Σε µια πρόσφατη εξοµολόγηση, πρόσωπο το οποίο ήταν κοντά στον Βασίλη Κόκκινο, τον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και πρωταγωνιστή στο ειδικό δικαστήριο που δίκασε τον Ανδρέα Παπανδρέου, µου µετέφερε συνοµιλία που είχε µαζί του: «Τον ρώτησα κάποια στιγµή αν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε παρέµβει προκειµένου να τον καθοδηγήσει τι θα κάνει στη δίκη του Παπανδρέου. Ο Κόκκινος µου απάντησε χωρίς περιστροφές: “Ποτέ, παιδί µου. Οταν ο Μητσοτάκης σε έχει κάνει πρόεδρο του Αρείου Πάγου πρέπει εσύ να γνωρίζεις και να πράττεις αυτό που θέλει, χωρίς να χρειαστεί να σε πάρει τηλέφωνο”…».
Η θεώρηση του µακαρίτη Κόκκινου είναι κυνικά και αποκρουστικά ειλικρινής, για να γίνει αποδεκτή ως συµπέρασµα σε συνέδρια και συνεδριάσεις που µιλούν µε στόµφο για την ανεξαρτησία της ∆ικαιοσύνης. Περιγράφει ωστόσο την αιµοµικτική σχέση µεταξύ πολιτικής και ∆ικαιοσύνης.
Η ανεξαρτησία της ∆ικαιοσύνης ούτε αξιωµατική είναι ούτε δεδοµένη. Αποδεικνύεται ή διαψεύδεται από τον κάθε λειτουργό της κατά περίπτωση. Η ίδια η ∆ικαιοσύνη µε τις θεσπισµένες δικλίδες ελέγχου άλλωστε, δηλαδή τα πειθαρχικά όργανα και τις διαδικασίες πειθαρχικού ελέγχου, αποδέχεται ότι δεν αποτελεί ένα τρένο που κινείται σταθερά στις ράγες τις απονοµής δικαίου χωρίς στραβοτιµονιές. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα αυτά τα όργανα λειτουργούν συνήθως συγκαλυπτικά κάνει ακόµη χειρότερα τα πράγµατα.
Στην πρόσφατη έκθεση της Κοµισιόν (δηµοσιεύτηκε 13 Ιουλίου) η Ελλάδα εγκαλείται για την εφαρµογή των κανόνων κράτους δικαίου. «Ο αριθµός των διώξεων που σχετίζονται µε τη διαφθορά είναι µικρός» τονίζει η έκθεση, ανάµεσα σε άλλα που αφορούν την ελευθερία του Τύπου, το πόθεν έσχες πολιτικών και άλλα σοβαρά θέµατα.
Στην καθηµερινότητα όπου τα πράγµατα δεν χρήζουν ευρωπαϊκών εκθέσεων τα συµπεράσµατα έχουν ακόµη χειρότερες διατυπώσεις. Προχθές καταδικάστηκε ένας µειωµένης αντίληψης πολίτης γιατί έκλεψε επτά µπουγάτσες, συνολικής αξίας 15 ευρώ. Πιθανόν να οδηγηθεί σε κάποιο κελί, όπως εκείνη η άτυχη καθαρίστρια η οποία είχε πλαστογραφήσει το απολυτήριο δηµοτικού προκειµένου να µπορέσει να εργαστεί (να καθαρίσει δηλαδή τις βροµιές µας) για να ταΐσει τα παιδιά της. Την ίδια ώρα, µιλώντας για την ίδια ∆ικαιοσύνη πάντα, ο δολοφόνος του Ζακ είναι ελεύθερος, ο φονιάς του Γρηγορόπουλου κάνει κάπου τα µπάνια του, ενώ οι εγκληµατίες του λευκού κολάρου έχουν ως µοναδικό άγχος τη διαπραγµάτευση της «τιµής» µε τους µεγαλοδικηγόρους τους. Γιατί, ως γνωστόν, οι δικηγόροι γνωρίζουν τους νόµους αλλά οι µεγαλοδικηγόροι τους δικαστές.
