Μια συνάντηση με αίσθηση Μπέργκμαν, μια συζήτηση που αιωρήθηκε από το σινεμά και το θέατρο στη ζωή και στα συναισθήματα.
Η αλήθεια είναι ότι ο καιρός δεν είναι ο πλέον κατάλληλος για να δίνει συνεντεύξεις η κ. Καλογεροπούλου. Αιτία είναι μια σοβαρή πάθηση στα μάτια που της έχει στερήσει το τελευταίο διάστημα την επαφή με όλα όσα αγαπά. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που ένιωσα πως η συζήτησή μας γινόταν πάνω σε τεντωμένο σχοινί· σαν να έσπαγα με αδιακρισία την απομόνωσή της.
Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η «Ξένια στα παραμύθια», η τρίπτυχη ταινία που γύρισε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης και προβλήθηκε στις γιορτές από την ιστοσελίδα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά: η ηθοποιός, συγγραφέας και ιδρύτρια του θεάτρου Πόρτα μίλησε στον φακό του Μ. Καρατζογιάννη για την ενασχόλησή της με τα παραμύθια, αφηγήθηκε την «αλλιώτικη» ιστορία της Αγγελίνας και τη χριστουγεννιάτικη «Μπάμπουσκα», θυμήθηκε τα ξεχωριστά Χριστούγεννα του 1941, μας σύστησε την αγαπημένη της γάτα Μαρούλα και ευχήθηκε ένα 2021 γεμάτο θαύματα.
Σας βλέπω να φέρεστε με τόση αγάπη στη γάτα σας και μου θυμίζετε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Αυτός βέβαια είχε πολλές γάτες.
Ποτέ δεν είχα πάνω από μία. Και τα σκυλιά μού αρέσουν πολύ, αλλά δεν έτυχε να έχω. Είχαμε πάρει ένα με τον Γιάννη (σ.σ.: Φέρτη) μια φορά, αλλά δεν το θέλανε στην πολυκατοικία και το δώσαμε πίσω. Εκτοτε μόνο γάτες. Η προηγούμενη καλή μου γάτα ήτανε η κυρία Μουντζούρα, η οποία ήρθε και με βρήκε στις Μηλιές μικρούλι και δεν ξεκόλλαγε. Ηταν τότε που είχα την τελευταία μου αποβολή και αυτό το γατάκι ήρθε σαν παρηγοριά. Είπα πως δεν θα το κρατήσω, μα όταν γύρισα στηνΑθήνα τη σκεφτόμουν συνέχεια. Καβαλάω το αυτοκίνητο, πάω στο χωριό, τη φέρνω και ζήσαμε μαζί 18 χρόνια. Εξαιρετική ήταν, αλλά όμορφη γάτα δεν θα την έλεγες. Είχε μια μουντζούρα σαν τον Χίτλερ στη φάτσα, αλλά ήταν τόσο καλή και ομιλητική. Σαν τη Μαρούλα, την τωρινή μου.
Όσο περνάνε τα χρόνια ένα ζωάκι προσφέρει συντροφιά.
Ειδικά τώρα που είμαι μόνη, ένα ζωάκι είναι παρηγοριά. Εφόσον ζω μόνη, σε αυτό θα πω καλημέρα το πρωί. Κοιμάται στο κρεβάτι μου και δεν με ενοχλεί. Περιμένει να ξυπνήσω και τότε μου κάνει χαρές. Βέβαια, όταν καταλαβαίνει ότι έχει ξυπνήσει η Μαρίνα, η γυναίκα που με φροντίζει, πάει σε αυτή, παίρνει το μπρέκφαστ και μετά επιστρέφει σ’ εμένα.
Είπατε «μπρέκφαστ» και σκέφτομαι πως είστε η μόνη που σπουδάσατε στο Λονδίνο θέατρο εκείνα τα χρόνια. Δεν ήταν συνηθισμένη συνθήκη.
