Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν αβοήθητοι, ενώ ο πρωθυπουργός λέει ψέματα για τις ΜΕΘ

Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν αβοήθητοι, ενώ ο πρωθυπουργός λέει ψέματα για τις ΜΕΘ

Ψεύτης και με τη βούλα. Η μελέτη των καθηγητών Σωτήρη Τσιόδρα και Θοδωρή Λύτρα εκθέτει ανεπανόρθωτα τον Κυριακό Μητσοτάκη, ο οποίος προ δυο εβδομάδων δήλωνε από το βήμα της Βουλής πως δεν υπάρχουν μελέτες που να αποδεικνύουν πως υπάρχει μεγαλύτερη θνησιμότητα στους ασθενείς που είναι εκτός ΜΕΘ. Κι αυτό γιατί όπως αποδεικνύεται βάσει της επίμαχης μελέτης ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2020 έως και τον Μάιο του 2021, η θνησιμότητα εκτός ΜΕΘ ανήλθε σε 88,4%, εν αντιθέσει με το 63,5% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό των ασθενών που μπήκαν σε ΜΕΘ και στη συνέχεια απεβίωσαν. Ακόμη χειρότερα, βάσει της μελέτης περισσότεροι από 1.500 άνθρωποι πέθαναν αβοήθητοι, ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Αυτός ο αριθμός, βάσει ανάρτησης του Παύλου Πολάκη, ξεπερνάει στη συνολική διάρκεια της πανδημίας τους 12.000 ανθρώπους, αφού βάσει των στοιχείων της μελέτης, χιλιάδες άνθρωποι που πέθαναν δεν είχαν διασωληνωθεί.

Όλα αυτά τα στοιχεία τα είχε στη διάθεσή του ο πρωθυπουργός, αλλά όχι μόνο δεν έκανε κάτι αλλά έλεγε ανερυθρίαστα ψέματα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όπως υποστηρίζουν νομικές πηγές στο Documento, αναδεικνύονται ποινικές ευθύνες και για τη διασπορά fake news από τον πρωθυπουργό, αλλά και για τη διαχείριση του ΕΣΥ που το άφησε ουσιαστικά απροστάτευτο, με αποτέλεσμα να φαίνεται πλέον πως αποδεικνύεται ο δόλος.

Άλλωστε, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, η υψηλή ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα εξαρτήθηκε από την πίεση που δέχθηκε το ΕΣΥ από τον μεγάλο όγκο ασθενών, την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωσή, την  έλλειψη προσωπικού και τις περιφερειακές ανισότητες στις δομές υγείας. Συνολικά, 1.535 άνθρωποι πέθαναν όπως λένε οι καθηγητές εξαιτίας αυτών των παραγόντων. Κι όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης εδώ και δύο χρόνια υγειονομικής κρίσης,  δεν λαμβάνει κάποιο ουσιαστικό μέτρο για να βελτιώσει την κατάσταση, παρά αρκείται στην επικοινωνιακή διαχείριση της καθημερινής εκατόμβης νεκρών.

Ίσως ακόμη πιο σημαντικό όμως, είναι ένα άλλο στοιχείο. Συνέπεια της δημοσιοποίησης της μελέτης, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, Παύλος Πολάκης, δημοσιοποίησε ένα βίντεο, όπου και αναφέρει ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο κατά την οποία πάρθηκαν τα ευρήματα για την εκπόνηση της μελέτης, «ο συνολικός αριθμός των θανάτων που συνέβησαν λόγω της πανδημίας ήταν όπως αποδεικνύεται από τα ημερήσια δελτία του ΕΟΔΥ, 10.576. Οι εκλεκτοί συνάδελφοι μας είπαν ότι από τους 6.282 πέθαναν οι 3.988. Άρα, οι άλλοι 6.588 που πέθαναν; Πέθαναν είτε στα σπίτια τους, είτε στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών που έφτασαν καθυστερημένα, είτε σε κάποια κλινική covid χωρίς καν να διασωληνωθούν. Δηλαδή σε 6.588 ανθρώπους εκείνη την περίοδο που μιλάμε, δεν δόθηκε καν η δυνατότητα να παλέψουν για τη ζωή τους, λόγω της καταστροφικής διαχείρισης της πανδημίας που έχει κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αν δε αυτό το αναγάγουμε στο σημερινό αριθμό θυμάτων, τους 19.500 νεκρούς, αυτό σημαίνει ότι 12.500 συνάνθρωποί μας πέθαναν χωρίς να πάρουν τη φροντίδα που θα μπορούσε να τους προσφερθεί». Εφιαλτικό.

