Ο βρώμικος ρόλος του Χένρι Κίσιντζερ σε όλη την υδρόγειο ήταν ίσως το ζητούμενο για τις ΗΠΑ κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Το ρόλο αυτό εξυπηρέτησε απόλυτα ο τότε υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσιντζερ που η εξυπνάδα του, οι γνώσεις του και το έλλειμμα ηθικών αναστολών με τον κυνισμό συνδυάστηκαν απόλυτα για να χτίσει την τότε εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και το όνομά του.
Το όνομά του συνδέεται με την Αμερικανική πολιτική πολύ πριν την ανάληψη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ το 1973, όπως το 1965 και το 1966 που επισκέφθηκε το Βιετνάμ ως Σύμβουλος.
Και η εμπλοκή του με το Κυπριακό φαίνεται πως ξεκίνησε το 1964. Πολύ πριν τη δήλωσή του πως δεν υπάρχει λόγος να μην κατέχει η Τουρκία το ένα τρίτο της Κύπρου.
“There is no American reason why the Turks should not have one-third of Cyprus.” Henry #Kissinger to Prez Ford (13/8/1974). The 2nd phase of the Turkish invasion of #Cyprus took place a day after (14-16/8/1974). #ItsAnOccupation #CyProb #JustFacts #EastMed #USA #NATO #Turkey pic.twitter.com/19VCep2BCZ
— Euripides L Evriviades 🇨🇾🇪🇺 (@eevriviades) September 2, 2018
Κορυφώνεται βεβαίως λίγο πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, όταν ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα, μόλις ενημερώθηκε για την προετοιμασία των Τούρκων, έστειλε επείγον τηλεγράφημα στον Κίσιντζερ και του ζήτησε να κινηθεί ο 6ος Στόλος ανάμεσα σε Τουρκία και Κύπρο για να εμποδίσει την απόβαση. Ο Κίσιντζερ οργίστηκε. «Σταμάτα να είσαι τόσο συναισθηματικός με τους Έλληνες!», του απάντησε. Τα κλιμάκια της ΚΥΠ ειδοποιούσαν από τη Λευκωσία ότι ο τουρκικός στόλος πλέει νοτίως προς Κύπρο, αλλά η Αθήνα καθησύχαζε: «Μην ακούτε τι λένε, οι Τούρκοι δεν θα εισβάλουν, κάνουν άσκηση…»
Να μην επαναληφθεί το 1964
Προφανώς, όπως όλα δείχνουν ο Χένρι Κίσιντζερ άφησε το θέμα στον υφυπουργό του Τζόσεφ Σίσκο, κινώντας τα νήματα από πίσω μη θέλοντας να επαναληφθεί το 1964 όταν ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκιάς ετοιμαζόταν να στείλει τα στρατεύματα του στην Kηρύνεια. H οργισμένη επιστολή του Λίντον Τζόνσον, έσωσε κυριολεκτικά την Kύπρο. Δέκα χρόνια μετά, ο Σίσκο αναλάμβανε μια παρόμοια αποστολή, χωρίς να έχει τίποτα στο χαρτοφύλακά του. Ούτε καν οδηγίες από τον προϊστάμενό του… Και δεν ήταν τυχαίο αφού η Τουρκία έθετε τέτοιους όρους που δεν μπορούσε να δεχθεί καμία ελληνική κυβέρνηση, κάτι που θα της επέτρεπε την εισβολή στην Κύπρο.
Με το άνοιγμα των αρχείων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αποκαλύφθηκε στην πραγματικότητα ο ρόλος του Κίσιντζερ απέναντι στον Ελληνισμό. «Αποκοίμιζε» τον Πρόεδρο Νίξον με τις δήθεν ανησυχίες του ότι ο Μακάριος θα στραφεί στον κομμουνισμό και στο ανατολικό μπλοκ και εισηγείτο να μείνουν οι ΗΠΑ μακριά από την Κύπρο!