Δεν ήταν πολύ καλή ιδέα. Ήταν πολύ χάλια η Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, τίποτε δεν έμαθα. Εγώ ήθελα να πάω στο Τέχνης, αλλά δεν με άφησαν. Εκείνο τον καιρό έπαιζε η Τασσώ Καββαδία με τον Γιώργο Παππά που ήταν θείος μου. Τον έπιασε και του είπε ότι στο Τέχνης γίνεται της ανωμαλίας, ανώμαλα πράγματα δηλαδή. Ο Παππάς δεν πολυκατάλαβε, αλλά δεν με άφησε να πάω.
Το να βγει μια κοπέλα για σπουδές εκτός συνόρων τότε δεν ήταν κάτι ανάξιο λόγου.
Ναι, αλλά η σχολή ήταν κακή. Στο Λονδίνο είχα πάει με τη μαμά μου – μάλιστα μέναμε μαζί. Ένιωθα σαν να ήμουν στην Αθήνα και να πηγαίνω σε ξένη σχολή.
Η μητέρα σας ήταν η ζωγράφος Ίρα Οικονομίδου. Με θείο τον Γιώργο Παππά επιπλέον, που ήταν γιος της ποιήτριας Μυρτιώτισσας, μεγαλώσατε σε διανοουμενίστικο περιβάλλον.
Ναι, αλλά βασικά σε ένα σπίτι γεμάτο με βιβλία. Ο πατέρας μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και τρομερά βιβλιόφιλος. Του άρεσε πολύ η ζωγραφική – είχαμε πάντα ωραίους πίνακες, αλλά κυρίως διάβαζε. Επίσης, είχα νονό τον Κάουφμαν και έμαθα πρώτα να διαβάζω στα γαλλικά, από πολύ μικρή, προτού πάω σχολείο. Ο Κάουφμαν είχε πολλά γαλλικά βιβλία· πήγαινα λοιπόν και έπαιρνα ό,τι ήθελα. Διάβασα μέχρι την εφηβεία μου πάρα πολλά. Το αγαπημένο μου, για να καταλάβετε, ήταν η «Μαντάμ Μποβαρί».
Πρωτοβγήκατε στη σκηνή στο εξωτερικό.
Ναι, στην Αγγλία, αλλά ούτε και αυτό ήταν κάτι πετυχημένο. Ήταν ένας γαλλικός θίασος που έπαιζε στην Αγγλία, όπως ο Ροντήρης γύριζε από δω κι από κει με αρχαίες τραγωδίες. Εκείνοι έπαιζαν Μολιέρο και με πήραν στον θίασο ως Γαλλίδα ηθοποιό. Τίποτε τρομερό πέρα από την εμπειρία.
Κακά τα ψέματα όμως, για τον πολύ κόσμο υπήρξατε η Λουκία Κανελοπιπερίδου στον «Θησαυρό του μακαρίτη» του Νίκου Τσιφόρου.
Έτσι με λέγανε;
Ναι, και μάλιστα παίξατε δίπλα σε ιερά τέρατα, όπως η Βασιλειάδου και ο Αυλωνίτης.
Οι ηθοποιοί αυτοί ήταν υπέροχοι, μόνο που εγώ δεν καταλάβαινα πόσο. Δεν μπορώ να πω ότι τους γνώρισα. Συναντιόμασταν στο γύρισμα, το βγάζαμε και ο καθένας μετά πήγαινε στη δουλειά του. Δεν κάναμε παρέα, δεν τους συναναστράφηκα, δεν ξέρω πώς ήταν οι άνθρωποι αυτοί.
Πώς βρεθήκατε στην ταινία;
Είχα κάνει πρώτα το «Η κυρά μας η μαμή». Ο Μάνος Χατζιδάκις με έστειλε εκεί. Με είδε μια μέρα και με ρωτάει: «Θες να παίξεις στο σινεμά;». Πήγα και με πήραν. Τώρα που το σκέφτομαι τον Χατζιδάκι τον γνώρισα καλύτερα όταν κάναμε το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Καμπανέλλη. Τον ήξερα όμως γιατί κυκλοφορούσαμε σε κοινές παρέες, όπως με τον Γιώργο Παππά, τον οποίο γνώρισα καλύτερα στο Λονδίνο, όταν είχε έρθει να εγχειριστεί.
