Ξεπουλάνε τις ΔΕΚΟ και κάνουν «πάρτι» με απευθείας αναθέσεις €5 εκατ.

Ξεπουλάνε τις ΔΕΚΟ και κάνουν «πάρτι» με απευθείας αναθέσεις €5 εκατ.

Για άλλη μια φορά η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται εγκλωβισμένη σε ένα νεοφιλελεύθερο αδιέξοδο και το πιθανότερο είναι ότι θα το πληρώσουν οι πολίτες. Ενώ η γενική εμπειρία της πανδημίας δίδαξε σε ολόκληρο τον κόσμο την καίρια σημασία του δημόσιου ελέγχου κυρίως της υγείας, όπως και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας εν καιρώ κρίσεων, ανατρέποντας δεκαετίες νεοφιλελεύθερης ρητορικής, η ανεπίδεκτη μαθήσεως ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται με νομοσχέδιο που είναι στα σκαριά να καταργήσει τον δημόσιο χαρακτήρα των ΔΕΚΟ, ενώ εταιρείες συγκοινωνιών όπως ο ΟΑΣΑ, η ΣΤΑΣΥ κ.λπ. είναι πρώτες στη λίστα «εκκαθάρισης». Μάλιστα ο γενικός γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών Νικόλαος Κουλοχέρης σε δημοσίευμα της «Καθημερινής» στις 13 Αυγούστου δηλώνει έξω από τα δόντια ότι με το νέο πλαίσιο οι υπό δημόσιο έλεγχο ανώνυμες εταιρείες «μετασχηματίζονται από μακρύς βραχίονας του Δημοσίου σε αυτοτελείς και διαφανείς οντότητες που διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον»! Ετσι, η κυβέρνηση ανοίγει τον δρόμο για την ιδιωτικοποίηση και την πλήρη καρτελοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, αφού η παράδοσή τους στην αγορά θα οδηγήσει νομοτελειακά στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εναρμονισμένων πρακτικών, αν όχι σε ένα άτυπο ολιγοπώλιο με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους και όχι τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, όπως αποδεικνύεται καθαρά στον τομέα της ενέργειας.

Άτυπη ιδιωτικοποίηση

Με το νομοσχέδιο που έχει τεθεί σε διαβούλευση υπονομεύεται ο έλεγχος του δημοσίου στις ΔΕΚΟ. Συγκεκριμένα επιχειρείται η κατάργηση των βασικών διατάξεων του ν. 3429/2005 που προβλέπουν τις υποχρεώσεις των ΔΕΚΟ, τον έλεγχο του Γενικού Λογιστηρίου επί των εν λόγω ΔΕΚΟ, τον έλεγχο του εποπτεύοντος υπουργού και την εφαρμογή –όπου κρίνεται αναγκαίο– του Δημόσιου Λογιστικού.

Παράλληλα καταργείται η μονιμότητα των υπαλλήλων και οι διαδικασίες προσλήψεων όπως προβλέπονται στις συλλογικές συμβάσεις, ενώ καταργείται επίσης η Διυπουργική Επιτροπή ΔΕΚΟ, στην οποία μετείχαν οι υπουργοί Οικονομικών, Ανάπτυξης, Μεταφορών και ο αρμόδιος υπουργός κατά περίπτωση. Κατ’ ουσίαν επιχειρείται να καταργηθούν οι διατάξεις που ορίζουν τον έλεγχο του δημοσίου στις δημόσιες επιχειρήσεις.

Με το νομοσχέδιο αυτό η κυβέρνηση επιχειρεί να εισαγάγει διατάξεις που εξαιρούν την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ) και όλες τις εταιρείες που υπάγονται σε αυτήν από τις διατάξεις του ν. 4412/2016 για τις δημόσιες συμβάσεις, ενώ προκρίνεται η πολιτική προμηθειών της ΕΕΣΥΠ. Πρακτικά, δηλαδή, όλες οι δημόσιες συμβάσεις μέχρι τα κατώτατα κοινοτικά όρια –ορίζονται στα 5,382 εκατ. ευρώ– θα γίνονται με απευθείας αναθέσεις. Δηλαδή μέχρι το ποσό αυτό οι δημόσιες συμβάσεις θα γίνονται με απευθείας ανάθεση! Η κυβέρνηση έχει ήδη κάνει ρεκόρ απευθείας αναθέσεων, με το ποσό που έχει μοιράσει απλόχερα από την αρχή της θητείας της να υπολογίζεται σε 7,5 δισ. ευρώ…

Παράλληλα, νομικοί έχουν εκφράσει τις ανησυχίες τους για την ορθότητα του νομοσχεδίου, αφού υπάρχει ήδη η απόφαση 190/2022 του Συμβουλίου της Επικρατείας που δεν επιτρέπει τη μεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ στην ΕΕΣΥΠ, ενώ υπογραμμίζει ότι η εταιρεία ύδρευσης πρέπει να είναι υπό τον έλεγχο του δημοσίου «όχι απλώς με την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και διά του μετοχικού της κεφαλαίου». Με την κατάργηση του δημόσιου ελέγχου στις ΔΕΚΟ μεταφορών ουσιαστικά απελευθερώνουν τις εταιρείες από την υποχρέωση να τηρούν τις διατάξεις του Δημόσιου Λογιστικού, επιτρέποντάς τους να συνάπτουν απευθείας συμβάσεις χωρίς διαγωνισμό και με προμηθευτές της επιλογής τους.

