Ο σπουδαίος λαϊκός συνθέτης μιλάει για τους μεγάλους σταθμούς της διαδρομής του.
Tο ραντεβού µας είναι στο Περιβόλι τ’ Ουρανού, λίγο προτού ξεκινήσει η πρόβα. Ο Χρήστος Νικολόπουλος επιβάλλει τον σεβασµό µε την παρουσία του, µε το βλέµµα του. Λιτός, σεµνός και ουσιαστικός ο λόγος του, όπως ακριβώς και τα τραγούδια του. Οσο µιλάει σκέφτοµαι ότι αυτό το κράµα ταλέντου και χαρακτήρα και να ήθελε δεν θα µπορούσε να µην ξεχωρίσει, ειδικά σε µια εποχή που εκτιµούσε τέτοιους σπάνιους συνδυασµούς. Του ζητάω να µιλήσει για τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια µέχρι σήµερα. Και ξεκινάει.
Στην Αθήνα για να βρει την τύχη του
Γεννήθηκα από γονείς αγρότες στο Καψοχώρι, ένα µικρό χωριό της Ηµαθίας. Το µπουζούκι έπεσε στα χέρια µου εντελώς από σύµπτωση, όταν ήµουν δώδεκα χρόνων. Αρχισα να εξελίσσοµαι πολύ γρήγορα, πήγα σε µια µουσική σχολή στην Αλεξάνδρεια και σε πέντε µήνες είχα µάθει να διαβάζω νότες. Εκτοτε δεν συνέχισα τη θεωρία και προτίµησα το αυτοδίδακτο γιατί προφανώς αυτό µε έκφραζε περισσότερο. Σύντοµα άρχισα να παίζω σε γιορτές, γάµους και πανηγύρια, βιώνοντας όλο αυτό που πρέπει να ζήσει ένας µουσικός ώστε να έχει τα εφόδια στο µέλλον γι’ αυτά που θα κάνει µόνος του.
Στα πανηγύρια έπαιξα µε Πόντιους, µε Μικρασιάτες, µε χάλκινα και λαϊκές ορχήστρες, βιώνοντας όλο τον κύκλο του ελληνικού τραγουδιού. Εκείνα που παίζονταν εκεί δηλαδή, γιατί στην Αθήνα παίζονταν άλλα είδη. Οι επιτυχίες τότε γίνονταν µέσω του τζουκµπόξ και από τα πικάπ που είχαν κάποιοι, λίγοι προνοµιούχοι στα χωριά. Τις Κυριακές στρώναν τραπέζια έξω από τα καφενεία, µαζευόταν ο κόσµος, βάζαν το τζουκµπόξ και µε αυτό διασκέδαζαν.
Στην Αθήνα ήρθα το 1963 σαν αλεξιπτωτιστής. Είπα του πατέρα µου «πάω να βρω την τύχη µου». Μου έδωσε ένα µικρό χαρτζιλίκι και ξεκίνησα. Περιπλανήθηκα πολύ εδώ πέρα. Τον χειµώνα της ίδιας χρονιάς έπαιξα µε τον Γιάννη Κυριαζή, τον σπουδαίο αυτό ρεµπέτη ο οποίος υπήρξε µεγάλο σχολείο για µένα. Εκεί έµαθα τα τραγούδια της Αθήνας. Σιγά σιγά άρχισα να µπαίνω στο στούντιο, στην αρχή τσάµπα για να µε γνωρίσει ο κόσµος. Σε ένα στούντιο γνώρισα τον Αγγελόπουλο, ο οποίος τότε είχε στο µπουζούκι τον Γιάννη Παλαιολόγο. Οταν πήγε φαντάρος πήγα εγώ στη θέση του.
Στη συνέχεια γνώρισα τον Στέλιο Ζαφειρίου, ο οποίος άρχισε να µε παίρνει σε καλύτερες εταιρείες πια. Εµαθα ότι ο Καζαντζίδης αναζητούσε µπουζούκι και πέρασα από ακρόαση. Του άρεσα και έµεινα µαζί του την υπόλοιπη µιάµιση σεζόν γιατί αργότερα, το 1966, σταµάτησε να δουλεύει σε κέντρα. Ξεκινήσαµε λοιπόν στις αρχές του 1965. Μέσα σε µια βδοµάδα έµαθα όλο το ρεπερτόριο. Τότε δουλεύαµε στην Τριάνα του Χειλά, απέναντι από τον Αγιο Σώστη στη Συγγρού, ένα ξακουστό κέντρο και κατά τη γνώµη µου το καλύτερο της εποχής εκείνης.