Θεωρείτε σημαντικές εκείνες τις πρώτες ταινίες σας;
Δεν ξέρω, για μένα δεν ήταν σημαντικές. Βλέπω όμως πόσο αρέσουν ακόμη στον κόσμο. Το καταλαβαίνω. Έχουν μεγάλη πλάκα. Με τον Τσιφόρο επίσης μόνο στο γύρισμα είχαμε συναντηθεί, ενώ πιο πολύ δούλεψα με τον Σακελλάριο. Καλά πέρασα, δεν μπορώ να πω, αλλά γενικά αυτές οι ταινίες γίνονταν πολύ πρόχειρα. Γι’ αυτό ευχαριστήθηκα μόνο την τελευταία ταινία που έκανα, την αμερικανική («Before midnight», 2013), βλέποντας την τεράστια διαφορά στην παραγωγή και την οργάνωση.
Πολιτική σκέψη είχατε διαμορφώσει από νωρίς;
Καθόλου. Δεν ενδιαφερόμουν μέχρι που έγινε δικτατορία κι εκεί μπήκα στο κόλπο. Όχι ως αριστερή, αλλά ως αντιχουντική. Βρήκα και λίγο τον μπελά μου. Με φώναξαν στην Ασφάλεια· «διά υπόθεσίν σας» μου είπαν και ευτυχώς που κάτι κατάλαβα και είχα πάρει μαζί μου κάνα εσώρουχο, οδοντόπαστα κ.λπ. Ήταν ένας εκεί που κρατούσε ένα μεγάλο ντοσιέ με το όνομα «Καλογεροπούλου» και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Εγώ να λέω μέσα μου: «Για μένα είναι όλα αυτά; Ποιος ξέρει τι θα μου βγάλει». Με ρωτάει: «Πήγατε σε δίκη μάρτυρας υπέρ κομμουνιστών;». Του απαντάω: «Πήγα, γιατί έπρεπε να πάω».
Ποια δίκη ήταν αυτή;
Μιας δασκάλας μου που τώρα μου διαφεύγει το όνομά της. Είχα πάει ως μάρτυρας και υπέγραψα κάτι χαρτιά. «Μην το ξανακάνετε» μου είπαν στην Ασφάλεια, «να το σκέφτεστε προτού υπογράψετε». Τους απάντησα: «Θα το σκέφτομαι, αλλά άμα θεωρώ ότι είναι σωστό, θα το ξανακάνω. Άλλωστε δεν φταίμε εμείς, αλλά εσείς που έχετε δικτατορία». Θυμάμαι πως όταν βγήκα έξω συνάντησα στον δρόμο τον Μάριο Πλωρίτη. «Μάριε, τους τα ’πα» του φώναξα. Αισθανόμουν σαν να είχα μπροστά μου τον ίδιο τον Παπαδόπουλο. Πολύ το είχα ευχαριστηθεί (γέλια). Πριν από τρία χρόνια με ειδοποίησαν ότι υπάρχει ακόμη στην Ασφάλεια ο φάκελός μου. Πέρασα από κει, βρήκα πολλά πράγματα, αλλά για να τα έπαιρνα έπρεπε να βάλω δικηγόρο. Βαρέθηκα και τα άφησα. Ούτως ή άλλως δεν είχα καμιά σπουδαία αντιδικτατορική δράση.
Δένεστε με πράγματα της νεότητας;
Με όλα δένομαι. Πολύ. Όλο το παρελθόν μου είναι συνεχώς παρόν μαζί με την παιδική μου ηλικία. Ανέκαθεν συνέβαινε αυτό, αλλά τώρα ακόμη περισσότερο.
Είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίζετε τις όποιες αλλαγές πιο συνταρακτικά;
Όλοι έχουμε τις συνταρακτικές στιγμές μας. Εγώ είχα κάνει τέσσερις αποβολές και αυτό ήταν πολύ δραματικό. Είχα τον χωρισμό μου με τον Γιάννη. Μετά τη γνωριμία μου με τον Κωστή (σ.σ.: Σκαλιόρα) και τον χαμό του. Από κει και πέρα διάφορα άλλα μέσα στη δουλειά, χαρές και στενοχώριες.
Απώλειες λοιπόν: αγέννητα παιδιά, ένας χωρισμός και ένας θάνατος συζύγου.
Ναι, απώλειες από τις κανονικές, που έχει όλος ο κόσμος. Όχι τραγωδίες, αλλά δράματα.
Το πισωγύρισμα στην παιδική ηλικία σηματοδοτεί την επιστροφή σας στον τόπο όπου ανήκετε;
Δεν ξέρω τι εννοείτε με τη λέξη «πισωγύρισμα», αλλά όλα τα παλιά τα κουβαλάω συνέχεια στο κεφάλι μου. Συνυπάρχουν καλειδοσκοπικά μέσα μου, δεν φεύγουν στιγμή. Ο Κωστής είναι συνέχεια παρών από το 2013 που «έφυγε».
Λογικό, αφού ήσασταν 37 χρόνια μαζί.
Ναι, πολλά χρόνια. Οι μνήμες μπορεί να είναι εξίσου επώδυνες και ευχάριστες. Επώδυνες σίγουρα, ειδικά τέτοιες μέρες, έχουν όμως τη γλυκύτητά τους.
Αναρωτιέμαι αν με τα χρόνια γίνατε πιο αυστηρή με τους ανθρώπους.
Όχι, αφού περισσότερο κάνω καινούργιους φίλους. Οι άνθρωποι είναι σαν να ανανεώνονται στη ζωή μου, αφού πεθαίνουν και αρκετοί πια. Κάνω παρέα μέσα από τη δουλειά μου με νέους ανθρώπους, τριαντάρηδες ας πούμε, που μου πάνε πολύ.
Σας είχα δει στο θέατρο με τον Μηνά Χατζησάββα σε ένα έργο του Ίρβιν Γιάλομ και είχα εντυπωσιαστεί. Η παρουσία σας φανέρωνε μεγάλη πρόοδο στην τέχνη σας.
Το προσπάθησα με την τέχνη, γιατί δυσκολεύτηκα. Είχα πολλά χρόνια να στρώσω και γι’ αυτό πιστεύω πως ό,τι καλύτερο έχω κάνει είναι στην ωριμότητά μου. Στη ζωή μου τα πράγματα τα αντιμετώπιζα απλώς όπως μου έρχονταν. Στην τέχνη όφειλα να καταβάλω την προσπάθειά μου.
Κι έτσι κατακτήσατε τη σπουδαία ερμηνεία.
Είναι ένα πράγμα που δεν το καταλάβαινα καθόλου τα πρώτα χρόνια που έκανα θέατρο. Η σπουδαία ερμηνεία, όπως ίσως την εννοείτε, ήρθε όταν έπαιξα εκτός θεάτρου Πόρτα, δηλαδή με τον Λευτέρη Βογιατζή ή με διάφορες δουλειές στο Αμόρε.
Το θέατρο Αμόρε υπήρξε φυτώριο καλών σκηνοθετών.
Εκεί έμαθα τη δουλειά μου, νομίζω, με τους νέους σκηνοθέτες. Θυμάμαι μια σκηνή που κάναμε με την Αννα Μάσχα την προτελευταία φορά που έπαιξα στο Πόρτα. Φοβερή συνεννόηση είχαμε επί σκηνής. Τελευταίο έργο που έπαιξα ήταν η «Εξημέρωση» στη Στέγη, τότε που έπαθα αυτό με τα μάτια μου. Μπήκα για πρόβα και ξαφνικά… σκοτάδι.
