα από τα τραγούδια, τη μουσική και την ποίηση, αλλά εμείς μακριά. Ο καλλιτέχνης εκφράζεται καλύτερα από σκηνής και από εκείνο το πόστο τον αγαπάει ο κόσμος.
Όνειρα κάνουμε πάντα. Είναι η εποχή κατάλληλη για να κάνουμε σχέδια;
Όταν ο άνθρωπος γίνει πιο βαθύς από το τραύμα του μπορεί να κάνει σχέδια. Αυτό σημαίνει ότι παίρνει φόρα ή όπως λέμε «αν δεν πιάσω πάτο, δεν σηκώνομαι».
Πώς ήταν οι «art workers» την εποχή των μπουλουκιών, στην οποία γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Οι ηθοποιοί στα μπουλούκια αμείβονταν σε είδος, όπως αυγά και λάδι. Κάθε βράδυ μαζεύονταν όλοι σαν κοινόβιο και είχαμε τους περιβόητους αριθμούς: το 5 ήταν το ρυζόγαλο, το 11 ήταν η σούπα και το 22 τα μακαρόνια. Θα με ρωτήσεις τι εννοώ. Οταν κατέβαιναν οι ηθοποιοί από τη σκηνή ρωτούσαν «τι κάναμε σήμερα;». Η απάντηση ήταν ανάλογη με το τι είχε μαζευτεί για να φάμε. Ο θείος μου και ο κ. Θανάσης (Βέγγος) ήταν ευτυχισμένοι με μια ομελέτα και μια τηγανητή μαρίδα.
Θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που είχες μια παιδική ηλικία γεμάτη τέχνη;
Είμαι τυχερός όχι μόνο γιατί τα έζησα, αλλά γιατί τα θυμάμαι. Για παράδειγμα, ενώ ποτέ δεν αγαπούσα τη λαϊκή μουσική που ακουγόταν συνήθως στις παραστάσεις, με είχε μαγέψει το γεγονός ότι είδα μπροστά μου τον Τσιτσάνη μαζί με τη Χαρούλα Λαμπράκη. Μέσω των γονιών μου Νίκου Θηβαίου και Μαίρης Παπαδοπούλου γνώρισα τον κόσμο του θεάτρου και μέσω του θείου μου Αντώνη Παπαδόπουλου αυτόν του σινεμά. Θυμάμαι πάντα τον κ. Θανάση (Βέγγος), τον κ. Κώστα (Βουτσάς), την κ. Μάρθα (Καραγιάννη), τον κ. Βαγγέλη (Σειληνός), την κ. Δέσποινα (Στυλιανοπούλου) οι οποίοι ήταν η οικογένειά μου. Θυμάμαι έντονα και την κ. Γεωργία (Βασιλειάδου) γιατί δεν έχω ξαναδεί πιο ερωτευμένο ζευγάρι από εκείνη και τον άντρα της. Επίσης δεν μπορώ να ξεχάσω τον κ. Βασίλη (Αυλωνίτης), ο οποίος ήταν ο αγαπημένος της μητέρας μου. Θυμάμαι ότι από σκηνής έλεγε στον πατέρα μου: «Νίκο, ήρθε η Μαίρη. Ακούω το γέλιο της». Μεγαλώνοντας απέκτησα την πιο καλή φίλη και κάτι σαν μεγάλη αδερφή, τη Σόφη Ζαννίνου.
Ποιες είναι οι φοβίες σου;
Η πρώτη μου φοβία ήταν να μη χάσω τους γονείς μου, κάτι που συνέβη σχετικά νωρίς δυστυχώς. Την αίσθηση του φόβου την έχω ζήσει από μικρός, συγκεκριμένα από την περίοδο της χούντας με περιστατικά χαραγμένα στη μνήμη μου. Το πρώτο όταν βλέποντας τα τανκς να περνούν και τον πατέρα να μου λέει: «Αυτό δεν ξέρεις τι είναι, αλλά να θυμάσαι ότι είναι κακό». Το δεύτερο στις 17 Νοέμβρη, όταν οι δικοί μου είχαν παράσταση σε ένα στρατόπεδο στο Χαϊδάρι και ξαφνικά ακούσαμε από τα μεγάφωνα: «Οσοι αξιωματικοί φέρουν περίστροφο να πάνε στην πύλη». Μας γύρισαν στο σπίτι στον Αγιο Παύλο και θυμάμαι να κλείνουμε τα παράθυρα λόγω δακρυγόνων και να ανοίγουμε το ραδιόφωνο.
