Χίτσκοκ: Ο βασιλιάς Μίδας των θερινών σινεμά

Χίτσκοκ: Ο βασιλιάς Μίδας των θερινών σινεμά

Είναι εντυπωσιακό το φαινόμενο. Εδώ και δεκαετίες τα ελληνικά θερινά σινεμά φιλοξενούν κάθε καλοκαίρι μόνιμα και σταθερά τα περισσότερα έργα του «μετρ του σασπένς». Ο λόγος; Κάθε αίθουσα που παίζει ταινία του Χίτσκοκ δεν είναι ποτέ άδεια.

Κάθε καλοκαίρι στα θερινά προβάλλεται τουλάχιστον μία ταινία του Χίτσκοκ. Το 2010 για παράδειγμα παίχτηκε μόνο το «Τηλεφωνήσατε ασφάλεια αμέσου δράσης» αλλά δύο χρόνια μετά 4 φιλμ του Χίτσκοκ («Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά» του 1956, «Η σκιά της αμφιβολίας», «Η κυρία εξαφανίζεται» και το «Notorious») βγήκαν στις ελληνικές αίθουσες. Ο Χίτσκοκ θεωρείται, όχι αδίκως, από αμέτρητους σινεφίλ ως ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο λόγος είναι πως παρότι κοντεύει… αιώνας από τις πρώτες δημιουργίες του, στα πολυάριθμα αριστουργήματα που υπέγραψε τα επόμενα χρόνια, δεν έχει προστεθεί ούτε μια ρυτίδα γήρατος! Στα ψυχαγωγικά αφηγηματικά εργαλεία του βρετανού υπάρχει ένας αδιόρατος μοντερνισμός, κράμα ευφυίας και φαντασίας που μετατρέπει τις αγωνιώδεις περιπέτειες των ηρώων του, σε πεδίο ψυχαναλυτικής αναφοράς και μεταφυσικής αγωνίας. Τα εν λόγω στοιχεία καθιστούν τα έργα του Χίτσκοκ ακόμη και σήμερα απέραντα γοητευτικά και, κυρίως, απολαυστικά.

Παρότι ο Χίτσκοκ ξεκίνησε από το βωβό κινηματογράφο και μάλιστα με δυνατά φιλμ σαν τα «Ο ένοικος» ή «Ο κήπος των ηδονών» που γύρισε τη διετία 1925-1926, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε όταν μπήκε ο ήχος στις ταινίες, αλλά αντίθετα μεγαλούργησε. Το σύνηθες φαινόμενο τότε ήταν, οι περισσότεροι σκηνοθέτες που είχαν φτιάξει όνομα την εποχή του βωβού σινεμά να εξαφανίζονται στην μετάβαση του ομιλούντα, καθώς αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Ο Χίτσκοκ όχι μόνο δεν χάθηκε αλλά βρήκε τρόπο να τελειοποιήσει την τεχνική του, χάρη σε ένα σινεμά που η αφήγηση του παρέμενε κυρίως οπτική παρά λεκτική. Μετά από 11 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1929 κάνει το πέρασμα στον ομιλούντα κινηματογράφο με τον «Εκβιασμό». Αρχικά το φιλμ γυρίστηκε σαν βωβό αλλά οι τρέχουσες τεχνικές εξελίξεις ανάγκασαν τον βρετανό σκηνοθέτη να βάλει ήχο στα καρέ του. Πάντως στο εξωτερικό προβλήθηκε η βουβή εκδοχή του έργου. Οι επόμενες δουλειές του σκηνοθέτη του χάρισαν τη διεθνή φήμη με συνέπεια το όνομα του να ακούγεται συνεχώς στο Χόλιγουντ. Στα 30ς υπογράφει σπάνια κομψοτεχνήματα όπως τα «39 σκαλοπάτια», τον «Άνθρωπο που ήξερε πολλά», τη «Σωσίβια λέμβο», την «Ταβέρνα της Τζαμάικα» ή το αριστουργηματικό «Η κυρία εξαφανίζεται» αλλά δεν λείπουν και πιο μέτριες δημιουργίες σαν το «Μυστικό πράκτορα» με τους Τζον Γκίλγουντ και Πέτερ Λόρε που είχε γυρίσει το 1936. Ο αμερικανός παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ το 1939 παίρνει την απόφαση να προσεγγίσει τον «περίεργο Άγγλο» κι ήταν εκείνος που τον έπεισε να περάσει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, καθώς τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω από την Γηραιά Ήπειρο.