Το πόσο γλοιώδης και κυνική ήταν η συμπεριφορά του απέναντι στον Μακάριο φαίνεται από τον διάλογο που είχαν όταν συναντήθηκαν παρουσία του πρέσβη στην Κύπρο Ουίλιαμ Κρόφορντ:
Κίσιντζερ : «Μακαριώτατε, είμαι πολύ χαρούμενος που σε καλωσορίζω στην Ουάσιγκτον. Θέλω να ξέρεις ότι έχουμε μεγάλο σεβασμό για εσένα. Αισθανόμαστε ότι είσαι πολύ μεγάλος για το νησί σου. Μάλιστα, εάν το επιλέξεις, θα μπορούσες να γίνεις Πρόεδρος ή πρωθυπουργός της Ελλάδος… Τώρα, εάν, Μακαριώτατε, ήσουν γενικός γραμματέας της Σοβιετικής Ένωσης, αυτό θα μας δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα, έχοντας αντίπαλο κάποιον σαν κι εσένα. Μακαριώτατε, όταν είμαι μαζί σου, πραγματικά αισθάνομαι ότι μου αρέσεις…».
Μακάριος: «Δρ. Κίσιντζερ, αυτό θα διαρκέσειμόνο για περίπου πέντε λεπτά αφού χωρίσουμε. Έτσι δεν είναι;». Το χαμόγελο του Κίσιντζερ πάγωσε στο πρόσωπό του…
Ένα αποκαλυπτικό κεφάλαιο για τις τραγικές στιγμές της Κύπρου
Πολύ αποκαλυπτικό είναι το σχετικό κεφάλαιο από «Τα Μυστικά Αρχεία του Κίσιντζερ: Η Απόφαση για τη Διχοτόμηση» των δημοσιογράφων Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Βενιζέλου.Το βιβλίο έχει βασιστεί σε απόρρητα έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου, τα οποία μέχρι σήμερα και 16 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, δεν έχουν διαψευστεί ποτέ:
Λίγο πριν το ξημέρωμα της 18ης Ιουλίου 1974, ο συνήθως χαμογελαστός Τζόζεφ Σισκο (Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών), συνοδευόμενος από έντεκα συνεργάτες του, ανέβαινε με βήματα βαριά την σκάλα του αεροπλάνου που του παραχώρησε ο Xενρι Kισιγκερ.
Στις 02.53 GMT το αεροπλάνο (που εκτελούσε τη πτήση SAM 4127, με πιλότο τον Robert D. Peterson), τροχιοδρομούσε στο αεροδρόμιο «Άντριους» της Ουάσιγκτον. Πρώτος σταθμός των μελών της αμερικανικής αποστολής ήταν το Λονδίνο, όπου όσο κι αν φαίνεται απίστευτο ο Σίσκο είχε εντολές «να ακούει και να μιλά λίγο». Tα χέρια του στην ουσία ήσαν δεμένα αφού πήγαινε για να εκφράσει την γνωστή επίσημη αμερικανική θέση για «μη επέμβαση» στα εσωτερικά της Kυπρου… Λίγα λεπτά πριν την απογείωση, ο Αμερικανός υφυπουργός είχε μια τελευταία τηλεφωνική συνομιλία με τον προϊστάμενό του, που βρισκόταν στο Σαν Κλαμέντε. Ο Κίσιντζερ ήταν σαφής: Αυτό που τον ενδιέφερε πάνω απ’ όλα ήταν να αποτραπεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Τον Σίσκο συνόδευαν στην αποστολή του οι εξής: Ρόμπερ Ελσγορθ, βοηθός υπουργός Αμυνας (αριθμός διαβατηρίου Υ1221882), Ρόμπερτ Ντίλλον διευθυντής του Γραφείου Νότιας Ευρώπης (αρ. δ. Χ047637), Τόμας Μπόγιατ, διευθυντής του Γραφείου Κύπρου (αρ. δια. Χ040267), Ρόμπερτ Οκλεϊ μέλος της Ομάδας Σχεδιασμού Πολιτικής (αρ. δια. Χ027710), Αρνολντ Ραφέλ, ειδικός σύμβουλος του Σίσκο (αρ. δια. Χ027948), Τερέζα Μπίτς (προσωπική γραμματέας του Σίσκο (αρ. δια. Χ073248), Ρόνα Ρίτσαρντσον γραμματέας του Σίσκο (αρ. δια. Υ890296), Λάϊονελ, Ρόζενμπλατ (αρ. δια. Χ078296) και Κέϊ Ντέϊλι (αρ. διαβ. Υ077898). Την ασφάλεια του κ. Σίσκο, ανέλαβαν οι Γουίλιαμ Τούρσο (αρ. δια Χ077898) και Στάνλεϊ Μπιελίνσκι (αρ. δια. Χ079701), οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους περίστροφα μάρκας Smith-Wesson. (Department of State – Limited Official Use – 18 July 1974).