Μαθήματα από την πανδημία

Η διεθνής εμπειρία των τελευταίων χρόνων έχει αναδείξει τον κρατικό κεντρικό έλεγχο καίριων υπηρεσιών, από τον τομέα της υγείας μέχρι τον ενεργειακό κλάδο, ως κρίσιμης σημασίας για την αποτελεσματική και έγκαιρη αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων όπως η πανδημία. Ακόμη και ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) έχει εξάρει τη σημασία των δημόσιων θεσμών που υπόκεινται σε μια κυβέρνηση, οι οποίοι έπαιξαν κομβικό ρόλο στη διατήρηση μιας «σύνθετης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας» κατά την υιοθέτηση μέτρων περιορισμού της πανδημίας. Τα διδάγματα αυτά λίγο επηρέασαν την κυβέρνηση στην Ελλάδα, ενώ η εμπειρία από την απελευθέρωση υπηρεσιών από τα… δεσμά του δημοσίου δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί τραυματική για την τσέπη των πολιτών.

Αλλωστε δεν είναι μακριά ο Αύγουστος του 2020, όταν ο τότε υπουργός Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης έκανε πανηγυρικές δηλώσεις για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αφού έγραφε με παρρησία στα κοινωνικά δίκτυα ότι δεν «φοβάται να σπάσει αυγά». Τελικά η «διάσωση» της ΔΕΗ οδήγησε τα τιμολόγια της ηλεκτρικής ενέργειας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, πιέζοντας αφόρητα τα μικρομεσαία νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Μάλιστα και η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που ανακοίνωσε ένα χρόνο μετά ο σημερινός υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας – με αυτήν η ΔΕΗ παραδόθηκε ουσιαστικά στους ιδιώτες– έγινε με την υπόσχεση της απομάκρυνσης από τον ακριβό λιγνίτη και της επένδυσης σε ΑΠΕ με σκοπό το φτηνότερο ρεύμα…

Η Ευρώπη αλλάζει κεφάλαιο

Σε αντίθεση με την ελληνική, η γαλλική κυβέρνηση του φιλελεύθερου Εμανουέλ Μακρόν προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της εποχής σπάζοντας τα ιδεολογικά στεγανά και προχώρησε στην πλήρη εθνικοποίηση της εταιρείας ηλεκτρισμού EDF, ώστε να καταφέρει να χαλιναγωγήσει τις τιμές του ρεύματος. Η Γαλλία δεν είναι μόνη στην υποχώρηση από τη νεοφιλελεύθερη λογική που περιβάλλει τις εταιρείες κοινής ωφέλειας τις τελευταίες δεκαετίες.

Στην Ευρώπη το ιδεολογικό λούστρο του νεοφιλελευθερισμού έχει θαμπώσει, καθώς πολλοί θεωρούν ότι μπορεί να βρισκόμαστε στην αρχή ενός κύματος επανεθνικοποιήσεων των ΔΕΚΟ. Βέβαια, οι πολιτικές ηγεσίες, που στην πλειονότητά τους θεωρείται ότι ακολουθούν τα αξιώματα της ελευθερίας της οικονομίας, δικαιολογούν τη στροφή αυτή όχι με ιδεολογικούς όρους αλλά με όρους ανάγκης, αφού οι στόχοι της κλιματικής μετάβασης δεν μπορούν να επιτευχθούν με την απλή ρύθμιση της ιδιωτικής αγοράς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βρετανία: οι υπηρεσίες που απολαμβάνουν οι Βρετανοί υποβαθμίζονται κάθε μέρα και παράλληλα η υποστήριξη της επιστροφής του δημόσιου ελέγχου στις εταιρείες κοινής ωφέλειας είναι σε άνοδο. Τουλάχιστον από το 2019, σύμφωνα με κυλιόμενες δημοσκοπήσεις του YouGov, η κοινή γνώμη στη Βρετανία είναι σταθερά πλειοψηφικά υπέρ της επανεθνικοποίησης του ενεργειακού τομέα. Η τάση αυτή τείνει να επικρατήσει και σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, στην οποία η κυβέρνηση έχει προχωρήσει στη διάσωση εταιρειών αερίου, όπως ο κολοσσός Uniper.