Μπορούµε να προσκυνάµε όσο θέλουµε το µαυσωλείο της ανεξαρτησίας της ∆ικαιοσύνης, αλλά αυτό δεν την κάνει ούτε αγία ούτε ανεξάρτητη. Τις περισσότερες φορές ίσως δεν χρειάζεται να τηλεφωνήσει κανένας Μητσοτάκης σε δικαστές για να υπαγορεύσει τις κινήσεις της. Το σύστηµα έχει µάθει να λειτουργεί µηχανικά, αντανακλαστικά και µε στόχο που έχει προδιαγραφεί πολύ προτού χρειαστεί να υπάρξουν πρόσωπα διαµεσολάβησης. Η διαφθορά στη ∆ικαιοσύνη δεν είναι αποτέλεσµα µόνο διεφθαρµένων λειτουργών της. Αλλωστε η πλειοψηφία δεν είναι τέτοια. Υπάρχει και αναπτύσσεται επειδή οι διεφθαρµένοι έχουν ορίσει τη διαφθορά ως κανονικότητα και τρόπο µε τον οποίο οφείλει να λειτουργεί. Τo πετυχαίνουν επειδή υπάρχει πολιτική προστασία.
Η εξάρτηση της ∆ικαιοσύνης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι σχεδόν αυταπόδεικτη. Η ∆ικαιοσύνη, αντιγράφοντας και µε τη µορφή δικογράφων το αφήγηµα της Ν∆ περί «σκευωρίας Novartis», κουκούλωσε το πραγµατικό σκάνδαλο και επιχείρησε να εξολοθρεύσει αυτούς που το ερεύνησαν. Η τελική απόφαση του συµβουλίου του ειδικού δικαστηρίου, η οποία έσωσε την τιµή της ∆ικαιοσύνης, δεν είναι ανεξάρτητη από την κοινωνική αντίδραση αλλά και τις αντιστάσεις των τίµιων δικαστών. Την ίδια ώρα όµως ένα άλλο κοµµάτι της ∆ικαιοσύνης, αυτό των «αδιευκρίνιστων» νοµικών επιχειρηµάτων και της αδιευκρίνιστης ντροπής, παλεύει να απαλλάξει όσους πρέπει να ερευνηθούν.
Ο ∆ηµήτρης Λιγνάδης, καταδικασµένος σε πρώτο βαθµό για δύο βιασµούς, αφέθηκε ελεύθερος, ενώ όσοι παρακολούθησαν τη δίκη αισθάνθηκαν το λιγότερο έκπληκτοι απέναντι στην πρόεδρο του ∆ικαστηρίου, η οποία παρέβλεψε ακόµη και µαρτυρίες για βιασµούς, ενώ έγινε συνήγορος του συνηγόρου του Λιγνάδη. Για τον εισαγγελέα και τον ανακριτή που είχαν προφυλακίσει τον Λιγνάδη ως κατηγορούµενο ήταν δεδοµένο ότι ήταν επικίνδυνος, αλλά για το δικαστήριο, αν και καταδικασµένος, είναι ακίνδυνος. Ποιος θα ερµηνεύσει και πώς αυτήν τη νοµική σχιζοφρένεια; Θα γίνει πάλι επίκληση στην κρίση του δικαστή; Ως δικαίωµα ελεύθερης κρίσης του δικαστή δεν µπορεί να νοείται ούτε η αστήρικτη νοµικά ούτε η προκλητική κρίση και απόφαση. Και τέλος πάντων, τι είδους ∆ικαιοσύνη είναι αυτή και πώς διαµορφώνεται η κρίση της, ώστε να εξυπηρετεί όλους τους εντιµότατους φίλους του Μητσοτάκη, από τον Χριστοφοράκο έως τον Λιγνάδη, τον Φρουζή και τον Νίκο Γεωργιάδη; Γι’ αυτόν τον τελευταίο µάλιστα, για τον οποίον ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε πολιτικά παρών στο δικαστήριο, έγιναν επανειληµµένες προσπάθειες να αρχειοθετηθεί η υπόθεση της σχέσης του µε το κύκλωµα trafficking στη Μολδαβία. Ενα άλλο ερώτηµα βέβαια είναι γιατί ο Μητσοτάκης επιλέγει τους συγκεκριµένους ως «εντιµότατους φίλους του» αλλά αυτό δεν αφορά τη ∆ικαιοσύνη, αφορά τον Μητσοτάκη και την ηθική του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρεµβαίνει και στη ∆ικαιοσύνη και στις ανεξάρτητες αρχές και σε κάθε αρµό της εξουσίας και της οικονοµίας. Η παρέµβασή του δεν είναι µόνο η διαβίβαση εντολών. Συντηρητικοποιώντας τη δηµόσια ζωή, ξεφτίζοντας τη δηµοκρατία, τα δικαιώµατα και τις ελευθερίες δίνει ρόλο σε παραθεσµικά κέντρα που αντιλαµβάνονται την εξουσία ως επιβολή αποφάσεων που παίρνονται έξω από το πλαίσιο. Το σύστηµα αυτορρυθµίζεται ως δηµοκρατία Καµόρας µε ισχυρούς παράγοντες λειτουργίας του τη διαφθορά και την παρανοµία. Ο Μητσοτάκης προτάσσει τον νόµο και την τάξη βαφτίζοντας κέντρα παρανοµίας τα πανεπιστήµια και τα σχολεία. Οι µαφιόζοι µπορούν ωστόσο να εκτελούν στο κέντρο της Αθήνας, οι οικονοµικοί εγκληµατίες να γίνονται startupers της αρπαχτής και οι βιαστές να κάνουν τέχνη µες στο Μαξίµου.