«Η θνησιμότητα αυξήθηκε σημαντικά σε πάνω από 400 ασθενείς»

Όπως αναγράφεται στην επίμαχη μελέτη, μολονότι «οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης έχουν αυξήσει τη χωρητικότητά τους κατά την πανδημία της covid-19, η ποιότητα της φροντίδας εξαιτίας των αυξημένων φορτίων ασθενών έχει δεχθεί λιγότερη προσοχή». Αυτή είναι και η αιτία που ο Σωτήρης Τσιόδρας και ο Θοδωρής Λύτρας εξέτασαν «τη θνητότητα εντός νοσοκομείων των διασωληνωμένων ασθενών με covid-19 στην Ελλάδα, συγκριτικά με το συνολικό φορτίο των διασωληνωμένων ασθενών, τη διαθεσιμότητα Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και τις νοσοκομειακές περιοχές».

Τα στοιχεία που συνέλεξαν οι δυο καθηγητές αφορούν το σύνολο των διασωληνωμένων ασθενών με covid-19 στην Ελλάδα από την 1η Σεπτεμβρίου του 2020 έως και την 6η Μαΐου του 2021. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε, στόχευε στην εκτίμηση θανάτου ως συνάρτηση τόσο σταθερών όσο και χρονικά μεταβλητών παραγόντων. Και τα αποτελέσματα αυτής είναι ενδεικτικά και εκθέτουν ανεπανόρθωτα την κυβέρνηση.

Κι αυτό γιατί όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στη μελέτη, «η θνησιμότητα αυξήθηκε σημαντικά σε περισσότερους από 400 ασθενείς, με προσαρμοσμένη αναλογία κινδύνου ίση με 1.25, 95% CI: 1.03-1.51, ανεβαίνοντας σταδιακά στο 1,57 (95% CI: 1,22-2,02 για περισσότερους από 800 ασθενείς. Η νοσηλεία εκτός ΜΕΘ ή μακριά από την πρωτεύουσα της Αττικής επίσης σχετίζονταν ανεξάρτητα με σημαντικά αυξημένη θνησιμότητα». Ως συνέπεια, «τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι η ενδοσοκομειακή θνησιμότητα των βαρέως πασχόντων ασθενών με covid-19 επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό φορτίο ασθενών ακόμη και χωρίς υπέρβαση χωρητικότητας, καθώς και από περιφερειακές ανισότητες. Αυτό αναδεικνύει την ανάγκη για ουσιαστικότερη ενίσχυση των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, εστιάζοντας στην ισότητα και την ποιότητα της περίθαλψης, εκτός από την αύξηση της χωρητικότητας».

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι δόθηκε «μικρότερη προσοχή σχετικά με την πραγματική πίεση που ασκείται στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης από την covid-19 και πως αυτό έχει επηρεάσει την απόδοσή τους. Ακόμη και χωρίς υπέρβαση της χωρητικότητας, ένα υψηλό φορτίο ασθενών θα μπορούσε εύλογα να θέσει σε κίνδυνο την ποιότητα της περίθαλψης, ειδικά εάν συμβαίνει σε ένα πλαίσιο χρόνιας υποχρηματοδότησης ή κακής ετοιμότητας για την πανδημία».

