«Ξεπαγώνουν» οι πλειστηριασμοί και η εφαρμογή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των κόκκινων δανειοληπτών και έρχονται 3,5 μήνες μπροστά, στις 15 Μαρτίου, αντί για τέλος Ιουνίου όπως ήταν προγραμματισμένο.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το Υπουργείο Οικονομικών, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την ένατη αξιολόγηση μεταξύ των στελεχών του οικονομικού επιτελείου και των εκπροσώπων των θεσμών, οι θεσμοί άσκησαν πιέσεις να επιταχυνθεί το «ξεπάγωμα» των πλειστηριασμών, συντασσόμενοι με την πλευρά των τραπεζών και των servicers, των εταιρειών δηλαδή που αγοράζουν τα κόκκινα δάνεια.
Στην απαίτηση αυτή λοιπόν η κυβέρνηση φέρεται να ενέδωσε και να αποδέχθηκε τη μερική τροποποίηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που προέβλεπε εξάμηνο «πάγωμα» όλων των πλειστηριασμών για χρέη μέχρι 200.000 ευρώ ως τις 30 Ιουνίου 2021 και θα περιορίσει την εξάμηνη προστασία μόνο σε εκείνους που έχουν πληγεί από την πανδημία. Αντίθετα για όλους τους υπόλοιπους οι πλειστηριασμοί θα ξεκινήσουν στις 15 Μαρτίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θεσμοί και οι τράπεζες ζητούσαν πολύ περισσότερα και δεν θεωρούν ικανοποιητική λύση το μερικό ξεπάγωμα των πλειστηριασμών και των άλλων μέτρων αναγκαστικής είσπραξης. Αντίθετα, για να κάνουν δεκτό τον προτεινόμενο συμβιβασμό, έχουν ζητήσει να μειωθεί το ποσό του «προστατευόμενου χρέους», της οφειλής δηλαδή κάτω από την οποία δεν γίνεται πλειστηριασμός. Η πρότασή τους είναι το προστατευόμενο χρέος να μειωθεί από τις 200.000 ευρώ όπου βρίσκεται σήμερα σε 120-150.000 ευρώ, ώστε να μειωθεί ο αριθμός των ωφελούμενων από τη ρύθμιση και να ευνοηθούν μόνο όσοι έχουν σχετικά μικρές οφειλές.
Κι ενώ το «ξεπάγωμα» των πλειστηριασμών από τις 15 Μαρτίου έχει κλείσει, παζάρια μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών γίνονται ακόμη είτε για τον περιορισμό του προστατευόμενου χρέους, είτε για τον περιορισμό της αναστολής πλειστηριασμών μόνο στην κύρια και μοναδική κατοικία του δανειολήπτη, εφόσον η αξία της δεν υπερβαίνει κάποιο όριο π.χ. τα 150.000 ευρώ. Αν γίνει δεκτή οποιαδήποτε από τις δύο αυτές προτάσεις, το αποτέλεσμα θα είναι ο δραστικός περιορισμός του αριθμού των ωφελούμενων.