Στο αεροπλάνο ο ανώτερος αυτός αξιωματούχος, που έμελλε να συνδέσει τ’ όνομα του με την τραγωδία του λαού της Κύπρου, ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Σκεπτόταν μια παρόμοια αποστολή του, το 1964, όταν συνόδευε τον Tζορτζ Mπολ στη Λευκωσία. O τότε πρωθυπουργός της Τουρκιάς ετοιμαζόταν να στείλει τα στρατεύματα του στην Kηρύνεια. H οργισμένη επιστολή του Λίντον Τζόνσον, έσωσε κυριολεκτικά την Kύπρο. Δέκα χρόνια μετά, ο Σίσκο αναλάμβανε μια παρόμοια αποστολή, χωρίς να έχει τίποτα στο χαρτοφύλακά του. Ούτε καν οδηγίες από τον προϊστάμενό του…
Στη τελευταία σύσκεψη πριν αναλάβει την αποστολή του, τα είπε από τηλεφώνου, για αρκετή ώρα με τον Κίσιγκερ: «Αφού συζητήσαμε το θέμα ξανά, εξετάζοντας ακόμα μια φορά την κατάσταση όπως είχε εκείνη την στιγμή, αποφασίσαμε τελικά ότι έπρεπε να επέμβουμε για να αποτρέψουμε οποιαδήποτε (άλλη) στρατιωτική επέμβαση, από την πλευρά της Τουρκίας αυτή τη φορά», θυμάται ο Σίσκο. «Αισθανόμουν ότι αν έπρεπε να γίνει οποιαδήποτε αποκατάσταση (του Mακαρίου), έπρεπε να γίνει μέσω ειρηνικής διευθέτησης. Kαι το τελευταίο πράγμα που θέλαμε τότε ήταν μια σύγκρουση μεταξύ δυο φίλων και συμμάχων του NATO». (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Είχε προαποφασίσει ότι η αποστολή του δεν θα ήταν αποτελεσματική, αλλά πίστευε ότι αν «εκβίαζε» τα πράγματα στην Αθήνα και την Άγκυρα, ο Κίσιγκερ και οι Βρετανοί, θα αναγκάζονταν να είναι περισσότερο υποβοηθητικοί. Ο κίνδυνος προερχόταν από την Τουρκία, άρα προς τα εκεί έπρεπε να στραφούν οι πιέσεις, και σ’ όλες τις συσκέψεις που προηγήθηκαν της αποστολής, το συμπέρασμα ήταν εύκολο και απλό: «Δυστυχώς», είχε πει ο Σίσκο στον Κίσιντζερ, «νομικά είναι καλυμμένη οποιαδήποτε ενέργεια της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου». (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς). Στην ίδια σύσκεψη, ο υφυπουργός Εξωτερικών ένοιωσε την ανάγκη να εξηγήσει –αφού ήταν ο μοναδικός που τα γνώριζε- τα πεπραγμένα των δύο προηγούμενων αποστολών, του 1964 και του 1967. Υπογράμμισε με έμφαση το στοιχείο της υποστήριξης αυτών των δύο αποστολών από τον ίδιο τον πρόεδρο. Αμερικανός διπλωμάτης θυμάται ότι ο Κίσιντζερ, ενώ ήταν λαλίστατος σε άλλες συσκέψεις, στη συγκεκριμένη δεν μίλησε πολύ και απέφυγε να δεσμευτεί.
– Το 1964 ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα όταν ο Ντιν Ρασκ έγραψε την επιστολή που απέστειλε ο πρόεδρος Τζόνσον στον πρωθυπουργό της Τουρκίας, είπε ο Σίσκο.
– Και τώρα είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, απάντησε ο Κίσιντζερ
– Χένρι, με στέλνεις σε μια αποστολή που είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, ανταπάντησε ο Σίσκο.