Σε πιο πρόσφατη έρευνα του πρακτορείου δημοσκοπήσεων και έρευνας αγοράς Survation οι Βρετανοί που ρωτήθηκαν απάντησαν συντριπτικά υπέρ της επαναφοράς του δημόσιου έλεγχου στις κύριες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπως η ύδρευση, οι συγκοινωνίες, οι σιδηρόδρομοι, το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), η ενέργεια και τα ταχυδρομεία. Επίσης, στη Βρετανία η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί να επανεθνικοποιήσει μερικώς το εθνικό δίκτυο ηλεκτρισμού για να μπορέσει να πετύχει τους στόχους της απανθρακοποίησης της οικονομίας. Ο λόγος είναι πρακτικός: είναι πιο εύκολο να αλλάξει κανείς ριζικά τον ενεργειακό τομέα αν τον έχει στην κατοχή του παρά με τη ρύθμισή του. Ετσι, παρατηρείται ένα φαινόμενο που δεν αποτελεί ολοκληρωτική επιστροφή του κρατισμού, αλλά την ανάδυση ενός «πράσινου κράτους αποφυγής κινδύνων». Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτό οι κυβερνήσεις απλώς προσπαθούν να εγγυηθούν στις χρηματοοικονομικές αγορές ότι δεν θα χαθούν οι ριψοκίνδυνες επενδύσεις της πράσινης μετάβασης.

Το πράσινο «κρατικό» μέλλον

Η συζήτηση που πραγματοποιείται αυτήν τη στιγμή σε διεθνές επίπεδο δεν είναι εάν οι ΔΕΚΟ πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν αλλά πώς το κράτος μπορεί να εγγυηθεί το δημόσιο συμφέρον σε μια πορεία προς ένα πιο οικολογικό μέλλον, παρά τον ιδιωτικό χαρακτήρα της αγοράς ενέργειας. Η φιλελευθεροποίηση της συγκεκριμένης αγοράς οδήγησε σε τιμές ενέργειας που τσουρουφλίζουν τα πορτοφόλια πολιτών και επιχειρήσεων, με το πολιτικό κόστος να βαραίνει κυρίως εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους συνεχιστή των ακραιφνών νεοφιλελεύθερων του παρελθόντος, με προεξάρχουσα φυσιογνωμία τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Σε αυτό το πλαίσιο ο κύριος προβληματισμός στρέφεται προς τις δημόσιες επενδύσεις και πώς αυτές θα γίνουν με τρόπο που να μην υπονομεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό (sic) αλλά θα διασφαλίζει ότι οι οικονομίες θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε ένα πράσινο μέλλον.

Στην Ευρώπη η δεκαετία 201020 θεωρείται χαμένη εξαιτίας των άκριτων πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκαν… διά πάσα νόσον, ειδικά στον ευρωπαϊκό νότο. Μετά την έξαρση της πανδημίας οι κυβερνήσεις ανέτρεψαν τη λογική της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, ρίχνοντας τρισεκατομμύρια δημόσιου χρήματος στην παγκόσμια οικονομία ώστε να αποφευχθεί μια ύφεση.

Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία ως επενδυτή τελευταίας καταφυγής αναδύθηκε και πάλι ως σημαντικός παράγοντας σταθερότητας της οικονομίας και της κοινωνίας, αν και όχι στο επίπεδο που βιώθηκε σε Ευρώπη και ΗΠΑ τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι χώρες προσπάθησαν να τονώσουν την κατανάλωση με ενέσεις ρευστότητας, οι οποίες όμως κατέληξαν να τροφοδοτούν τα υπερκέρδη των πολυεθνικών ενέργειας και, εσχάτως, εμπορίου τροφίμων. Παράλληλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία ώθησε προς μια μίνι στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, με την αγορά εξοπλισμών –ήταν ήδη σε ανοδική πορεία σε όλο τον κόσμο– να εκτινάσσεται σε πρωτοφανή ύψη.

Τα παραπάνω έχουν στον πυρήνα τους το κράτος ως δίχτυ ασφαλείας στο ενδεχόμενο αποτυχίας της ελεύθερης αγοράς. Οπως επισημαίνει όμως σε μελέτη της για τον ΟΗΕ η Ντανιέλα Γκαμπόρ, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, το μικρό κράτος δεν είναι ικανό να βάλει τα θεμέλια μιας βιώσιμης πράσινης μετάβασης. Ζητούμενο για ένα σύγχρονο κράτος που επιθυμεί να υλοποιήσει σωστά την πράσινη μετάβαση είναι όχι να παρεμβαίνει μόνο όταν τα πράγματα σκουραίνουν για τις ιδιωτικές εταιρείες, αλλά να χρησιμοποιεί τις δημόσιες επιχειρήσεις ως οδηγό της οικονομικής αναδιαμόρφωσης σε πιο οικολογικά πρότυπα.

Documento Newsletter