Πώς έγινε έτσι ξαφνικά;
Ήδη είχα πρόβλημα με την όραση. Είχα χειρουργηθεί για γλαύκωμα, αλλά πήγαινα καλά. Το άλλο προέκυψε ξαφνικά. Μέτραγα την πίεση στα μάτια μου, αλλά δεν την έβρισκαν υψηλή. Μια γιατρός με είχε προειδοποιήσει για ωχρά κηλίδα, μα όταν το ανέφερα στον γιατρό μου μου είπε πως δεν βλέπει κάτι. Από τα περασμένα Χριστούγεννα άρχισε να σκοτεινιάζει το πράγμα. Ώσπου πήρα ταξί να πάω στην πρόβα μεσημέρι και ξαφνικά δεν έβλεπα… Ήταν φοβερό… Μου στοιχίζει που δεν μπορώ να γράψω, δεν μπορώ να διαβάσω ή να δω μια ταινία.
Μα τι λέτε, μικρό πράγμα είναι; Ή να παίξετε και στο θέατρο.
Να παίξω μπορώ. Απλώς θα βλέπω πιο αχνά τον παρτενέρ μου. Ήταν να παίξω τώρα σε μια παράσταση, στον «Θείο Βάνια» του Δημήτρη Καραντζά, αλλά έπεσε ο κορονοϊός. Πέρσι που έπαιζα δεν με ενόχλησε τόσο που δεν έβλεπα.
Η Μαίρη Χρονοπούλου, που περνάει το ίδιο πρόβλημα, μου είπε πως τη βοηθήσατε να βγάλει άκρη με τον Οίκο Τυφλών και τα βιβλία που «ακούγονται».
Ναι, πρόκειται για βιβλία που τα έχουν ηχογραφημένα. Δεν είναι πολύ καλά, αφού δεν έχουν αποδοθεί από πολύ καλούς ηθοποιούς, γι’ αυτό κι εγώ «διαβάζω» περισσότερο ξένα βιβλία, στα αγγλικά και τα γαλλικά που είναι σε άλλο επίπεδο. Τα περνάω στο τάμπλετ μου και αυτό με έχει σώσει: η χαρά να «διαβάζω» υπέροχα βιβλία. Σωτηρία μου θα το χαρακτήριζα, διαφορετικά δεν ξέρω τι θα έκανα. Από τη στιγμή που αρρώστησαν τα μάτια μου έκλαιγα συνέχεια. Ήμουν απαρηγόρητη. Τώρα δεν κλαίω τόσο πολύ. Το καλοκαίρι ξαναπήγα στο χωριό, κολύμπησα. Η επαφή με τη θάλασσα είναι υπέροχη, λυτρωτική. Όταν πέφτει το βράδυ όμως δεν βγαίνω καθόλου έξω, αγριεύομαι. Εδώ, την ημέρα πηγαίνω βόλτα απέναντι στο πάρκο.
Το κάνετε μόνη σας αυτό;
Μόνη μου. Μ’ αρέσει και μόνη μου. Το πάρκο είναι γεμάτο παπαγαλάκια. Όταν φωνάζουν όλα μαζί είναι πολύ χαρούμενα. Το δάσος μου φαίνεται πολύ διαφορετικό τώρα, γιατί το βλέπω πια μες στην ομίχλη. Έχω την αίσθηση ότι βλέπω μια κινηματογραφική ταινία, αλλά είναι ωραίο.
Οι τέσσερις αποβολές σάς ώθησαν στην ενασχόλησή σας με τα παιδιά;
Καμία σχέση. Μ’ έχουν ξαναρωτήσει, αλλά δεν ισχύει. Με τα παιδιά ασχολούμαι όπως κι ο άλλος κόσμος. Το βρίσκω ενδιαφέρον.
Ποιο ήταν το έναυσμα για να κάνετε «Το σκλαβί»;
Δουλεύαμε με τον Θωμά Μοσχόπουλο και μου πρότεινε να κάνουμε κάτι ελληνικό, αλλά όχι γραφικό. Εκείνη την περίοδο έτυχε να διαβάζουμε και οι δύο το παραμύθι «Το σκλαβί», το οποίο μας άρεσε πάρα πολύ, με συνέπεια να χωθώ μέσα σε αυτό για δύο χρόνια. Παραμένει το αγαπημένο μου και βρίσκω πολύ ωραία και την τελευταία παράσταση που έγινε – σταμάτησε λόγω της πανδημίας. «Το σκλαβί» είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα.