– Γνωρίζεις ότι θα σε υποστηρίξω, είπε ο Κίσιντζερ. (Σύσκεψη στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ – Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη – Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Ο Σίσκο ρώτησε ξανά για τη τύχη του Μακάριου, επειδή οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι τον ενοχλούσαν, υποστηρίζοντας στα άρθρα τους, ότι ο Κίσιγκερ είχε γνώση του σχεδίου ανατροπής του Αρχιεπίσκοπου. «Ο Μακάριος είναι ο χαμένος» (του παιγνιδιού), είπε ο υπουργός στον Σίσκο. «Είναι ουσιαστικά αδύνατο να τον επαναφέρουμε στην εξουσία και δεν έχει πιά και σημασία». Ο Σίσκο δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Ο Κίσιντζερ συνέχισε: «Δεν είναι θέμα αν μου αρέσει ή όχι ο Μακάριος, ή αν θέλω ή όχι τον Σαμψών. Δεν ενδιαφέρει αυτό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να μην έχουμε πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Και τον ίδιο τον Σίσκο, και τους διπλωμάτες που τον συνόδευαν, τους απασχολούσε πολύ ένα γεγονός, που δεν χαρακτήριζε τον Κίσιντζερ. Σε όλα τα άλλα διεθνή θέματα, αναλάμβανε την πρωτοβουλία, έδινε εντολές, συμμετείχε ο ίδιος, σε ποσοστό 99%, στις αποστολές. Στην περίπτωση της κυπριακής τραγωδίας, έδειξε μία αδικαιολόγητη αυτοσυγκράτηση, δεν έλαβε μέρος σε καμία αποστολή, αντίθετα φρόντισε να παραμείνει μακρυά. Ο Μπόγιατ, που συνόδευε τον Σίσκο, όπως και ο ίδιος ο υφυπουργός Εξωτερικών, ένοιωσαν μόνοι και αβοήθητοι. Και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, «κόλλησε» η ιδέα, πριν ακόμα μπουν στο αεροπλάνο, ότι ήταν χαμένη η υπόθεση. Με τον επικεφαλής της Διεύθυνσης του Κυπριακού, είχαμε τον παρακάτω διάλογο: (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς)
Ερώτηση: Είναι περίεργο, αλλά από την πρώτη στιγμή, ο Σίσκο θεωρούσε ότι η αποστολή του ήταν καταδικασμένη να αποτύχει…
Μπόγιατ: Συμφωνώ.
Ερώτηση: Το ένοιωσε από την αρχή, πριν ακόμα ξεκινήσετε;
Μπόγιατ: Το ένοιωσα και εγώ. Θα σου πω γιατί. Εάν ο Χένρι πίστευε ότι υπήρχε έστω και μία πιθανότητα επιτυχίας, εάν ήταν αποφασισμένος να παλέψει για να αποτρέψει την εισβολή, θα πήγαινε ο ίδιος. Δεν θα έστελνε τον Σίσκο και εμάς. Μας έστειλε για να αποτύχουμε. Για να το πω πιο ωμά, μας έστειλε για να πεθάνουμε (we were sent out there to die). Μας έστειλε σε μιά αποστολή που ήταν προαποφασισμένη να αποτύχει. Εχει δίκιο ο Σίσκο.
Ερώτηση: Αλήθεια, δεν είχατε καμία βοήθεια από τον Κίσιντζερ;
Μπόγιατ: Όχι, δεν είδα καμία βοήθεια.
Ερώτηση: Ο Μπολ και ο Βανς είχαν και την προσωπική υποστήριξη του προέδρου. Εσείς την είχατε;
Μπόγιατ: Δεν είχαμε πρόεδρο… Μεσουρανούσε το Γουότεργκεϊτ. Μετά από μερικές μέρες παραιτήθηκε ο Νίξον. Πρόεδρος ήταν ο Κίσιντζερ.
Ερώτηση: Θα επιμείνω. Δεν σας βοήθησε καθόλου;
Μπόγιατ: Όχι.
Ερώτηση: Τουλάχιστον, τηλεφώνησε στον Ετσεβίτ;
Μπόγιατ: Είναι μία καλή ερώτηση. Τηλεφώνησε στον Ετσεβίτ μεταξύ της 15ης και της 20ης Ιουλίου; Δεν γνωρίζω την απάντηση.
Ερώτηση: Στις 20 Ιουλίου, όταν ο Σίσκο τηλεφώνησε στον Κίσιωγκερ γιά να του αναγγείλει ότι ξεκινά η εισβολή, αυτός του απάντησε ότι θα επικοινωνήσει ο ίδιος με τον Ετσεβίτ.