Λίγο καιρό µετά πήγαµε στην Αµερική µαζί µε τον θίασο του Κώστα Χατζηχρήστου. Η µισή παράσταση ήταν θεατρική και η άλλη µισή συναυλία µε τον Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα και µια λαϊκή ορχήστρα. Στο Κάρνεγκι Χολ που παίξαµε γνώρισα τον Χιώτη, ο οποίος καθόταν στο πρώτο πατάρι και βγαίνοντας µου έδωσε συγχαρητήρια. Γυρνώντας κάναµε µια περιοδεία στην Ελλάδα µε την Καίτη Γκρέυ και τη Μαρινέλλα και τον επόµενο χειµώνα, που ήταν ο τελευταίος που τραγούδησε µπροστά σε κοινό ο Καζαντζίδης, δουλέψαµε στο χειµερινό Φαληρικό, στην οδό Ηπείρου, εκεί όπου βρίσκεται σήµερα το Κύτταρο. Εκεί αποφάσισε την αποχώρησή του από τη νύχτα. Κατά τη γνώµη µου αυτό συνέβη γιατί είχε µια φοβία για τα πράγµατα της νύχτας και είχε και κάποιου είδους ανθρωποφοβία. Ταυτόχρονα ήταν και ευκατάστατος και προφανώς είχε τη δυνατότητα να το κάνει.
Η γνωριµία µε Νταλάρα, Λοΐζο και ∆ιονυσίου
Το πραξικόπηµα των συνταγµαταρχών µε βρήκε στον στρατό. Μας είχαν κλεισµένους µέσα καµιά δεκαπενταριά µέρες χωρίς να ξέρουµε τι συµβαίνει. Από έναν σιτιστή µάθαµε ότι έγινε στρατιωτικός νόµος. Το βράδυ συναντηθήκαµε στα µαγειρεία για να συζητήσουµε. Κάποιος µας κάρφωσε και ήρθαν και µας βρήκαν εκεί και µας κατηγόρησαν ότι τάχα κάναµε συνωµοσία. Με στείλανε για τιµωρία σε ένα φυλάκιο στο Μιτσικέλι. Εµεινα κάνα µήνα εκεί πάνω, µου πήρανε και το µπουζούκι. Ενας ανθυπολοχαγός που ήταν εκεί, ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος, κατέβηκε στο στρατόπεδο, πήρε το µπουζούκι και µου το έφερε.
Το 1970, αµέσως µετά το στρατιωτικό µου, γνώρισα τον Γιώργο Νταλάρα µια µέρα που είχε έρθει για ακρόαση στη Standard, τη δισκογραφική που είχε κάνει ο Καζαντζίδης – ήθελε τότε να κάνει και δικό του εργοστάσιο για να τυπώνει δίσκους. Με τον Νταλάρα από τότε γίναµε αχώριστοι φίλοι. Τελικά δεν έκανε δίσκο µε τη Standard, λίγο καιρό αργότερα όµως τον πήρε ο Μάτσας. Το 1971 εµφανίστηκα στο Καν Καν του Νίκου Γιγουρτάκη. Στο σχήµα ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Στράτος ∆ιονυσίου, η Χαρούλα Αλεξίου, η οποία ήταν πολύ νέα τότε. Μαέστρος ήταν ο Πλέσσας.
Την ίδια χρονιά ο Λοΐζος µας κάλεσε για «Το ζεϊµπέκικο της Ευδοκίας». Οταν το παίξαµε στο µπουζούκι δεν του άρεσε, ήθελε κάτι διαφορετικό – τότε πειραµατιζόταν πολύ. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που έχει γράψει κάποια τραγούδια για τη συγκεκριµένη δουλειά πρότεινε να πάει να φέρει τον τζουρά του από το σπίτι. Τον τζουρά αυτό του τον είχε χαρίσει ο Μουφλουζέλης. Ετσι έπαιξα εγώ τον τζουρά και ο Πολυκανδριώτης έπαιξε την επόµενη φράση µε το µπουζούκι.