1.535 θάνατοι θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί

Κατά τη διάρκεια της επιστημονικής έρευνας που διενεργήθηκε προκειμένου να εκπονηθεί η συγκεκριμένη μελέτη, παρατηρήθηκαν δυο επιδημιολογικά κύματα στην Ελλάδα: το πρώτο τον Νοέμβριο του 2020, ειδικά στην κεντρική και νότια Ελλάδα, ενώ το δεύτερο κύμα έπληξε όχι μόνο την Αθήνα, αλλά ολόκληρη τη χώρα. Τα στοιχεία που προέκυψαν σε αυτό το διάστημα είναι τα εξής: «Αφού εξαιρέθηκαν 296 περιπτώσεις με ελλιπείς πληροφορίες μεταβλητών, αναλύθηκαν 6.282 περιπτώσεις ασθενών, εκ των οποίων οι 3.988 πέθαναν (63,5%). Οι περισσότεροι ασθενείς πέρασαν μέρος ή το σύνολο της νοσηλείας τους σε ΜΕΘ (5.971 από τους 6.282). Από αυτούς που δεν εισήχθησαν σε ΜΕΘ, 275 (88,4%), πέθανε σε σύγκριση με 3.713 ασθενείς (62.2%) που εισάχθηκαν σε ΜΕΘ (p<0,001)».

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του μοντέλου που χρησιμοποίησαν οι δυο καθηγητές, «υπήρχε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της θνησιμότητας και του συνόλου των διασωληνωμένων ασθενών όταν αυτοί ξεπερνούσαν του 400, με το μέγεθός του να αυξάνεται προοδευτικά: από 1,25 (95% CI: 1,03–1,51) για 400-499 ασθενείς, έως 1,57 (95%CI: 1,22–2,02) για περισσότερους από 800 ασθενείς. Η διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ συνδέεται έντονα με τη θνησιμότητα (HR 1,87, 95%CI: 1.65-2.12), όπως και η ηλικία, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των εξήντα ετών. Είναι ενδιαφέρον ότι η νοσηλεία εκτός της πρωτεύουσας της Αττικής συνδέθηκε και με αυξημένη θνησιμότητα, με HR 1,35 (95%CI: 1,24-1,47), για τη Θεσσαλονίκη και 1,40 (95%CI: 1,30–1,51) για την υπόλοιπη χώρα. Δεν υπήρχε καμία σχέση με το φύλο, αλλά υπήρχε μια μικρή αρνητική χρονική τάση (HR 0,97 ανά μήνα, 95%CI 0,94–1,00, p=0,02), που δείχνει σταδιακά χαμηλότερη θνησιμότητα καθώς προχωρούσε η πανδημία».

Δεδομένων λοιπόν των παραπάνω συσχετισμών, «από τους 3.988 θανάτους που αναφέρθηκαν, οι 947 (95%CI: 343–1460), αποδίδονταν στο υψηλό φορτίο (≥200) των διασωληνωμένων ασθενών με covid-19, 133 θάνατοι (95%CI: 101–169) στο ότι βρίσκονταν εκτός ΜΕΘ και 656 θάνατοι (95%CI: 526–790) στο ότι νοσηλεύονταν εκτός Αττικής. Συνολικά 1.535 θάνατοι (95%CI: 1053–1947) αποδόθηκαν σε αυτούς τους τρείς παράγοντες συλλογικά».

Βάσει της μελέτης, «δεν υπήρχε συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας του ασθενούς και του συνόλου των διασωληνωμένων ασθενών, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις επιλογής ασθενών με υψηλότερα φορτία ασθενών. Αντίθετα, ασθενείς που ποτέ δεν εισήχθησαν σε ΜΕΘ ήταν μεγαλύτεροι κατά μέσο όρο (μέσος όρος 73 έναντι 68 ετών p<0,001). Επίσης, ασθενείς που νοσηλεύονταν στη Θεσσαλονίκη, ήταν ελαφρώς νεαρότεροι από αυτούς της Αττικής και άλλων περιοχών (μέσος όρος 67 έναντι 69 ετών, p<0,001)».

