Χωριό που φαίνεται…

Διαβάζοντας τα δημοσιεύματα σχετικά τόσο με τις επαφές Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, όσο και της Μαρέβας Μητσοτάκη- Γκραμπόφσκι με την σύζυγο του Τούρκου προέδρου Εμινέ, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι το Αιγαίο και η Κύπρος είναι μια θάλασσα φιλίας και ένα νησί αδερφικής αγάπης αντίστοιχα.

Την πλασματική αυτή, επικοινωνιακή εικόνα ότι όλα βαίνουν καλώς που προωθεί… μονομερώς και για εσωτερική κατανάλωση η ελληνική κυβέρνηση, δεν διαλύουν μόνο τα όσα είπε ο Τούρκος πρόεδρος πριν να ξεπετάξει μέσα σε 30 λεπτά τα ελληνοτουρκικά και την Κύπρο, γιατί αυτός όντως έχει και άλλες δουλειές, αλλά το βάρος των γεγονότων συνολικά στη διεθνή σκακιέρα και η θέση της χώρας σε αυτήν.

Δυστυχώς ή ευτυχώς η Ελλάδα, και η εξωτερική της πολιτική (όπως εξάλλου και οι εξελίξεις στην ΕΕ), μόνο ως υποσημείωση μπορεί να νοηθούν αυτή την περίοδο σε σχέση με τα όσα συζητήθηκαν ή απασχόλησαν την επικαιρότητα, επ’ αφορμής της Συνόδου στη Νέα Υόρκη και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Σε αυτήν έγινε ξεκάθαρο ότι οι συγκρούσεις της εποχής μας, που δεν είναι άλλες από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον πόλεμο του Ισραήλ εναντίον των αντιπάλων του στη Μέση Ανατολή, δεν ξεπερνούν μόνο τη δυναμική της ελληνικής διπλωματίας και άμυνας, αλλά αποτελούν πλέον ξεκάθαρη αμφισβήτηση της ίδιας της διεθνούς τάξης όπως αυτή δομήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Είναι οριακά θλιβερό, το γεγονός πως, όπως φαίνεται και από τις εξελίξεις, η ελληνική κυβέρνηση, ως πλήρως ενσωματωμένη στη ΝΑΤΟϊκή και την Ευρωπαϊκή της κατεύθυνση, αναλαμβάνει ρίσκα που ξεπερνούν κατά πολύ το μπόι της. Άλλοτε στέλνοντας οπλισμό στην Ουκρανία κι άλλοτε αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της επιχείρησης Ασπίδες κατά των Χούθι της Υεμένης η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναλαμβάνει τον ρόλο του κολαούζου, χωρίς να μπορεί να χαράξει μια αυτόνομη πολιτική. Η κυβέρνηση έχει πάρει θέση τόσο υπέρ της Ουκρανίας, όσο και υπέρ του Ισραήλ. Η υπερψήφιση την περασμένη εβδομάδα του κειμένου που κατέθεσε η Παλαιστίνη στον ΟΗΕ, ναι μεν αποτέλεσε έκπληξη, όμως απλά ακολούθησε τη γενική ευρωπαϊκή κατεύθυνση για το ζήτημα της λύσης των δύο κρατών και της κατοχής.

Αντίθετα η τουρκική πλευρά, που πλέον γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτό ότι έχει μετατραπεί σε μια περιφερειακή δύναμη, αναλαμβάνει ενεργό ρόλο και παίρνει πρωτοβουλίες στη διεθνή σκακιέρα. Οι αναφορές Ερντογάν από τη Νέα Υόρκη στα θέματα ενδιαφέροντος της ελληνικής πλευράς ήταν απλά δύο σημεία στην ομιλία του που ασχολήθηκε κυρίως με όλα τα υπόλοιπα, ενώ τα 30 λεπτά της συνάντησης με Μητσοτάκη, ήταν υπερβολικά πολλά, δεδομένου του φορτωμένου προγράμματος του Τούρκου προέδρου, όπως αυτό καταγράφηκε από τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Ο Ερντογάν ήταν εκρηκτικός όσον αφορά στο θέμα της Μέσης Ανατολής, ενώ για το θέμα της Ουκρανίας παρουσίασε εκ νέου τον ρόλο του μεσολαβητή και εγγυητή της Συνθήκης του Μοντρέ.

Οι συγκρίσεις βέβαια, όχι μόνο δεν συμβάλλουν σε μια παραγωγική πολιτική, αλλά αποτελούν τροχοπέδη για να μπορέσει μια χώρα να βρει τη θέση της στη διεθνή τάξη που τρίζει υπό το βάρος των εξελίξεων στην Ουκρανία και των πυρηνικών απειλών από τη μια και από την ισραηλινή επιθετικότητα που φέρνει πιο κοντά έναν ολοκληρωτικό, περιφερειακό πόλεμο στη Μέση Ανατολή από την άλλη. Το δόγμα λοιπόν είναι “ανήκομεν εις τη Δύσιν” και ό,τι θέλει ας κατεβάσει ή… πάμε κι όπου βγει.

Ετικέτες