Ο καθένας πρέπει να έχει μια δουλειά και να βγάζει τα προς το ζην, με ένα αξιοπρεπές ωράριο που να του δίνει τον χρόνο να ονειρευτεί και να εφεύρει κάτι καινούργιο
Οι φοβίες άλλαξαν με τα χρόνια;
Μεγαλώνοντας ένιωσα την επαγγελματική ανασφάλεια, ειδικά την περίοδο των σπουδών μου. Εχοντας την ακαδημαϊκή καριέρα στα σκαριά, αποφάσισα να ξαναπιάσω την κιθάρα με άγνωστο προορισμό. Την τελική απόφαση μου την έδωσε το βιβλίο «Το λεξικό των Χαζάρων» και αποφάσισα να κάνω αυτό που κάνω τώρα. Η επόμενη φοβία ήρθε όταν συνάντησα τυχαία την Αρλέτα. Είχα δώσει μερικά τραγούδια μου σε κασέτα σε κάτι φίλους που είχαν κάβα στα Εξάρχεια και η Αρλέτα ήταν πελάτισσά τους. Της έβαλαν τα τραγούδια τη στιγμή που έμπαινα στο μαγαζί και μου είπε το εξής: «Εχεις ταλέντο και με νοιάζει τι θα το κάνεις». Οταν τη συνάντησα ξανά έπειτα από χρόνια, που τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους, μου είπε: «Κατάφερες να ξεπεράσεις τον θάνατο της μητέρας σου; Πρόσεχε γιατί έχεις επιτυχία. Στην αποτυχία κάποιος μπορεί να χάσει το μυαλό του, στην επιτυχία την ψυχή του». Υπήρξαν περίοδοι στις οποίες υπήρξα τρομερά αλαζόνας, πληγώνοντας κυρίως τους δικούς μου ανθρώπους. Ακόμη όμως και με τα λάθη μου νιώθω πλήρης. Ο άνθρωπος πρέπει να κατανοεί, να μετανοεί και να αλλάζει. Ή αλλάζεις ή καταντάς…
Χωρίς ερωτηματικό: Θάνος Μικρούτσικος.
Ο Θάνος είναι –χρονικά– μετά τον Ουμπέρτο Εκο ο άνθρωπος που με πήρε από έναν πλανήτη και με πήγε σε κάποιον άλλο. Είναι ο πιο γενναιόδωρος άνθρωπος της ζωής μου και με δίδαξε πιο μουσική από όσο ήξερα και πιο ερμηνεία από όσο επίσης ήξερα. Μιλάω πάντα στον ενεστώτα για τον Θάνο, για το πώς παίζει, πώς υποστηρίζει και πώς εμπνέει. Είναι ένα κράμα κλασικής μουσικής, ρυθμικής αγωγής και εκφοράς λόγου. Για μένα είναι τα πάντα, γιατί με έμαθε να τον μελετάω και να έχω τη δύναμη να τον «αρνηθώ» γιατί αυτός το θέλει, εννοώντας να τον ανατρέψω. Ο Θάνος είναι η πατρική φιγούρα και ακόμη και τώρα κάνοντας πρόβες σκέφτομαι αυτό ακριβώς που θέλει. Μου έχει κληροδοτήσει αυτό το οποίο θέλω και νιώθω περήφανος που μπορώ να το αναπαράγω.
Κεφάλαιο Ιταλία και Ουμπέρτο Εκο.
Έφυγα για την Ιταλία γιατί έφυγαν κάποιοι φίλοι μου από το λύκειο για σπουδές, μαζεύοντας χρήματα από μια εποχική δουλειά στα ελληνικά ταχυδρομεία. Εφτασα στην Μπολόνια περνώντας αρκετές ώρες στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, διαβάζοντας ποίηση. Κάπως έτσι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις για τη φιλοσοφική σχολή της πόλης διαβάζοντας ασταμάτητα και κατάφερα να περάσω πρώτος, έχοντας έτσι το περιθώριο να πάρω μάθημα επιλογής. Στη σχολή τέχνης και θεάματος –σε ελεύθερη μετάφραση– είδα ένα μάθημα με το όνομα «semiotica». Ημασταν συνολικά 13 φοιτητές στο πρώτο μάθημα και μπαίνει ένας κύριος με μια τσάντα, ένα γκρι-μπλε κοστούμι, γραβάτα και γυαλιά ταρταρούγα και αρχίζει να μας σαρώνει κυριολεκτικά με τον τρόπο που μιλούσε. Συνέκρινε τη Μέριλιν Μονρό με τον Μίκυ Μάους, το «Ψυχώ» με τα σπαγγέτι γουέστερν και βγήκα έκθαμβος από το μάθημα. Ηταν ο Ουμπέρτο Εκο, ο οποίος ήταν σχετικά άγνωστος τότε, και αποφάσισα να κάνω ειδικότητα στο μάθημά του. Του ζήτησα βιβλιογραφία, εξηγώντας ότι δεν μπορώ να παρακολουθήσω όπως θα ήθελα το μάθημα καθώς τα ιταλικά μου δεν ήταν σε τέλειο επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, πέρα από τη βιβλιογραφία, στο επόμενο μάθημα είπε το εξής σε όλους μας: «Είναι τιμή να έχουμε Ελληνα φοιτητή στην Ιταλία και μάλιστα στη φιλοσοφική και επειδή κατάλαβα ότι μιλάω πολύ γρήγορα, αποφάσισα να μιλάω πιο αργά για να καταλαβαίνω εγώ ο ίδιος τα νοήματά μου». Θεωρώ μεγάλη τιμή που ήμουν στην ομάδα για το «Εκκρεμές του Φουκώ» και μιλώ για έναν άνθρωπο που ένιωθε περήφανος γιατί τα παιδιά του ήξεραν να παίζουν ηλεκτρική κιθάρα. Μια μοναδική προσωπικότητα, απλά!
Τι σου έχει μείνει από τους Συνήθεις Υπόπτους και ποιοι είναι οι σημερινοί συνήθεις ύποπτοι;
Με το συγκρότημα με σημάδεψε η ομαδική δουλειά, κάτι που έμεινε μέχρι τώρα με τους άμεσους συνεργάτες μου μουσικούς. Οποτε κι αν συναντηθώ με τα παιδιά είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα, κυριολεκτικά. Η αίσθηση ομαδικότητας και στενής συνεργασίας είναι ο λόγος που νιώθω ότι βρίσκομαι σε συναυλία ακόμη και μέσα στο στούντιο. Οι σημερινοί συνήθεις ύποπτοι είναι οι νέοι. Αυτό το ζω και με τους γιους μου και με το νέο σε ηλικία κοινό στη δουλειά μου. Στοχοποιούνται και ενοχοποιούνται πολύ εύκολα, γιατί θα μας πουν αλήθειες που δεν θέλουμε να ακούσουμε και ψέματα που θέλουμε να ακούσουμε. Ας τους αφήσουμε να πουν αυτά που θέλουν, όπως τα θέλουν. Μιλώντας για νέους και πιο συγκεκριμένα καλλιτέχνες, θα έλεγα ένα «να» και ένα «δεν». Το «να» είναι τετράδιο, μολύβι και ατελείωτες ώρες εξάσκησης και το «δεν» ο καθρέφτης.