Προτού ακόμη μπει το 2024 και αρχίσει να τρέχει ο νέος προϋπολογισμός άρχισαν οι αναθεωρήσεις του. Και μάλιστα από τον ίδιο τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα. Παραδίδοντας την ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας στον πρόεδρο της Βουλής, αμφισβήτησε ουσιαστικά όλες τις προβλέψεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη και πέταξε στον κάδο των αχρήστων τους επικοινωνιακούς της πανηγυρισμούς.
Η έκθεση αναδεικνύει τα κύρια κατά Στουρνάρα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς Μαξίμου και πλατείας Συντάγματος για ευημερούσα οικονομία, κάνοντας συστάσεις οι οποίες πόρρω απέχουν από την προσπάθεια για ευημερία της πλειονότητας της κοινωνίας. Με τον πληθωριστικό κίνδυνο να μην περιορίζεται, τα επιτόκια να συνεχίζουν στα υψηλότατα σημερινά επίπεδα, την ανάπτυξη να περιορίζεται στο 2,5% το 2024 και στο 2,4% το 2025, στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας και με τους κινδύνους, μακροπρόθεσμα, για το δημόσιο χρέος να παραμένουν, το μέλλον δεν προοιωνίζεται ευοίωνο.
Οταν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται μόλις στο 67% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, είμαστε η μοναδική χώρα της ΕΕ που είχαμε μείωση του ονομαστικού μισθού την τελευταία δεκαετία, βρισκόμαστε στην καθόλου τιμητική 23η θέση στην κατανάλωση και το brain drain συνεχίζεται ακάθεκτο, μόνο ευχαριστημένη δεν μπορεί να είναι η ελληνική κοινωνία από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ταυτόχρονα τα μηνύματα από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορούν να χαροποιούν κανέναν, όταν από τις αρχές του 2024 ξαναγυρνάμε στο ασφυκτικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας με δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και δημοσιονομικό χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Και σε αυτά συμφώνησε και ο κ. Χατζηδάκης, πανηγυρίζοντας για το ότι από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θα εξαιρούνται οι αμυντικές δαπάνες. Απλώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη χαίρεται γιατί φτωχοποιεί ακόμη περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά.