Χειρότερα κι από το 2009 οι μισθοί στην Ελλάδα

Χειρότερα κι από το 2009 οι μισθοί  στην Ελλάδα

Την άνιση κατανομή της ευημερίας σε βάρος των εργαζομένων, την καθήλωση των πραγματικών μισθών σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα από του 2009 και τη βύθιση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού στο χαμηλότερο επίπεδο της ΕΕ των 27 και πάντως χαμηλότερα πλέον από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία διαπιστώνει το ερευνητικό ινστιτούτο της ΓΣΕΕ στην ενδιάμεση έκθεσή του για την ελληνική οικονομία για το έτος 2024.

Σε πλήρη αντιδιαστολή με τις θριαμβολογίες με τις οποίες αποχαιρέτησε το 2024 ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, περί «πανευρωπαϊκής πρωτιάς της Ελλάδας στη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση των επενδύσεων και στην αύξηση των εξαγωγών», το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ τονίζει στην έκθεσή του ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει «εύθραυστη» λόγω της δομής της οικονομίας, η οποία έχει οδηγήσει σε υπερβολική συγκέντρωση των θέσεων εργασίας στις κακοπληρωμένες υπηρεσίες, με υποχώρηση της βιομηχανίας που πληρώνει καλύτερα, επειδή είναι ελάχιστες οι θέσεις εργασίας σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας στη χώρα μας κι επειδή κυριαρχεί η ακραία «ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις, σε βάρος των δικαιωμάτων και των αμοιβών των εργαζομένων.

Και δεν διακρίνεται φως ούτε στον ορίζοντα, δεδομένου ότι οι επενδύσεις παραμένουν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, όπως τονίζεται  στην έκθεση. Συν τοις άλλοις, αφορούν κυρίως κατασκευές και εισαγόμενα οπλικά συστήματα, επομένως δεν βελτιώνουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας και δεν φαίνονται ικανές να στηρίξουν μια άνοδο των πραγματικών μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. 

Δεν είδαν όφελος

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να επαίρεται για το γεγονός ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2024 ήταν υψηλότερη του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όμως οι εργαζόμενοι είχαν περιορισμένο όφελος από αυτήν, όπως καταδεικνύει στην έκθεσή του το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το ινστιτούτο δείχνουν συγκεκριμένα ότι στην αύξηση της κατανάλωσης –αποτελεί το 70% του ΑΕΠ– και του ακαθάριστου εισοδήματος των νοικοκυριών οι πραγματικοί μισθοί συνέβαλαν ελάχιστα: μόλις κατά 1% – κι αυτό δεν προήλθε μόνο από την αύξηση των πραγματικών μισθών αλλά κι από την αύξηση της απασχόλησης. Συνέβαλαν κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι (κατά 1,76%) και οι εισοδηματίες (κατά 1,5%). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ποιος ωφελείται από την παρούσα κυβέρνηση, πόσο άνισα γίνεται η κατανομή της ευημερίας. 

Με ποιους μηχανισμούς συντελείται η άνιση κατανομή της ευημερίας; Καταρχάς, σημειώνει η έκθεση, μέσω του υψηλού πληθωρισμού, που την τελευταία τετραετία έχει διαβρώσει σε βάθος την πραγματική αξία των ονομαστικών μισθών. Παρά την υποχώρηση του μεγάλου πληθωριστικού κύματος το 2024 και τον περιορισμό του πληθωρισμού στο 2,9% την περσινή χρονιά, συνολικά στην τετραετία 2021-24 όλα τα βασικά είδη και οι υπηρεσίες που αφορούν τα νοικοκυριά, με μόνη εξαίρεση τις τηλεπικοινωνίες, είχαν διψήφιες αυξήσεις, με τις τιμές των τροφίμων να αυξάνονται κατά 30,5%, της ένδυσης – υπόδησης κατά 31,3%, της στέγασης κατά 24,3%, των μεταφορών κατά 23,8% και των ξενοδοχείων – καφέ – εστιατορίων κατά 21,4%.

Τα υψηλά αυτά επίπεδα πληθωρισμού έπληξαν τους εργαζόμενους, ιδίως επειδή οι μισθοί στη χώρα μας παραμένουν πολύ χαμηλοί, σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Πόσο χαμηλοί; Υπερβολικά αν λάβουμε υπόψη ότι ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης, προσαρμοσμένος με βάση τον πληθωρισμό, στην Ελλάδα ήταν 17.013 ευρώ το 2023, χαμηλότερος κατά 4.178 ευρώ έναντι του αντίστοιχου προσαρμοσμένου μισθού του 2009 (21.191 ευρώ). Ο σημερινός προσαρμοσμένος μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα είναι ο τρίτος χαμηλότερος στην ΕΕ των 27, προστίθεται, και η Ελλάδα η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου ο πραγματικός μέσος μισθός είναι μειωμένος σήμερα συγκριτικά με το 2009 – γεγονός που έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση της θέσης της χώρας σε ό,τι αφορά τους μισθούς από τη 13η θέση το 2009 στην 24η θέση της σχετικής κατάταξης το 2023. 