Το 1941 η συνεργασία των δύο αντρών θα οδηγήσει στη δημιουργία της «Ρεβέκας», μιας όψιμης βικτοριανής ιστορίας βασισμένης στο μυθιστόρημα της Δάφνης Ντι Μοριέ, που θα προταθεί για 11 όσκαρ και θα χαρίσει στο αφεντικό της MGM και παραγωγό του φιλμ το βραβείο της καλύτερης ταινίας, κάτι που είχε πετύχει και δύο χρόνια νωρίτερα με το «Όσα παίρνει ο άνεμος». Όμως ο Χίτσκοκ, που θα κερδίσει εδώ την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα, θα φύγει από την τελετή με άδεια χέρια. Να σημειώσουμε πως ο μετρ του σασπένς, δεν κέρδισε ποτέ το χρυσό αγαλματίδιο παρά τις πέντε φορές που βρέθηκε υποψήφιος για το όσκαρ σκηνοθεσίας (εκτός της «Ρεβέκκας» προτάθηκε ακόμη για τα φιλμ «Σωσίβια λέμβος» (1944), «Νύχτα Αγωνίας» (1945), «Σιωπηλός μάρτυς» (1954) και «Ψυχώ» (1960).

Το «Notorious» που θα γυρίσει το 1946 είναι μια από τις σημαντικότερες ταινίες που γύρισε ο Χίτσκοκ στη διάρκεια της καριέρας του στο Χόλιγουντ. Παρότι η Ακαδημία δεν την εκτίμησε καλά (μόλις δύο οσκαρικές υποψηφιότητες), σήμερα βρίσκεται στη λίστα με τις κορυφαίες 100 αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών. Ένας λόγος είναι πως αρχικά ξένισε επειδή έβαζε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη στην ίδια πλοκή. Το «Notorious» συνδυάζει στοιχεία κατασκοπικού θρίλερ, φιλμ νουάρ, ρομαντικού μελοδράματος αλλά και τους πνευματώδεις διαλόγους μιας κωμωδίας. Ο Φρανσουά Τριφό λάτρευε το φιλμ – το οποίο ο Σέλζνικ δεν το πίστεψε κι άφησε μόνο του στην παραγωγή τον Χίτσκοκ, ενώ πούλησε και τα δικαιώματα του στην RKO – και το θεωρούσε «Το μέγιστο αποτέλεσμα από το ελάχιστο των στοιχείων».

Ο Κάρι Γκραντ και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν πρωταγωνιστούν στο «Νοτόριους» που διερευνά τα όρια της εμπιστοσύνης, του έρωτα και των ηθικών κανόνων. Η αριστοτεχνική χρήση των σκιών, το δημιουργικό μοντάζ, οι μακριές λήψεις και οι πρωτότυπες κινήσεις της κάμερας βοηθούν στο χτίσιμο της ψυχολογικής έντασης και εντείνουν τη νουάρ ατμόσφαιρα. Το στόρι έχει ως εξής: Λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ντέβλιν, πράκτορας της αμερικάνικης κυβέρνησης, ζητά τη βοήθεια της Αλίσια, κόρης ενός Γερμανού εγκληματία πολέμου, για να κατασκοπεύσει μια ομάδα Ναζί στη Βραζιλία. Ο έρωτας ανάμεσά τους μόνο δυσκολεύει τα πράγματα, αφού μέσα σε μια ήδη επικίνδυνη κατάσταση ανακύπτουν περίπλοκα ζητήματα εμπιστοσύνης, ζήλιας και φόβου. Η “χημεία” μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών είναι μοναδική ενώ η ταινία είναι γνωστή και για το γεγονός ότι την εποχή που γυρίστηκε είχε “το μεγαλύτερο φιλί στην ιστορία του κινηματογράφου” (σχεδόν τρία λεπτά). Ο Χίτσκοκ παρέκαμψε τον συντηρητικό κώδικα Χέιζ του Χόλιγουντ που περιόριζε τη διάρκεια των φιλιών σε τρία δευτερόλεπτα. Για να τα καταφέρει έβαλε τους δυο ηθοποιούς να φιλιούνται για 3 δευτερόλεπτα και έπειτα να σταματούν για να ανταλλάξουν γλυκόλογα ο ένας στο αυτί του άλλου, εναλλάσσοντας έτσι το παθιασμένο φιλί με τους ψιθύρους. Το «Notorious», που δεν είναι μόνο μια από τις πιο τρελές ιστορίες έρωτα που μας έχει χαρίσει ο κινηματογράφος αλλά μια ευρηματικότατη παρτίδα κατασκοπικού σκακιού, κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στις ελληνικές αίθουσες.

Ετικέτες

Documento Newsletter