Μπόγιατ: Ναι, αλλά αν ήθελε να σταματήσει την εισβολή, θα τηλεφωνούσε στον Ετσεβίτ πριν από τις 20 Ιουλίου, όχι την τελευταία στιγμή.
Ερώτηση: Και πιστεύω ότι αν ο Ετσεβίτ δεχόταν τηλεφώνημα από τον Κίσιντζερ, θα το σκεφτόταν δέκα φορές πριν προχωρήσει σε εισβολή.
Μπόγιατ: Λογικά και υπό κανονικές συνθήκες, ο Κίσιντζερ θα είχε τηλεφωνήσει στον παλιό του φίλο τον Ετσεβίτ και θα του έλεγε ότι σου στέλλω τον Σίσκο και σε παρακαλώ δώσε σημασία σ’ αυτά που θα σου πει.
Ερώτηση: Στο βιβλίο του, ο Κίσιντζερ υποστηρίζει ότι έδωσε γραπτό μήνυμα στον Σίσκο για τον Ετσεβίτ. Γιατί δεν τηλεφώνησε να δώσει ο ίδιος το μήνυμα στον Ετσεβίτ;
Μπόγιατ: Συμφωνώ, δεν είναι λογικό. Γιατί δεν το έκανε στις 16, στις 17 Ιουλίου. Γιατί δεν τηλεφώνησε και να ενημερώσει τον Ετσεβίτ ότι ο Σίσκο είναι προσωπικός του απεσταλμένος… (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς)
Ο Μπόγιατ, που εκφράζει τα αισθήματα και των υπολοίπων συναδέλφων του, επισημαίνει:
«Καθόμαστε εκεί με όλο το κατεστημένο των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών σε όλο του το μεγαλείο, έχοντας εξαπατηθεί από ένα δειλό Έλληνα ταξίαρχο. Η καταστροφή που είχα προσπαθήσει να εμποδίσω και να αποτρέψω γινόταν πραγματικότητα σαν τον χειρότερο εφιάλτη σας. Λοιπόν, ήταν για να γελάει κανείς, σαφώς. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές επείγουσες συναντήσεις και ο Κίσιντζερ αποφάσισε να στείλει τον Σίσκο σε μια αποστολή παλίνδρομης διπλωματίας για να λύσει το πρόβλημα. Και εγώ ήμουν αρκετό καιρό στην Ουάσινγκτον και είχα γίνει αρκετά κυνικός που ήξερα ότι τη στιγμή που ο Κίσιντζερ έστελνε τον Σίσκο, αντί να πάει ο ίδιος, σήμαινε ότι ήξερε πως δεν υπήρχε ελπίδα και δεν ήθελε να ταυτιστεί με κάποιον που απέτυχε. Έτσι θυσίασε τον υφυπουργό και το επιτελείο του, στο οποίο ανήκα. Θέλω να πω ότι ήταν ένα σαφές γραφειοκρατικό σινιάλο ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει νίκη. Και έτσι έγινε»… (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς – Επίσης, κατάθεση στον Τσαρλς Στιούαρτ Κένεντι)
Με τα δεδομένα αυτά, και την εκφρασμένη αντιπάθεια του Κίσιντζερ προς τον Μακάριο, τον οποίο είχε ξεγράψει από τις 15 Ιουλίου, ο Σίσκο έφτανε στο αεροδρόμιο «Χίθροου» έχοντας στους φακέλους του το σχέδιο τερματισμού της κρίσης, που ήταν βασισμένο στις προσπάθειες του Μπολ και του Βανς. Eιχε προηγηθεί ο Mπουλεντ Eτσεβιτ. Eντελως διαφορετικοί οι σκοποί τους. O πρωθυπουργός της Tουρκιας ζητούσε «χέρι βοηθείας» από την Aγγλια για αποκατάσταση, με στρατιωτικά μέσα, της -προ του πραξικοπήματος- πραγματικότητας. O Aμερικανος υφυπουργός συμφωνούσε για την επιστροφή του Mακαριου και υπερθεμάτιζε. Aλλα απέκλειε κάθε στρατιωτική ενέργεια. O πρωθυπουργός Xαρολντ Γουίλσον και ο υπουργός Eξωτερικων Tζειμς Kαλλαχαν, καταδίκασαν το πραξικόπημα εναντίον του Mακαριου, τον υποδέχθησαν μετά την εξορία του σαν πρόεδρο της Kυπριακης Δημοκρατίας και είπαν ορθά-κοφτά στον Ετσεβίτ όταν δεν είχαν καμία διάθεση να τον ακολουθήσουν στις επιλογές του.