Θυµάµαι τον ∆ιονυσίου να έρχεται στο καφενείο των µουσικών στη Βερανζέρου – τον γνώρισα σε µια ηχογράφηση που έπαιξα σε κάποια τραγούδια του Ακη Πάνου τα οποία τραγούδησε εκείνος. Με τον ∆ιονυσίου δουλέψαµε το 1972 στα παλιά ∆ειλινά – µαζί µας ήταν ο Νταλάρας, η Γαλάνη, η Αλεξίου. Στη συνέχεια γράψαµε τον «Σαλονικιό» που έγινε πολύ µεγάλη επιτυχία. Οχι, ο «Σαλονικιός» δεν αναφέρεται στον γνωστό Σαλονικιό, καµία σχέση. Ο στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου είναι γραµµένος για έναν µάγκα Σαλονικιό.
Ένα µεγάλο ταλέντο αναγνωρίζεται
Το «Υπάρχω» ο Καζαντζίδης δεν ήθελε να το πει. Το θεωρούσε µοντέρνο και όταν του το πήγα µου είπε: «Τι; Σλόου ροκ θα τραγουδήσω εγώ τώρα;». Του είχα πάει τη µελωδία πρώτα και του είπα: «Περίµενε να µπει και ο στίχος». Και όντως πείστηκε. Οταν βγήκε το «Υπάρχω» στην τηλεόραση δεν αδειάσανε οι δρόµοι, όπως λέγεται, αλλά πράγµατι κάποιοι έτρεχαν να προλάβουν να δουν την εκποµπή, επειδή ο Καζαντζίδης ήταν πολύ δηµοφιλής και απείχε για καιρό από τη δισκογραφία.
Πώς φτάσαµε στα δικαστήρια θέλει αρκετή ώρα για να το εξηγήσω, ώστε να καταλάβει και ο κόσµος. Τέλος πάντων. Αφού σταµάτησε ο Καζαντζίδης να τραγουδάει εγώ άρχισα να κάνω επιτυχίες και κάποιες θεωρούσε ότι έπρεπε να τις πει αυτός, όπως το «Αγάπη όλο ζήλια» που λέει ο Λεωνίδας Βελής. Εγώ τότε έψαχνα να βρω έναν µικρό Καζαντζίδη, αφού ο ίδιος δεν τραγουδούσε πλέον. Το έκανα από αγάπη προς εκείνον. Μετά κατάλαβα ότι όλα αυτά τα εκλάµβανε λίγο εγωιστικά, νόµιζε ότι προσπαθούσα να του πάω κόντρα. Είπε λοιπόν κάποια λόγια εκείνος, είπα εγώ, ξαναείπε εκείνος κι έτσι καταλήξαµε στα δικαστήρια. Εγώ νιώθω πολύ δικαιωµένος γιατί µέσω του δικαστηρίου, που δεν το είχα σχεδιάσει καθόλου, επαναπάτρισα τελικά τα τραγούδια µου, τα οποία δυστυχώς για πολλά χρόνια είχαν το όνοµά του ως συνθέτη.
Στη δεκαετία του ’80 έκανα την επανάστασή µου. Μέχρι το ’84 ήµουν το καλό µπουζούκι του κάθε τραγουδιστή. Πληρωνόµουν καλούτσικα, ήµουν και απαραίτητος γιατί έκανα πολύ καλά τη δουλειά τους. Στη συνέχεια, µε την παρότρυνση του Βασίλη Καπερνάρου που είναι και κουµπάρος µου, άρχισα να κάνω δικό µου πρόγραµµα. Είχα ήδη αρχίσει κι έκανα δικές µου συναυλίες από τις αρχές του ’80. ∆έχτηκα κάποια στιγµή πρόταση να πάω σε ένα κέντρο διασκέδασης, στις Νταλίκες συγκεκριµένα. Πήγα κι έκανα ένα πρόγραµµα που βασιζόταν σε τραγούδια µου. Και έγινε κόλαση. Από κει και πέρα άρχισαν να µε υπολογίζουν λίγο διαφορετικά.
