Το καλοκαίρι του 2008 στη Μαλακάσα ο Λέοναρντ Κoέν έφερε κοντά άτομα διαφορετικών ηλικιών με κοινό τους πάθος την αγάπη για τις μπαλάντες του
Ιούλιος 2008. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο Terra Vibe της Μαλακάσας. Φίλοι που είχαν δει εκεί live τον Ρότζερ Γουότερς των Pink Floyd είχαν πέσει μέσα σε ένα σμάρι τριάντα χιλιάδων ανθρώπων και δεν το είχαν ευχαριστηθεί καθόλου. Πάλι καλά που εκείνο το βράδυ ήμασταν περί τις τέσσερις, μάξιμουμ πέντε, χιλιάδες άνθρωποι, σαν να λέμε λίγοι και εκλεκτοί.
Αφήσαμε το αμάξι σχετικά κοντά στον συναυλιακό χώρο, αφού χρειάστηκαν μόνο δέκα λεπτά ποδαρόδρομου μέχρι να φτάσουμε στις πόρτες. Οι οποίες άνοιξαν στις οκτώ ακριβώς. Καιρό είχα να δω τόσο ταιριαστό κοινό σε μια συναυλία: ζευγάρια εξηντάρηδων με αλογοουρές και φαλάκρες, αγόρια με μακριά μαλλιά από τη μια, κορίτσια με πορτοκαλί μαλλιά και τατουάζ από την άλλη, μοναχικές αλλοπαρμένες φιγούρες. Στην είσοδο βρήκα πολλούς φίλους: τα παιδιά από το «Δίφωνο», τον δημοσιογράφο Άκη Καπράνο, τον Θάνο Ανεστόπουλο από τα Διάφανα Κρίνα και τον Γιάννη Αγγελάκα που πήγαν κα αυτοί να ακούσουν και να δουν το ίνδαλμά τους. Κάπου πήρε το μάτι μου και τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τον Μανώλη Φάμελλο, τη Μόνικα, τον Αγγελο Σφακιανάκη, την Κωνσταντίνα Βούλγαρη κ.ά. Η συναυλία ξεκίνησε στις εννιά ακριβώς. Με τον Λέοναρντ Κοέν αεικίνητο, ντυμένο με κοστούμι, σωστό τζέντλεμαν. Χοροπηδώντας έφτασε στη σκηνή και μας υποδέχτηκε σε άπταιστα ελληνικά. «Χαίρομαι που είμαι εδώ ξανά» είπε, «στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Οχι ακριβώς στην Αθήνα, γιατί είμαστε λίγο πιο έξω, αλλά θα περάσουμε ένα όμορφο βράδυ. Σας ευχαριστώ, φίλοι μου». Του το ανταποδώσαμε με πολύ θερμό χειροκρότημα και με δυνατό γέλιο, καθώς λίγο προτού ξεκινήσει το τραγούδι είπε –πάντα στα ελληνικά– το φοβερό: «Σας αγαπώ, μα νηστεύω»! Και ξεκίνησε.
Με μια σούπερ μπάντα, αποτελούμενη από πλήκτρα, μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα, ντραμς, σαξόφωνο, μαντολίνο, ισπανικό κιθαρόνι και τις εκπληκτικές Web Sisters στα φωνητικά. Πρώτο κομμάτι το «Dance me to the end of love». Οι αναπτήρες άναψαν, τα ζευγάρια στροβιλίζονταν πιο πέρα (όπως θα ’λεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος), ουρές άρχισαν να σχηματίζονται για μπίρες. Το ότι δεν είχε πάρα πολύ κόσμο μας βοήθησε να βρεθούμε μόλις 100 μέτρα από τη σκηνή και να απολαύσουμε ένα ασύλληπτο οπτικοακουστικό θέαμα. Ολα τα μεγάλα τραγούδια από μια τεράστια δισκογραφία 40 χρόνων: τα πιο πρόσφατα τότε «The future» και «I’m your man», τη «Suzanne» που ξαναέφερε δάκρυα, το «So long, Marianne», το μακρόσυρτο «Hallelujah», τα σπαρακτικά «Who by fire» και «Sisters of mercy» που αγαπήσαμε πρώτη φορά από τα εφηβικά βινύλια.
Ανά δύο τραγούδια ο Κοέν ανέφερε ένα ένα τα ονόματα των μουσικών της μπάντας του. Έτσι μέσα σε ένα τρίωρο είχαμε ακούσει τουλάχιστον δέκα φορές ποιοι ήταν αυτοί ακριβώς οι μουσικοί. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάθε φορά έβγαζε το καπέλο του και υποκλινόταν σε καθένα μουσικό ξεχωριστά. Γινόταν χαλασμός από τα χειροκροτήματα του κόσμου που εκτίμησε δεόντως τη σπάνια για καλλιτέχνη τέτοιας εμβέλειας χειρονομία. Και εκείνος μας το γυρνούσε πίσω λέγοντας στα αγγλικά πλέον: «Σας ευχαριστώ, φίλοι μου, για τη βραδιά που μας χαρίζετε». Μπροστά στο ντεκόρ της παγκόσμιας περιοδείας του, με την αρχαιοελληνική Μούσα της μουσικής σε πρώτο πλάνο, θυμήθηκε και τα χρόνια του στην Ύδρα. Απήγγειλε ποίησή του, δίνοντας το έναυσμα στην μπάντα να πάρει τον λόγο του και να τον κάνει τραγούδι. Μια ερμηνεία ζεστή, αμεσότατη, που ευθύβολα στόχευε στην καρδιά και στον νου των ακροατών του.
Έβλεπα επί σκηνής τον γερόλυκο της ροκ μπαλάντας, τον ποιητή της φολκ μουσικής, τον δημιουργό τραγουδιών που μιλάνε για γυναίκες, καταχρήσεις, θεολογικές αναζητήσεις και αγάπη και τον φανταζόμουν στα θρυλικά φεστιβάλ των 60s, τότε που μοιραζόταν τη σκηνή με τους Doors, την Τζόαν Μπαέζ, τη συμπατριώτισσά του Τζόνι Μίτσελ ή τους Moody Blues. Το Terra Vibe μετατράπηκε στο δικό μου μικρό Γούντστοκ εκείνο το βράδυ. Είχα την εντύπωση ότι όλοι ήθελαν να κάνουν έρωτα επιτόπου, εκεί που κάθονταν, σαν ένα «Tonite let’s all make love in London» στην καυτή ελληνική πρωτεύουσα της καρδιάς του καλοκαιριού.
Οσο για τον Κοέν παρέμεινε τζέντλεμαν έως το τέλος της βραδιάς. Δεν σταμάτησε να μας αποκαλεί «my friends» και να υποκλίνεται στους μουσικούς του. Απερίγραπτος. Τρεις φορές εγκατέλειψε το stage –τη μία μάλιστα χορεύοντας βαλς– και τρεις φορές επανήλθε για να ερμηνεύσει το ρυθμικό «First we take Manhattan» ή τη σπαραξικάρδια μπαλάντα «Where is my Gypsy wife tonight?». Στα δικά μου αυτιά όμως ακόμη ηχούσε η «Suzanne» του με ήρωα έναν Ιησού που θα μπορούσε να ήταν ναυτικός από το Πέραμα.
Η συναυλία ξεκίνησε στις εννέα ακριβώς. Χοροπηδώντας έφτασε στη σκηνή και μας υποδέχτηκε σε άπταιστα ελληνικά. «Χαίρομαι που είμαι εδώ ξανά, στην Αθήνα. Θα περάσουμε ένα όμορφο βράδυ»