Mολις έφτασε στο Λονδίνο, ο Σίσκο έσπευσε στο «Φόρειν Όφις». Tον περίμενε ο Tζέιμς Kάλλαχαν. Tον υπουργό, που θα θυμούνται για πάντα οι Kυπριοι από την μνημειώδη του φράση ότι «η Tουρκια, μια μέρα, θα γίνει όμηρος της Kυπρου». Δεν έγινε ποτέ και γι’ αυτό φέρει την μεγαλύτερη ευθύνη η Aγγλια. Oι δυο άνδρες συζήτησαν για μια ώρα. Από την πρώτη στιγμή αναδείχθηκε η διαφωνία των Αμερικανών και των Βρετανών για τον Μακάριο. Η εντολή του Κίσιντζερ αφορούσε την αποτροπή του πολέμου. Η αποκατάσταση του Αρχιεπισκόπου, δεν ήταν στις προτεραιότητες αυτής της αποστολής. O Σίσκο ζήτησε να γίνουν συντονισμένες ενέργειες για την αποτροπή τουρκικής επέμβασης. O Kαλλαχαν εξέφρασε την άποψη ότι οι HΠA, αν πραγματικά θέλουν την αποκατάσταση της νομιμότητας, πρέπει να ανακοινώσουν την υποστήριξη τους προς τον Mακαριο. O Σίσκο δεν είχε τέτοιες οδηγίες και δεν μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση αυτή. Eφυγε από το αγγλικό υπουργείο Eξωτερικών, φοβερά ανήσυχος, καθώς ο Kάλλαχαν τον είχε πληροφορήσει για την απόφαση του Eτσεβιτ να ακολουθήσει το παράδειγμα της Eλλαδας και να ασκήσει το δικαίωμα της Tουρκιας να επέμβει. Tο προηγούμενο βράδι, ο Eτσεβιτ είχε παρακαθήσει σε δείπνο που παρέθεσαν προς τιμή του ο Γουίλσον και ο Kαλλαχαν.
Μετά το τέλος της πρώτης συνάντησής του με τον Κάλλαχαν, ο Αμερικανός υφυπουργός απέστειλε τηλεγράφημα στην Ουάσιγκτον (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974). Σύμφωνα με το έγγραφο, και οι δυο πλευρές παρουσιάζονταν επιφυλακτικές για το θέμα της επιστροφής του Μακαρίου, παρά το γεγονός ότι δεν το ομολογούν ευθέως. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης, το Λονδίνο εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη νομιμότητα και αποκατάσταση του Μακαρίου στο νησί. Ο Κάλαχαν ισχυρίζεται σύμφωνα με το έγγραφο ότι το Κοινοβούλιο και η κοινή γνώμη έχουν εξαιρετικά σθεναρές απόψεις σ΄ αυτό το θέμα και δεν νομίζει ότι θα έπρεπε να καθυστερήσουν οι προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών. Ο Κάλαχαν συμφωνεί ότι μακροπρόθεσμα η αποκατάσταση του Μακαρίου δεν θα αποτελέσει πιθανώς στοιχείο σταθερότητας, εφόσον θα μπει στον πειρασμό να στραφεί προς ανατολάς. Ωστόσο, ο Κάλαχαν ισχυρίζεται ότι οι δημόσιες πιέσεις τον αναγκάζουν να συνεχίζει να υποστηρίζει τον Μακάριο. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν θα έκανε τίποτε χωρίς μεγάλη πίεση από τους Αμερικανούς.