Όπως και ο «Οδυσσεβάχ».
Βέβαια, γιατί ήτανε και το πρώτο. Τον Σαββόπουλο τον ήθελα ιδιαίτερα για τα τραγούδια στον «Οδυσσεβάχ». Δεν είχε ξανακάνει θέατρο ο Σαββόπουλος, ποτέ.
Είχαν προηγηθεί οι «Αχαρνής».
Δεν ήταν ακριβώς μουσική για θέατρο οι «Αχαρνής». Ο Σαββόπουλος δεν ήξερε καθόλου από αυτά. Τότε είχε ένα σπίτι στο Μούρεσι, στο Πήλιο, που μετά κάηκε. Πήρα το αυτοκίνητό μου, τον βρήκα και του διάβασα το έργο. Δεν μου είπε αν του αρέσει ή όχι. «Θα το σκεφτώ» μου απάντησε. Ύστερα από λίγο καιρό μου παρέδωσε μια κασέτα με τα τραγούδια που είχε γράψει.
Ο Σαββόπουλος φέρει μια παιδικότητα στο έργο του.
Σίγουρα ναι. Εγώ τον επέλεξα γιατί τον θαυμάζω πολύ. Δεν θα έλεγα όμως ότι ήταν η ιδανική συνεργασία, γιατί ο Διονύσης απλώς έγραψε τα τραγούδια. Δεν ήταν σαν τους συνθέτες που δούλεψα στη συνέχεια, όπως ο Κυπουργός και πιο πρόσφατα ο Κορνήλιος Σελαμσής οι οποίοι ζούσαν μέσα στην παράσταση, στις πρόβες κ.λπ. Και στο «Σκλαβί» τόσο ο Κυπουργός όσο και η Νικολακοπούλου, που έγραψε τους στίχους, συνεργάστηκαν πολύ καλά μαζί μου σε όλα τα στάδια. Ο Σαββόπουλος ούτε στις πρόβες ερχόταν ούτε καν στη γενική δοκιμή. Έδωσε τα τραγούδια του. Δούλεψε κατά παραγγελία, χωρίς να έχει συναίσθηση του θεάτρου.
Δεν μου φαίνεστε άνθρωπος που έχει ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία.
Όχι. Η Χρονοπούλου, που την αναφέρατε πριν, έχει πίστη στη μετεμψύχωση και σε άλλα ανατολίτικα. Εγώ είμαι πιο γήινη, πιο στέρεα. Από παλιά ήμουν έτσι, όχι τώρα που είμαι μεγάλη.
Τι θεωρείτε πιο σημαντικό στη δουλειά σας;
Το ήθος, αν υποτεθεί πως διαφέρει από την ηθική. Δεν με απασχόλησε ποτέ η ηθική εκτός αν είχα να κάνω με σκάρτους ανθρώπους, όπως μου έχει τύχει.
Τον απόλυτο έρωτα τον βιώσατε με τον Φέρτη ή με τον Σκαλιόρα;
Αυτή την ερώτηση την έχω ξανακούσει και δεν μου αρέσει.
Κι αν βγάλω τα δύο αυτά ονόματα;
Δεν ξέρω τι θα πει απόλυτος έρωτας. Στην ποίηση και στο θέατρο ο απόλυτος έρωτας έχει να κάνει με περιπτώσεις όλο εμπόδια.
Απόλυτος έρωτας μπορεί να είναι η παραφορά.