Αρχισε να αναγνωρίζεται το έργο µου και έβγαλα και λεφτά γιατί αλλιώς θα ήµουν στο µεροκάµατο. Στις Νταλίκες την πρώτη χρονιά ήµασταν µαζί µε την Αρβανιτάκη, η οποία είχε σταµατήσει από την Οπισθοδροµική Κοµπανία και σκεφτόταν σοβαρά να αποχωρήσει από τον χώρο. Τη δεύτερη χρονιά ήταν η Κωνσταντίνα µε τον Λεωνίδα Βελή, µε τον οποίο τότε είχα κάνει και τον δίσκο «Αγάπη όλο ζήλια». Πάλι χαµός έγινε. Εξι µέρες τη βδοµάδα παίζαµε. Θεωρώ τον εαυτό µου πάρα πολύ τυχερό που έζησε το µεγαλείο του ελληνικού τραγουδιού. Από τον Τσιτσάνη δηλαδή µέχρι τους µεγάλους έντεχνους, συναυλίες σε γήπεδα, τραγούδια του αγώνα, συγκλονιστικά πράγµατα. Οµως εµείς που αγαπάµε το λαϊκό τραγούδι πρέπει να ξεχάσουµε τις χρυσές εποχές που βιώσαµε. ∆εν αφορίζω το σήµερα, σέβοµαι τους νεότερους και τους αποδέχοµαι. Και σήµερα γράφονται κάποια συµπαθητικά τραγούδια. Κατά την ταπεινή µου γνώµη, όµως, σε καµία περίπτωση δεν αγγίζουν εκείνα που χάραξαν το ελληνικό τραγούδι πολύ βαθιά.
Για µας η κρίση άρχισε πολύ νωρίς. Αρχικά δουλεύαµε έξι µέρες τη βδοµάδα, έπειτα έγιναν τέσσερις, τρεις, δύο και µετά την κρίση από τις δύο πληρωνόµαστε τη µία. Βιώνουµε πολύ βαθιά την κρίση, όχι εδώ στο Περιβόλι τ’ Ουρανού που δουλεύω για τρίτη σεζόν – ευτυχώς εδώ είναι λες και ζούµε ακόµη άνοιξη. Αντιµετωπίζουµε όµως πολύ µεγάλα προβλήµατα µε την απάτη της ΑΕΠΙ που βγήκε στην επιφάνεια, γιατί κάποιοι άνθρωποι που είχαµε κάνει πολλές επιτυχίες είχαµε διαµορφώσει και τη ζωή µας µε βάση τα χρήµατα που παίρναµε από τα δικαιώµατα των τραγουδιών µας. Τώρα που συνέβη αυτό έγινε άνω κάτω η ζωή µας. Για ορισµένους ανθρώπους τα πράγµατα είναι ακόµη χειρότερα. Εγώ δουλεύω ακόµη, κάνω συναυλίες, άλλοι άνθρωποι που δεν δουλεύουν ή κάποιοι στιχουργοί δεν έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν.
Μαζί µε όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν σήµερα στον χώρο µας βιώνουµε και τη δυσκολία των ραδιοφώνων. Βγάζουµε µια καινούργια δουλειά, για την οποία µπορεί να κάτσουµε στο στούντιο ακόµη κι έναν χρόνο, και τα τραγούδια µας δεν παίζονται από τα ραδιόφωνα. ∆υστυχώς δεν µας φέρονται καθόλου καλά οι ραδιοφωνιτζήδες, οι οποίοι λειτουργούν σαν παρέες, παίζοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια.
Info
Ο Χρήστος Νικολόπουλος εμφανίζεται στο Περιβόλι τ’ Ουρανού (Λυσικράτους 19, Πλάκα, Παρασκευή – Κυριακή) μαζί με την Πίτσα Παπαδοπούλου, τον Στέλιο Διονυσίου και την Ασπασία Στρατηγού
Φωτογραφικό πορτρέτο Γιάννης Παναγόπουλος / Eurokinissi
Οι παλιές φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Κώστα Μπαλαχούτη «Χρήστος Νικολόπουλος. Η ζωή μου… τα τραγούδια μου» (Εκδόσεις Αλκυών)