Υλοποιώντας τις εντολές του προϊσταμένου του, ο Σίσκο τόνισε από την πλευρά του ότι οι Ην. Πολιτείες και η Βρετανία πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια στα Ηνωμένα Έθνη ώστε να αποφευχθεί η νομιμοποίηση και η αποκατάσταση του Μακαρίου, εφόσον αυτό θα αποτελούσε πρόκριμα για τις περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Ο Σίσκο σημείωσε επίσης τον κίνδυνο να προωθηθεί και πάλι ο Μακάριος και έτσι να δημιουργηθεί και πάλι ασταθής κατάσταση. Ο Σίσκο πρόσθεσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν βλέπει τον Σαμψών «σαν μόνιμο στοιχείο του τοπίου». (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974)
O Σίσκο, κατόπιν προηγουμένων συνεννοήσεων που είχαν γίνει από την Oυασιγκτον, συναντούσε στο Λονδίνο ένα ανεξήγητα χαρούμενο Eτσεβίτ. Στη διάρκεια πολύωρου γεύματος, ο Σίσκο άκουσε προσεκτικά τους όρους του Tουρκου πρωθυπουργού. Συνεργάτης του Aμερικανού υφυπουργού κατέγραψε ότι ήταν τέτοια η αλαζονεία του Eτσεβιτ και η έκταση των απειλών του, που ο Σίσκο ένοιωσε αποστροφή. Tον «έκαιγε» και το θέμα του οπίου, που τον είχε απασχολήσει όλη την προηγουμένη εβδομάδα πριν το πραξικόπημα.
Η συνάντηση του Σίσκο με τον Ετσεβίτ, που διήρκεσε 4 σχεδόν ώρες, ήταν θυελλώδης. Ο Τούρκος πρωθυπουργός έφτασε στο Λονδίνο έχοντας στις αποσκευές τις προτάσεις του. Μόλις συναντήθηκε με τον Αμερικανό μεσολαβητή, του παρέδωσε σε μία δακτυλογραφημένη σελίδα έξι ενέργειες-κινήσεις, που πρέπει να γίνουν –όπως εξήγησε- για να μην αναλάβει η Τουρκία στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Κύπρου. Οι τουρκικοί όροι, που εξέπληξαν τον Σίσκο, ο οποίος γνώριζε την αντιπάθεια του Ετσεβίτ για τον Μακάριο, ήταν οι εξής:
Πρώτον: Να εγκαταλείψουν την Κύπρο οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Δεύτερον: Να παραδώσει την εξουσία ο Νίκος Σαμψών, τον οποίο η Αγκυρα χαρακτήριζε «ορκισμένο εχθρό του Τουρκικού Εθνους».
Τρίτον: Η Αθήνα να δεχθεί να υπογράψει συμφωνία για τη δημιουργία ομοσπονδιακού κράτους, το οποίο θα αποτελούσαν οι δύο κοινότητες.
Τέταρτον: Να εξασφαλιστεί για τις τουρκικές δυνάμεις μόνιμη έξοδος προς τη θάλασσα της Κερύνειας.
Πέμπτο: Να επανέλθει στην εξουσία ο Μακάριος (!!!), και
Έκτον: Η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ να λάβει μέτρα για να αποκλειστεί η διακίνηση όπλων και πυρομαχικών στην Κύπρο.
Μόλις τελείωσε την ανάγνωση των όρων, ο Σίσκο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν ζήτημα ημερών η έναρξη της τουρκικής εισβολής εναντίον της Κύπρου. Το είπε στον Τούρκο πρωθυπουργό, που αντιμετώπισε τον Αμερικανό απεσταλμένο με καχυποψία, αλλά και υπεροψία. Ο Ετσεβίτ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε δεχθεί καμία απολύτως πίεση από τον Κίσιγκερ για να μην εισβάλει στην Κύπρο, προειδοποίησε τον Σίσκο να μην σταθεί εμπόδιο στους σχεδιασμούς του. Τόνισε μία-μία τις λέξεις:
– Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από το 1964. Αυτή τη φορά θα το κάνουμε με το δικό μας τρόπο, είπε στον Αμερικανό απεσταλμένο, ο οποίος ρώτησε τον Ετσεβίτ αν πραγματικά η Τουρκία επιθυμεί την επάνοδο του Μακάριου, όπως προέβλεπε ο πέμπτος όρος. Την επόμενη ημέρα, ο όρος αυτός αφαιρέθηκε, καθώς ήταν κάτι που δεν επιιθυμούσε στην πραγματικότητα η Τουρκία, και ο Ετσεβίτ γνώριζε ότι θα απέρριπτε ασυζητητί ο Ιωαννίδης. (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Ο Σίσκο, με σημείωμά του, ενημέρωσε τον Κίσιντζερ για την πρώτη συνάντηση του με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας. Έγραφε σχετικά: «Ο Ετσεβίτ κράτησε σκληρή γραμμή και τα σχόλιά του έδειχναν ότι ήταν ευαίσθητος έναντι της εσωτερικής κατάστασης και πίεσης στην Τουρκία. Παρέσχε μια σχηματική υποστήριξη στον Μακάριο και συνέχιζει να καλεί σε αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών. Δίνει μεγάλη σημασία στην «ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο και στην ανάγκη τουρκικής πρόσβασης στη θάλασσα». Συμφωνεί ότι θα ήταν χρήσιμο να μιλήσει περαιτέρω με τον Σίσκο στην Άγκυρα. (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιντζερ, 18 Ιουλίου 1974)
H θέση του Ετσεβίτ, για δημιουργία ομόσπονδου κράτους, παρουσιάστηκε από στελέχη του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και στη σύσκεψη του Airlie Hοuse, το 1972. Ο Σίσκο θυμόταν καλά εκείνη τη συνάντηση. Συμφωνούσε με τη θέση για ομοσπονδία, όπως και με τους υπόλοιπους όρους του Ετσεβίτ, και έλπιζε να τους αποδεχθεί και η Αθήνα. H ανησυχία του ξεκινούσε απο την απειλή που εκτόξευσε ο Eτσεβιτ, οτι αν δεν συναινέσουν οι Eλληνες, θα επενέβαινε χωρίς καθυστέρηση. Oι Tουρκοι προετοιμάζονταν, βέβαιοι οτι θα τους δοθεί η ευκαιρία, από τις αρχές του 1973. Tον Φεβρουάριο του 1974, είχαν μελετήσει σοβαρά το ενδεχόμενο εισβολής και είχαν πραγματοποιήσει πολλές ασκήσεις ετοιμότητας. Tα αποβατικά σκάφη της Tουρκιας -ήταν η κατάληξη της κουβέντας των δυο ανδρών- περιμένουν την διαταγή του Eτσεβιτ για να αποβιβάσουν τους στρατιώτες που μετάφεραν, στις ακτές της Kυπρου. O Σίσκο πήγε στο Λονδίνο με εντολή να ακούει και βρέθηκε στο μάτι ενός κυκλώνα. (Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη στους συγγραφείς).
Από την αμερικανική πρεσβεία, ο Σίσκο επικοινώνησε αμέσως με τον Κίσιντζερ και του αφηγήθηκε τα καθέκαστα. Ο υπουργός Εξωτερικών ήταν ήρεμος και δεν έδειξε να ανησυχεί. Ο απεσταλμένος του, όμως, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Θυμάται ο Σίσκο:
«Μετά τη συνομιλία μου με τον Κάλλαχαν, είχα μία μακρά συνάντηση με τον Ετσεβίτ, που έτυχε να βρίσκεται την ίδια μέρα στο Λονδίνο. Ο Ετσεβίτ μου περιέγραψε τις απόψεις του για μια διευθέτηση του προβλήματος με λύση ομοσπονδίας. Απαιτούσε και άλλες υποχωρήσεις. Αντιλήφθηκα αμέσως ότι επρόκειτο για προτάσεις που δεν θα αποδεχόταν καμία ελληνική κυβέρνηση, επειδή θα έπρεπε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί ολοκληρωτικά. Του είπα τις σκέψεις μου. Του ανακοίνωσα ότι τότε πρέπει να πάω στην Αθήνα. Τα είπα να μου δώσει χρόνο να συζητήσω μαζί τους, να δω τι μπορώ να κάνω και τι μπορώ να καταφέρω. Δύο μέρες μετά, όταν μου ανακοίνωσε ότι δόθηκε η εντολή έναρξης της εισβολής, μου θύμισε τη συζήτησή μας στο Λονδίνο. Μου είχε πει και τότε ότι θα πράξει ότι είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας. Ακόμα και τώρα ακούω σαν καμπάνα στ’ αυτιά μου εκείνη τη φράση του. «Αυτή τη φορά θα το κάνουμε με τον δικό μας τρόπο» Ενημέρωσα τον Χένρι για τη συνομιλία μου με τον Ετσεβίτ και έθεσα σε συναγερμό, όσους μπορούσα στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο». (Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).