«Αποφεύξιμοι θάνατοι»

Αναλύοντας τα συγκεκριμένα στοιχεία, οι δυο καθηγητές επισημαίνουν πως «σε εθνικό επίπεδο η ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα από βαρά άρρωστους ασθενείς με covid-19 επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό φορτίο ασθενών. Είναι σημαντικό ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνο όταν η χωρητικότητα της υγειονομικής περίθαλψης εξαντλείται, αλλά και από ενδιάμεση επίπεδα καταπόνησης, όταν η διαθεσιμότητα των πόρων και η φροντίδα δεν είναι ονομαστικά περιορισμένοι. Αυτό αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό παράγοντα περιορισμού που μπορεί να περιορίσει αποφεύξιμους θανάτους από covid-19 και υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο εκτεταμένες επενδύσεις, πέρα από το ελάχιστο, στην υγειονομική περίθαλψη, που θα διασφαλίσει την κάλυψη της ζήτησης αιχμής κατά τη διάρκεια της πανδημίας, διασφαλίζοντας έτσι επαρκή ποιότητα φροντίδας». Άλλωστε, παρόμοια ευρήματα σύμφωνα με τη μελέτη ανευρέθηκαν σε νοσοκομεία βετεράνων στις ΗΠΑ και σε ένα νοσοκομείο παραπομπής στη Βόρεια Ιταλία.

Σχετικά με την αυξημένη θνησιμότητα εκτός Αττικής, οι δυο καθηγητές αναφέρουν ότι «αυτό υπογραμμίζει τη χρόνια άνιση περιφερειακή κατανομή των πόρων υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα, με κρεβάτια, εξοπλισμό και εκπαιδευόμενους εργαζόμενους να είναι συγκεντρωμένοι σε μητροπολιτικές περιοχές. Επιδεινώνει επίσης άλλες υπάρχουσες ανισότητες στον τομέα της υγείας που καθορίζουν το χάσμα αγροτικής-αστικής πόλης, με αποτέλεσμα υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας κρουσμάτων covid-19 σε υποεξυπηρετούμενες και αγροτικές περιοχές, παρά την υψηλότερη έκθεση και θνησιμότητα στις πόλεις».

«Ανεπαρκή μέτρα»

Όπως υπογραμμίζουν οι δυο καθηγητές, επειδή πρόκειται για «μελέτη παρατήρησης, υπάρχει η πιθανότητα ότι η επιλογή ασθενών (δίνοντας προτεραιότητα στη φροντίδα εκείνων που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και με χειρότερη πρόγνωση), μπορεί να έχουν επηρεάσει τις ενώσεις μας. Ωστόσο η έλλειψη συσχέτισης μεταξύ του συνολικού φορτίου ασθενών και της ηλικίας των προσφάτως διασωληνωμένων ασθενών, υποδηλώνουν ότι εκείνοι που χρειάζονταν φροντίδα, πράγματι την έλαβαν. Επιπλέον, οι ασθενείς στην Θεσσαλονίκη, ήταν νεαρότεροι από αυτούς στην Αττική, η υπολειπόμενη σύγχυση εξαιτίας δεν μπορεί να εξηγήσει την αυξημένη θνησιμότητά τους». Αντιθέτως, «οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία εκτός ΜΕΘ ήταν ελαφρώς μεγαλύτεροι, οπότε για κάποιους από αυτούς μπορεί να είχε κριθεί ότι ήταν “πολύ άρρωστοι για να επωφεληθούν”».

Το σίγουρο είναι ότι το σύνολο των ευρημάτων, «υπογραμμίζουν ήδη την ανάγκη για ενίσχυση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης στο πλαίσιο της ετοιμότητας για την πανδημία, καθώς η κλιμάκωση της ικανότητας κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας περιορίζεται από παράγοντες όπως η διαθεσιμότητα εκπαιδευόμενου υγειονομικού προσωπικού. Στην Ελλάδα οι αυξημένες ανάγκες των εργαζόμενων στο τομέα της υγείας εξαιτίας της covid-19 αντιμετωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με ανακατατάξεις προσωπικού, βραχυπρόθεσμες προσλήψεις και επιτάξεις υπηρεσιών ιδιωτικών ιατρών. Αυτά τα μέτρα μπορεί να ήταν ανεπαρκή για την αντιμετώπισης της χρόνιας υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών υγείας ως συνέπεια της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να γίνουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην υγεία και για τη μετά covid εποχή, διασφαλίζοντας ισότιμη πρόσβαση σε φροντίδα υψηλής ποιότητας για όλους».

Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση:

accepted_manuscript

Documento Newsletter