Σύμφωνοι, αλλά στα άκρα φτάνεις μόνο όταν υπάρχουν προβλήματα. Εμένα όλα μου ήρθαν φυσιολογικά. Με τον Γιάννη ήμασταν παιδιά, πολύ νέοι, όταν σμίξαμε. Ήταν λογικό να ερωτευτούμε και να ζήσουμε μαζί. Ζήσαμε και καλά όμως, δεν μπορώ να πω. Με τον Κωστή ήμουν ώριμη πια, σαραντάρα. Ήταν άλλη σχέση. Περάσαμε καλά κι ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερος. Και ο Γιάννης όμως ήταν ιδιαίτερος. Έζησα κοντά σε δύο θαυμάσιους ανθρώπους.
Είσαστε μελαγχολικός άνθρωπος;
Ναι, αλλά πιστεύω και αυτό που λέει ο φίλος μου ο Φασουλής, ότι είμαι η χαρά της ζωής. Έχω μεγάλη ικανότητα να χαίρομαι και εξίσου μεγάλη να στενοχωριέμαι. Από τα ψηλά στα χαμηλά είμαι. Αυτό στενοχωρούσε τον Κωστή, γιατί δεν άντεχε να με βλέπει έτσι: τη μια σε τρελή ευτυχία και την άλλη δυστυχισμένη. Έτσι είμαι όμως ακόμη και τώρα που υποφέρω από την κατάστασή μου μαζί με τα γεράματά μου. Βάλτε και τη γενικότερη κατάσταση.
Σας θλίβουν τα γεράματα;
Ναι, τώρα τελευταία που έπεσε και η αναπηρία στη μέση. Γενικά δυσκολεύομαι πια. Μέχρι να πάθω αυτό δεν το πολυσκεφτόμουν, γιατί είχα καλή υγεία και έκανα πολλά πράγματα. Το να μη βλέπεις όμως σε κουράζει. Καταβάλλεις επιπλέον δυνάμεις για όλα. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως η κουμπάρα μου, η Άλκη Ζέη, στην ηλικία μου ήταν καλύτερα. Η Άλκη πέθανε στα 96 και μέχρι τότε ήταν μια χαρά. Εγώ δεν πιστεύω ότι θα πάω τόσο. Δεν έχω πια την ίδια αντοχή, το ίδιο κουράγιο. Εκτός κι αν κάνω κάτι που να με ενδιαφέρει, όπως αυτή η ταινία που κάναμε πρόσφατα με τον Μάνο Καρατζογιάννη. Στην αρχή δεν ήθελα καθόλου.
Δυσκολεύτηκε να σας πείσει ο Μ. Καρατζογιάννης.
Ναι, και για να είμαι ειλικρινής με έπεισε το ότι θα έπαιρνα κάποια λεφτά που τα χρειάζομαι. Διαφορετικά δεν θα το έκανα. Είχα μεγάλο τρακ στην ιδέα ότι θα πω παραμύθια που έπρεπε να τα ξαναθυμηθώ. Ο Μάνος ήταν πολύ εντάξει μαζί μου. Δεν τον ήξερα καθόλου, αλλά περάσαμε όμορφα. Είδα και το υλικό, όσο μπορούσα βέβαια. Πιο πολύ το άκουσα. Χάρηκα γιατί είναι κάτι καλό και κάτι που θα μείνει.
Θα σας άρεσε ένα ντοκιμαντέρ για σας την ίδια;
Ντοκιμαντέρ δεν έχω κάνει. Συνεντεύξεις έχω δώσει πολλές.
Που σας κουράζουν από ένα σημείο και μετά;
Ναι, είναι βαρετό.
Γι’ αυτό όταν σας τηλεφώνησα για τη συνέντευξη μου είπατε: «Α, ναι, είναι και η ταινία». Μάλλον δεν θα σας συναντούσα άνευ αιτίας.
Ε κάπως έτσι. Δεν είναι ο καιρός μου για συνεντεύξεις και δεν ξέρω αν θα ξαναδώσω συνέντευξη.
Ήσασταν ανέκαθεν τόσο ειλικρινής;
Μάλλον ναι, κάπως άγαρμπα ορισμένες φορές. Δεν μου κόστισε και τίποτε στη ζωή μου· υποθέτω μάλιστα ότι εκτιμήθηκε.