Μισθοί υπό συμπίεση

Υπάρχουν όμως και χειρότερα νέα. Η Ελλάδα, που βρίσκεται τρεις θέσεις από το τέλος σε ό,τι αφορά τους πραγματικούς μισθούς, έχει πιάσει απόλυτο πάτο στους μισθούς σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) – ενός δείκτη-κλειδί που καταρτίζει η Eurostat και δείχνει τι μπορεί να αγοράσει ένας μισθός σε κάθε χώρα, ανάλογα με τα διαφορετικά επίπεδα των τιμών. 

Η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ λοιπόν αναφέρει ότι ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός πλήρους απασχόλησης σε όρους μονάδων αγοραστικής δύναμης ανέρχεται στην Ελλάδα σε 21.004 PPS, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Χαμηλότερο κατά 1.365 PPS από αυτό της Βουλγαρίας, κατά 2.743 PPS από της Σλοβακίας, κατά 3.100 PPS από της Ουγγαρίας και κατά 9.945 PPS από της Ρουμανίας. Εντέλει, τονίζει η έκθεση, το 2023 ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης σε όρους PPS στην Ελλάδα κατέληξε να αντιστοιχεί στο 55,5% του μέσου όρου της ΕΕ, κάτι το οποίο δείχνει τη συμπίεση που έχουν υποστεί οι μισθοί των εργαζομένων στη χώρα μας και την κρίση που αυτή προκαλεί.

Μεγάλες απώλειες

Ο δεύτερος παράγοντας που έχει συντελέσει στην κατανομή της ευημερίας σε βάρος των εργαζομένων, πέραν του πληθωρισμού, ήταν η μέγιστη δυνατή συγκράτηση στις αυξήσεις μισθών που επέβαλε η κυβέρνηση της ΝΔ μέσα από την ισοπέδωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. 

Στα χρόνια του υψηλού πληθωρισμού 2021-24 ο μέσος ετήσιος ονομαστικός μισθός πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 7,3% –η δεύτερη χαμηλότερη αύξηση στην ΕΕ– με αποτέλεσμα σε πραγματικούς, αποπληθωρισμένους όρους να μειωθεί κατά 6,3%, καταγράφοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ των 27, εξηγεί η έκθεση. «Από τα στοιχεία παρατηρούμε ότι στο σύνολο των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας ο μέσος πραγματικός μισθός ανά ώρα απασχόλησης στη χώρα μας μειώθηκε το διάστημα τρίτο τρίμηνο 2021 –τα τρίτο τρίμηνο 2024 κατά 1,1%», με τη μεγαλύτερη απώλεια πραγματικού εισοδήματος να υφίστανται οι μισθωτοί στις κατασκευές (-9%), σε τέχνες, διασκέδαση, ψυχαγωγία, άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών (-5,9%), δημόσια διοίκηση και άμυνα, εκπαίδευση και δραστηριότητες σχετικές με τη δημόσια υγεία (-4,6%), ενημέρωση και επικοινωνία» (-3,1%). Αύξηση του πραγματικού μισθού ανά ώρα εργασίας καταγράφηκε μόνο στη γεωργία – δασοκομία – αλιεία (7,1%), στο real estate (4,9%), στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, στις μεταφορές – αποθήκευση (4,1%) και στη φιλοξενία – εστίαση (4,1%). Παρά τις διαφορές ανά κλάδο, η εικόνα δηλώνει «μια συνολική απώλεια πραγματικού εισοδήματος, αγοραστικής δύναμης και ευημερίας για τους εργαζομένους» τονίζει η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «με δυσμενείς συνέπειες για την κοινωνική συνοχή». 