Φυσικά όλα αυτά ο Μητσοτάκης δεν τα κάνει µόνος του. Για να περάσουν οι ακραίες απόψεις στην κοινωνία και να επικρατήσει η ατιµωρησία θέλει συνενόχους εκτός του δικού του χώρου. Εκεί λοιπόν αναλαµβάνουν οι θωπευτές της θεωρητικής προσέγγισης και της ανεκτικότητας. Προσπαθούν να πείσουν την κοινή γνώµη ότι το να κρίνεις για παράδειγµα τη διαφθορά ή τον διεφθαρµένο στη ∆ικαιοσύνη είναι θεσµική παρεκτροπή. Προσέξτε, δεν είναι ο επίορκος η παρεκτροπή, δεν είναι η δράση του επικίνδυνη, επικίνδυνο και αποσταθεροποιητικό είναι να λες την αλήθεια. Με τη συµµετοχή τους έχει διαµορφωθεί ένας επικίνδυνος κοινωνικός αυτοµατισµός. Κάθε κριτική προς τη ∆ικαιοσύνη µετατρέπεται από την αρχή διαφάνειας και ελέγχου σε παρέµβαση στη ∆ικαιοσύνη. Αν για παράδειγµα µια ανακρίτρια κρατάει µια υπόθεση δύο χρόνια στο συρτάρι και υπάρξει κριτική γι’ αυτό, υπάρχουν οι καλοθελητές που θα βαφτίσουν τη δηµοκρατική απαίτηση να λειτουργήσει η ∆ικαιοσύνη ως παρέµβαση στα όργανά της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πέσει αρκετές φορές στη συγκεκριµένη παγίδα, µέσα από µια ιδιότυπη και στρεβλή ερµηνεία του όρου των θεσµών. Εχει αναπτύξει µια φοβική αντίληψη στο να κρίνει όσα προκλητικά γίνονται σε κοµµάτι της ∆ικαιοσύνης µήπως χαρακτηριστεί παρεµβατικός και αντιθεσµικός. Χρέος των πολιτικών κοµµάτων όµως είναι να λειτουργεί η δηµοκρατία και όχι να κλείνουν τα µάτια για να εξασφαλίσουν έναν ψευδεπίγραφο προσδιορισµό θεσµικότητας.
Η κυβερνητική ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε πως ένα από τα ανώτατα δικαστήρια, το ΣτΕ, µετατράπηκε από διοικητικό δικαστήριο σε νοµοθετικό σώµα. Οι νόµοι του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζονταν αντισυνταγµατικοί και το ΣτΕ ασκούσε έµµεσα νοµοθετική εξουσία, προσφέροντας ταυτόχρονα υπηρεσίες στο συντηρητικό κόµµα. Εκανε ευθεία παρέµβαση δηλαδή στη νοµοθετική εξουσία.
Η ∆ικαιοσύνη δεν µπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί έτσι. Απαιτείται µια ριζική δηµοκρατική αναµόρφωση µέσα από έναν ουσιαστικό διάλογο µε την κοινωνία και τους φορείς της. Αλλά διάλογο µε στόχο να αλλάξουν όλα. Αυτό δεν είναι παρέµβαση στο έργο της ∆ικαιοσύνης, είναι υποχρέωση της πολιτικής. Ο βιαστής πρέπει να είναι για τη ∆ικαιοσύνη ό,τι είναι για την κοινωνία. ∆εν µπορεί να µετατρέπεται σε φίλο του Μητσοτάκη για να δικαστεί αλλιώς.