Η ανεργία έπεσε αλλά…

Ναι, αλλά δεν υπάρχει όφελος από τη σημαντική μείωση της ανεργίας, όπως λέει ο Χατζηδάκης; Πράγματι, αναγνωρίζει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, υπάρχει μείωση της ανεργίας. Μάλιστα, το τρίτο τρίμηνο 2024 ο συνολικός αριθμός εργαζομένων στην Ελλάδα έφτασε τα 4.323.900 άτομα, στο υψηλότερο επίπεδο από το δεύτερο τρίμηνο του 2010, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9%. Βελτιώσεις υπήρξαν επίσης στην απασχόληση των γυναικών και των νέων, που παραμένουν πάντως πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 11% και 16,3% αντίστοιχα. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, η κατάσταση παραμένει «εύθραυστη», με την έννοια ότι η ελληνική αγορά εργασίας έχει πολύ αρνητικά χαρακτηριστικά και για τον λόγο αυτό είναι αμφίβολο αν θα δώσει αύριο μεθαύριο καλύτερους μισθούς. 

Τα προβλήματα, ειδικότερα, είναι δύο: πρώτον, ότι η χώρα μας χάνει διαρκώς θέσεις εργασίας στη βιομηχανία –που δίνει καλύτερους μισθούς– και την πρωτογενή παραγωγή και αυξάνει τις θέσεις εργασίας στις υπηρεσίες που έχουν χειρότερες αμοιβές. Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, από το 2009 μέχρι το 2024 το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα υποχώρησε κατά 4,7%, από 21,4% το 2009 σε 16,7% το 2024, και στον πρωτογενή τομέα κατά 1%, από 11,2% το 2009 σε 10,2% το 2024, ενώ αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες από 67,4% το 2009 σε 73,1% το 2024. Δεύτερον, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εργαζομένων σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, μόλις στο 3,4% του συνόλου των εργαζομένων το οποίο είναι μάλιστα το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ των 27. Η ενίσχυση των θέσεων εργασίας στις υπηρεσίες και η μείωσή τους στη βιομηχανία, η ύπαρξη πολύ λίγων θέσεων εργασίας στους πλέον καλοπληρωμένους κλάδους υψηλής τεχνολογίας κι όλα αυτά σε συνδυασμό με το καθεστώς ακραίας ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη εγείρουν εντέλει σοβαρά ερωτήματα για το αν η ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς εργασίας θα έχει διάρκεια ή στην πρώτη κακή συγκυρία θα δούμε ξανά αύξηση της ανεργίας και κυρίως αν, έστω και σε βάθος χρόνου, θα δοθούν καλύτεροι μισθοί που θα υποστηρίξουν την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.

Χαμηλά οι επενδύσεις, κανένα ενδιαφέρον για τη βιομηχανία

Υπάρχει ή δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα για τους εργαζόμενους σε αυτήν τη χώρα; Στην έκθεση αποφεύγεται να δηλωθεί ρητά ότι δεν υπάρχει, τονίζεται όμως πως, επειδή οι επενδύσεις παραμένουν πολύ χαμηλές –παρά τις περί του αντιθέτου θριαμβολογίες Χατζηδάκη– και η σύνθεσή τους προβληματική, δεν υπάρχει κανένας λόγος αισιοδοξίας. 

«Οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, ενώ το τρίτο τρίμηνο του 2024 έμειναν στάσιμες» αναφέρεται. «Σχετικά με το είδος των επενδύσεων, η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση εντοπίζεται στις επενδύσεις σε κατοικίες που σε συνδυασμό με τις λοιπές κατασκευές, το πρώτο εξάμηνο του 2024, αντιστοιχούσαν στο 5,2% του ΑΕΠ. Στο ίδιο διάστημα υψηλότερες ήταν οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα (6,2% του ΑΕΠ), ενώ χαμηλές οι επενδύσεις σε προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας (2,4% του ΑΕΠ), οι οποίες αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την ποιοτική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού ιστού» τονίζεται στην έκθεση.

Το γεγονός ότι το εμπορικό έλλειμμα που έκλεισε στο 6% του ΑΕΠ το 2023 θα κλείσει στο 7% το 2024, παρά την υποχώρηση των τιμών της ενέργειας, οφείλεται στη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών ενδιάμεσων προϊόντων, από τα οποία εξαρτάται πλήρως η εγχώρια παραγωγή και είναι ανησυχητικό σημάδι. Και μας δείχνει «αφενός τη σοβαρή διαρθρωτική ανεπάρκεια του παραγωγικού συστήματος και αφετέρου την επιτακτική ανάγκη σχεδιασμού μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής» καταλήγει η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Οσο λοιπόν δεν αναβαθμίζεται ο παραγωγικός ιστός της χώρας δεν μπορούμε να έχουμε ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας κι αυτή την αδυναμία την πληρώνουν πρωτίστως οι μισθωτοί.

Διαβάστε επίσης:


 

 

Documento Newsletter